Έρευνα, κείμενο Ηρακλής Καλογεράκης
Τέλη του 1920 ανετέθη στο αντιτορπιλικό ΙΕΡΑΞ να πλεύσει στην Πάτρα για να συναντήσει και να συνοδεύσει στην Αθήνα το πλοίο της γραμμής «Λεόπολις» στο οποίο επέβαιναν τα επαναπατριζόμενα από την εξορία μέλη της βασιλικής οικογένειας. Ήταν οι πρίγκιπες Ανδρέας και Χριστόφορος και η χήρα Πριγκίπισσα Μαρία της Ελλάδος και της Δανίας Γεωργίεβνα.
Το ΙΕΡΑΞ με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Ιωαννίδη συνάντησε νωρίς το πρωί της 10/11/1920 το επιβατικό μεταξύ Πατρών και Κορίνθου και το συνόδευσε μέχρι την Κόρινθο όπου αγκυροβόλησε. Εκεί ο κυβερνήτης παρέλαβε τα 3 μέλη της βασιλικής οικογένειας για να τα μεταφέρει στον Πειραιά.

Κατά τη διάρκεια του ολιγόωρου αυτού ταξιδιού, ο κυβερνήτης του πλοίου γνώρισε και ερωτεύτηκε την κατά 5 χρόνια νεότερη του, χήρα πριγκίπισσα Μαρία, η οποία επίσης κεραυνοβολήθηκε και γοητεύτηκε από τον Πλοίαρχο Ιωαννίδη.

Η πριγκίπισσα Μαρία (3/3/1876 – 14/12/1940)
Η πριγκίπισσα Μαρία ήταν το πέμπτο παιδί του μακροβιότερου Βασιλιά των Ελλήνων, του Γεωργίου Α’ και της Βασίλισσας Όλγας.



Η Μαρία, μια μικρόσωμη και εμφανίσιμη πριγκίπισσα, είχε μια αποφασιστική προσωπικότητα και ένα δυναμισμό που τον απέδειξε σε πολλές περιόδους της ζωής της. Οι συγγενείς της την αποκαλούσαν «Greek Μinnie» για να την ξεχωρίζουν από την θεία της, αυτοκράτειρα της Ρωσίας, Μαρία Φεοντόροβνα, που επίσης είχε το ίδιο υποκοριστικό.Η πριγκίπισσα όταν ήταν 16 ετών επισκέφτηκε τη θεία της στη Ρωσία και εκεί συμφωνήθηκε ο γάμος τους με το μεγάλο δούκα της Ρωσίας Γεώργιο Μιχαήλοβιτς της δυναστείας των Ρωμανώφ.
Ο Γεώργιος ήταν πρώτος εξάδελφος της μητέρας της και γιος του Μεγάλου Δούκα της Ρωσίας Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς. Το Πάσχα του 1900 ο Μεγάλος Δούκας Γεώργιος, εγγονός του Τσάρου Νικολάου Α, πήγε στην Κέρκυρα όπου έμενε η βασιλική οικογένεια της Ελλάδος και ζήτησε σε γάμο τη Μαρία.Ο γάμος τους έγινε στις 30/4/1900 στην Κέρκυρα και μετά τον μήνα του μέλιτος εγκαταστάθηκαν στην Ρωσία, στο παλάτι που διέθετε ο πεθερός της κοντά στην Αγία Πετρούπολη.Η Μαρία από μικρή αγάπησε την Ελλάδα και ίσως να μην έφευγε ποτέ, αν δεν ήταν υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει το κανονισμένο αυτό γάμο.

Η πριγκίπισσα Μαρία στην Αγγλία
Η μικρή της κόρη Ξένια, παρουσίασε σοβαρό πρόβλημα υγείας που την ανάγκασε τον Ιούνιο του 1914 να φύγει από την Ρωσία και να πάει στην Αγγλία. Τότε, μερικοί είπαν πως ο κύριος λόγος ήταν η επιθυμία της Μαρίας να απομακρυνθεί από την ρωσική αυλή και τον σύζυγό της.
Δυο μήνες αργότερα, στις 4 Αυγούστου 1914, ξέσπασε ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος και η Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Η Μαρία παρέμεινε στην Αγγλία με τις κόρες της και ασχολήθηκε με φιλανθρωπικό έργο και κοινωνική προσφορά. Οργάνωσε στο Harrogate του Λονδίνου τρεις ιδιωτικές κλινικές για τους τραυματίες του πολέμου χάρις στην πρόνοια που είχε, να πάρει μαζί της φεύγοντας από την Ρωσία το μεγαλύτερο μέρος της κινητής της περιουσίας (κοσμήματα και χρυσό).
Στις 24 Οκτωβρίου 1917, δυο χρόνια μετά την άφιξη της στην Αγγλία, ξέσπασε η Ρωσική επανάσταση και ο σύζυγος της, ο Μέγας δούκας, φυλακίστηκε στο φρούριο Πέτρου και Παύλου στην Πετρούπολη, από τους επαναστάτες Μπολσεβίκους.
Παρά τον αγώνα που έκανε από την Αγγλία για να σώσει το σύζυγο της, αυτός εκτελέστηκε τα ξημερώματα της 16/1/1919 στη πόλη Αλτκούγκ, όπως και όλη η αυτοκρατορική οικογένεια, η Μαρία χήρεψε και αυτή με τα παιδιά της έμειναν στην Αγγλία μέχρι το τέλος του πολέμου. Δεν μπορούσε όμως ακόμη να επιστρέψει στην Ελλάδα γιατί όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, ήταν σε εξορία.

Η τότε κατάσταση στην Ελλάδα
Το Μάρτιο του 1913 δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Βασιλεύς Γεώργιος τον οποίο διαδέχτηκε ο πρωτότοκος υιός του Κωνσταντίνος.Μετά το ξέσπασμα του Α ΠΠ τον Αύγουστο του 1914, οι συνεχείς διαφωνίες μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου έφεραν στη χώρα τον εθνικό διχασμό και την συνεχή αλλαγή κυβερνήσεων. Οι Βενιζελικοί ήθελαν να εισέλθει η Ελλάδα στον Α’ ΠΠ με το μέρος των Δυνάμεων της Αντάντ και οι Βασιλικοί ήθελαν η χώρα να παραμείνει ουδέτερη.
Η Γερμανία ζήτησε και από τον Βενιζέλο και από τον Κωνσταντίνο, να ενταχθούν στις Κεντρικές δυνάμεις, με αμφότερους να το αρνηθούν. Όταν η Βουλγαρία προσχώρησε στις Κεντρικές Δυνάμεις, ο Βενιζέλος ενημέρωσε τους Αγγλογάλλους για τη στρατιωτική προπαρασκευή της Ελλάδος κατά των Βουλγάρων και για ενδεχόμενη βοήθεια της Σερβίας και συζήτησε το ενδεχόμενο για αποστολή 150.000 στρατιωτών της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη.
Ο βασιλεύς εναντιώθηκε στα σχέδια αυτά και ζήτησε την απόσυρση της πρότασης του Βενιζέλου που είχε εν τω μεταξύ εισάγει το θέμα στη βουλή. Ο βασιλεύς αντικατέστησε τον Βενιζέλο αλλά η νέα κυβέρνηση δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης και προκηρύχτηκαν εκλογές από τις οποίες απείχε το κόμμα του Βενιζέλου.Οι συνεχείς διενέξεις κατέληξαν στο κίνημα Εθνικής Αμύνης, στο σχηματισμό της «Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη και στην εκδίωξη του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα μετά από παρέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ. Οι Γάλλοι και Άγγλοι, σαν προστάτιδες δυνάμεις που ήταν από την ίδρυση του Νεοελληνικού κράτους, απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει τον θρόνο.
Τον Ιούνιο του 1917 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, χωρίς να παραιτηθεί επισήμως, έφυγε με την οικογένειά του για την Ελβετία και στο θρόνο ανέβηκε ο δευτερότοκος υιός του Αλέξανδρος. Ο Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση και η Ελλάδα κήρυξε τελικώς τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις, ευρισκομένη στο πλευρό των νικητών.

Τον Οκτώβριο του 1920 πέθανε ο Αλέξανδρος, μετά από ένα δάγκωμα πιθήκου και τέθηκε θέμα διαδοχής. Η κυβέρνηση δεν ήθελε ούτε τον Κωνσταντίνο Α, ούτε τον Γεώργιο και στα τέλη Οκτωβρίου 1920, αποφάσισε να προσφέρει το στέμμα στον μικρότερο αδερφό του Αλέξανδρου και του Γεωργίου, τον πρίγκιπα Παύλο, ο οποίος όμως αρνήθηκε. Ακολούθησε πάλι αναταραχή και στις εκλογές του Νοεμβρίου κέρδισαν οι υποστηρικτές της μοναρχίας με πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη. Έγινε δημοψήφισμα για την επαναφορά του Κωνσταντίνου στο θρόνο. Στο δημοψήφισμα δεν πήραν μέρος οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου και το αποτέλεσμα ήταν 99,0% υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος πριν αποχωρήσει, ζήτησε από την Βασίλισσα Όλγα να αποδεχθεί την αντιβασιλεία, μέχρι την επιστροφή του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε αλλά οι σύμμαχοι μας, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί, δεν τον αναγνώριζαν ως αρχηγό του Κράτους και έπαψαν να υποστηρίζουν την Ελλάδα στρατιωτικά και διπλωματικά και έτσι είχαμε αργότερα τα ολέθρια αποτελέσματα στη Μικρά Ασία.
Η επιστροφή της πριγκίπισσας Μαρίας στην Ελλάδα
Στις 5 Νοεμβρίου 1920, η Μαρία έλαβε ένα τηλεγράφημα από την μητέρα της, που βρισκόταν στο Τατόϊ και έλεγε: «Ράλλης σχηματίζει νέαν Κυβέρνησιν. Αναλαμβάνω την Αντιβασιλείαν αύριον. Δύνασθε επιστρέψετε οποτεδήποτε θελήσετε. Αγαλλίασις. Ευχαριστώ Ύψιστον». Μετά την λήψη του τηλεγραφήματος αυτού η Μαρία με τα μικρότερα της αδέλφια, Ανδρέα και Χριστόφορο, αναχώρησαν αμέσως για να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Τα αδέλφια, πρίγκιπες Ανδρέας και Χριστόφορος και η χήρα Πριγκίπισσα Μαρία, πήγαν στις 7/11/1920 στο Μπρίντεζι όπου την επομένη επιβιβάστηκαν στο επιβατικό πλοίο «Λεόπολις» για να γυρίσουν στη πατρίδα τους.

Η γνωριμία με τον Πλοίαρχο Ιωαννίδη
Πρώτος σταθμός του πλοίου ήταν η Κέρκυρα, όπου κατά την ολιγόωρη παραμονή τους πήγαν και προσευχήθηκαν στον Άγιο Σπυρίδωνα και μετά συνέχισαν προς την Κόρινθο όπου τους περίμενε το αντιτορπιλικό ΙΕΡΑΞ για να τους παραλάβει και να τους μεταφέρει με τιμές στον Πειραιά.
Στο Α/Τ ΙΕΡΑΞ ήταν γραφτό να συναντήσει τον δεύτερο της σύζυγο και να ζήσει την αγάπη που χρόνια ονειρευόταν. Για τη συνάντηση της με τον Ιωαννίδη και για το ταξίδι της αυτό, η Μαρία γράφει στα απομνημονεύματα της:
«Την επόμενη, ενωρίς το πρωί, μεταξύ Πατρών και Κορίνθου ξυπνήσαμε από τον χαιρετισμό 21 κανονιοβολισμών του αντιτορπιλλικού «Ιέραξ», που είχε σταλεί από την μητέρα μου για να μας προϋπαντήση. Κυβερνήτης του ήταν ένα από τα θύματα του Βενιζέλου, ο πλοίαρχος Ιωαννίδης Β.Ν., ο οποίος είχε παραμείνει τρία χρόνια στη φυλακή επειδή δεν ηθέλησε να προδώση τον όρκο που είχε δώσει στον Βασιλέα του.(…….)
Στην Κόρινθο η «Λεόπολις» αγκυροβόλησε και ο Πλοίαρχος Ιωαννίδης ανέβηκε επάνω στο πλοίον για να μας πη ότι η Βασίλισσα Όλγα, που ασκούσε τα καθήκοντα Αντιβασιλέως τον είχε στείλει για να μεταφέρη τους τρεις μας στον Πειραιά. Επιβιβασθήκαμε στον «Ιέρακα» και ολοταχώς, μέσον του Ισθμού της Κορίνθου, επλεύσαμε για τον Πειραιά. Η υποδοχή που μας έγινε στον «Ιέρακα» ήταν περισσότερο από συγκινητική. Οι αξιωματικοί και το πλήρωμα, με δάκρυα στα μάτια, μας καλωσόρισαν σαν φίλους χαμένους από πολύν καιρό. Το πλοίο ήταν στολισμένο με κλωνάρια ελιάς, που αποτελούσαν το έμβλημα των Βασιλοφρόνων.
Την ώρα που περνούσαμε τον Ισθμό οι χωρικοί των γύρω χωριών είχαν συγκεντρωθή εκατέρωθεν και κατά μήκος όλης της διώρυγος, φωνάζοντας, χειρονομώντας και ρίχνοντας λουλούδια στο πλοίο, καθώς και φωτογραφίες του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Τέλος στας 10 Νοεμβρίου εφθάσαμε στον Πειραιά.
Ποτέ, όσο ζω δεν θα ξεχάσω εκείνο το θέαμα. Όλα τα πλοία στο λιμάνι ήταν σημαιοστόλιστα και γεμάτα κόσμο. Ακόμα και τα ξένα πλοία είχαν σημαιοστολισθή, εκτός από ένα γαλλικό πολεμικό, ο μη σημαιοστολισμός του οποίου ήταν ενδεικτικός.
Εκτός από τον ναύτη σκοπό που ήταν στο πρόστεγο, άλλη ζώσα ψυχή δεν φαινόταν πουθενά.»
Τα μετέπειτα, η δεύτερη εξορία της βασιλικής οικογένειας και ο Ιωαννίδης
Μετά από τον καταστρεπτικό ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922) και τη Μικρασιατική καταστροφή, ο στρατός προχώρησε στο κίνημα της 11 Σεπτεμβρίου 1922 και η επαναστατική κυβέρνηση απαίτησε την παραίτηση και την αποχώρηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε και αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922 ο θρόνος πέρασε στο μεγαλύτερο του γιό, τον Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β. Ο Κωνσταντίνος Α μετά από λίγους μήνες, στις 11 Ιανουαρίου 1923, πέθανε στο Παλέρμο της Ιταλίας.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή ο Πλοίαρχος Ιωαννίδης, τέθηκε σε διαθεσιμότητα στις 17/10/1922 και αποστρατεύτηκε την 15/12/1922, όπως και όλοι οι φιλοβασιλικοί αξιωματικοί, με το βαθμό του Υποναυάρχου (εα). Μετά την αποστρατεία του, μετέβη στη Γερμανία για να συναντήσει την αγαπημένη του πριγκίπισσα Μαρία και να την παντρευτεί την επόμενη μέρα.
Έτσι, στις 16/12/1922 η Μαρία και ενώ ήταν σε εξορία, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά στη ζωή της, στο Βισμπάντεν της Γερμανίας, τον Υποναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη, με τον οποίο όμως δεν απέκτησαν παιδιά και ο πλήρης τίτλος της ήταν: Η Αυτής Αυτοκρατορική και Βασιλική Υψηλότητα Πριγκίπισσα Μαρία της Ελλάδας και της Δανίας, Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας, Κα. Ιωαννίδη.
Μετά το γάμο τους το ζεύγος πήγε στην Αγγλία και μετά μετακόμισε στη Ρώμη για να μείνουν με τη μητέρα της βασίλισσα Όλγα και τον αδελφό της πρίγκιπα Χριστόφορο.
Το Νοέμβριο του 1935, πάλι με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού ήλθαν στην Αθήνα, επειδή ο Υποναύαρχος Ιωαννίδης είχε εν τω μεταξύ αποκατασταθεί και ανακληθεί στην ενεργό υπηρεσία. Μετά δε την οριστική του αποστρατεία, επέστρεψαν στην Ρώμη, την οποία με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, εγκατέλειψαν οριστικά και επέστρεψαν στην Ελλάδα.
Στις 13/12/1940, ένα μήνα μετά την επιστροφή της, η πριγκίπισσα Μαρία πέθανε από καρδιά στα ανάκτορα του Ψυχικού και ετάφη στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου. Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρει στα απομνημονεύματα της, ο Αντιναύαρχος Ιωαννίδης:
«Η Α.Β.Υ. η Βασιλόπαις Μαρία της Ελλάδος απεβίωσε την 13ην Δεκεμβρίου 1940, ημέραν Παρασκευήν, εις τα εν Ψυχικώ Ανάκτορα της Α.Β.Υ. του τότε Διαδόχου Παύλου, με την υστάτην ικανοποίησιν των νικών της Κορυτσάς, των Αγίων Σαράντα και του Αργυροκάστρου, τα οποίας η Ιδία αισθάνεται ως ιεράν ανακούφισιν των τελευταίων στιγμών της ζωής της».
Η Μαρία και οι σχέσεις με τις κόρες της
Οι σχέσεις των παιδιών με την μητέρα τους δεν ήταν οι καλύτερες. Η αυταρχικότητα και η αυστηρότητά της ως μητέρα, δεν τους ήταν αρεστή και έτσι απομακρύνθηκαν από κοντά της. Οι κόρες της πριγκίπισσας Μαρίας Ξένια και Νίνα παντρεύτηκαν πολύ νέες και εγκαταστάθηκαν και οι δύο στην Αμερική.
Η Νίνα, πριγκίπισσα της Ρωσίας (1901-1974), παντρεύτηκε τον Παύλο Αλεξάνδροβιτς Τσαβτσαβάντζε (1899–1971) με τον οποίο απέκτησε ένα παιδί, ενώ η Ξένια, πριγκίπισσα της Ρωσίας (1903-1965), έκανε και αυτή δυο γάμους. Το 1921 παντρεύτηκε στο Παρίσι τον Ουίλλιαμ Μπέιτμαν Λιντς με τον οποίο απέκτησε ένα παιδί και μετά που έμεινε χήρα παντρεύτηκε το 1946 στο Γκλεν Κόουβ της Νέας Υόρκης τον Χέρμαν Τζαντ με τον οποίο δεν απέκτησε παιδιά.

Η Μαρία όπως και οι κόρες της δεν δέθηκαν ποτέ με την Ρωσία, οι δε κόρες της δεν αισθάνθηκαν κανένα ιδιαίτερο δεσμό ούτε με την Ελλάδα. Ο δεύτερος γάμος της μητέρας τους, σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά την εκτέλεση του πατέρα τους, τις απομάκρυνε ακόμα περισσότερο από αυτήν.
Ο ναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης (1881-1965)
Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1881 και αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1902. Υπηρέτησε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους ενώ επειδή κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού τάχθηκε με το πλευρό του Βασιλιά, τέθηκε σε διαθεσιμότητα το 1916, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε το 1917 και το 1922 αποτάχθηκε από το Ναυτικό.
Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου και την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στο θρόνο, ο Ιωαννίδης ανεκλήθη στην ενεργό υπηρεσία ως μηδέποτε απομακρυνθείς, όπως και άλλοι πολλοί αξιωματικοί του στρατού, ναυτικού και αεροπορίας και αποκαταστάθηκε διοικητικά λαμβάνοντας τον βαθμό του Πλοιάρχου την 6/11/1920.
Ο Ιωαννίδης τοποθετήθηκε τότε κυβερνήτης στο αντιτορπιλικό ΙΕΡΑΞ, με το οποίο είχε την τύχη να γνωρίσει την χήρα την πριγκίπισσα Μαρία της Ελλάδας και Δανίας, χήρα του Μεγάλου Δούκα της Ρωσίας, που επέστρεφε στην Ελλάδα και το πλοίο του είχε διαταχθεί να συνοδεύσει τα μέλη της βασιλικής οικογένειας που επέστρεφαν.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, ο στρατός προχώρησε στο Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αναγκάστηκε πάλι να παραιτηθεί και να αυτοεξοριστεί στην Ιταλία. Ο Πλοίαρχος Ιωαννίδης, αποστρατεύτηκε μαζί με άλλους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς και τον Σεπτέμβριο του 1922 ακολούθησε στην εξορία της την πριγκίπισσα Μαρία, την οποία όπως είδαμε παντρεύτηκε στη Γερμανία.
Το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα και η αποκατάσταση του Υποναυάρχου Ιωαννίδη
Στην Ελλάδα ο Εθνικός διχασμός συνέχιζε να την κατατρέχει και η μια κυβέρνηση εναλλασσόταν την άλλη. Από το 1924 μέχρι το 1933 είχαμε 18 κυβερνήσεις. Στις 25 Νοεμβρίου 1935 καταργήθηκε η «αβασίλευτη δημοκρατία» και ο βασιλιάς Γεώργιος με τα εξόριστα μέλη της οικογένειας του, επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ο υποναύαρχος Ιωαννίδης, αποκαταστάθηκε διοικητικά και αποχώρησε οριστικά από το Πολεμικό Ναυτικό λαμβάνοντας παράλληλα αναδρομικά τον βαθμό του αντιναυάρχου.
Μετά το πέρας του Β ΠΠ και μετά την υπογραφείσα συνθήκη ειρήνης στο Παρίσι την 10 Φεβρουαρίου 1947, η Ιταλία εκχώρησε στην Ελλάδα την πλήρη κυριαρχία στα νησιά της Δωδεκανήσου και τις παρακείμενες νησίδες.
Τον Μάρτιο ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία ο Αντιναύαρχος Ιωαννίδης προκειμένου να παραλάβει από τους Ιταλούς τα Δωδεκάνησα, όπου τοποθετήθηκε ως Στρατιωτικός Διοικητής.
Στις 31/3/1947, ο Βρετανός διοικητής των συμμαχικών Δυνάμεων Κατοχής Δωδεκανήσου ταξίαρχος Α.Σ. Πάρκερ, παρέδωσε τη διοίκηση στον Αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη για την ομαλοποίηση της ζωής, την οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών στα νησιά και τη δημιουργία του απαραίτητου κρατικού μηχανισμού.

Ο Ναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης, που προσέφερε αμισθί τις υπηρεσίες του, μόλις παρέλαβε τα καθήκοντα του, πραγματοποίησε περιοδείες σε όλα τα νησιά αφενός για να επισφραγίσει το νέο καθεστώς και αφετέρου για να ενημερωθεί άμεσα επί των προβλημάτων του κάθε νησιού. Φρόντισε αμέσως την αποκατάσταση των πληγέντων από τον πόλεμο και την επισκευή των κατεστραμμένων υποδομών. Ο ναύαρχος Ιωαννίδης, με μια σειρά διαταγμάτων, έθεσε τις βάσεις για μια υγιή ανάπτυξη της Δωδεκανησιακής οικονομίας και το έργο του αναγνωρίστηκε από όλους, όλων των παρατάξεων και αποχρώσεων.
Ο αντιναύαρχος Ιωαννίδης, δεν επηρεάστηκε καθόλου από τον εμφύλιο πόλεμο και με τη δράση του έδειξε πως ο πολιτικός διχασμός του παρελθόντος, πέρασε.
Ο Ιωαννίδης εστιάστηκε υποδειγματικά στα καθαρά υπηρεσιακά του καθήκοντα και μέχρι την τελευταία του μέρα εκεί, 17/4/1948, εργάστηκε με πολύ όρεξη και μεράκι και φρόντισε με ιδιαίτερο ζήλο την πρόοδο και ευημερία όλων ανεξαιρέτως των Δωδεκανήσων.
Ως διοικητής, έλυσε το μεγάλο θέμα των προσφύγων και των ακτημόνων γεωργών μοιράζοντας δίκαια, με τη συνδρομή της Αγροτικής Τράπεζας, τις «ελεύθερες γαίες».
Επίσης ιεράρχησε και συντόνισε την επισκευή και ίδρυση νέων κέντρων υγείας και σχολείων σε όλα τα Δωδεκάνησα. Οργάνωσε παιδικές κατασκηνώσεις για όλα τα παιδιά ανεξαιρέτως και χωρίς διακρίσεις, ίδρυσε το δημοτικό φαρμακείο στη Σύμη που παρείχε δωρεάν φάρμακα και φαρμακευτικό υλικό σε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια και επίσης παρείχε δωρεάν αλεύρι στους κατοίκους των νησιών.
Ο Ναύαρχος απεβίωσε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 1965 και ενταφιάστηκε στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόϊ. Έκτοτε παραμένει εκεί μαζί με την σύζυγο του, πριγκίπισσα Μαρία.
Βιβλιογραφία
- “Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια” τόμ. ΙΔ΄,
- “Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου” τόμ.11ος,
- «Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE BRITANICA» , Αθήνα 2007.
- Αναμνήσεις εκ της αυλής Γεωργίου Α΄, Χριστίνης Ν. Κωστή, Αθήναι 1949
- Αναμνήσεις της Βασιλόπαιδος Μαρίας, Εκδόσεις «ΑΛΦΑ» , Ι.Μ. ΣΚΑΖΙΚΗ
- Βερέμης Θ.,(1999), Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου (1922-1940), Εκδοτική Αθηνών.
- Βρατσάνος Δ., “Ιστορία Ελληνικών Επαναστάσεων”, Αθήνα 1936.
- Δαφνής, Γρηγόρης (1997), Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων: 1923-1940, εκδόσεις Κάκτος.
Πηγές διαδικτύου
- https://el.wikipedia.org/wiki/Περικλής_Ιωαννίδης
- https://greekroyalfamily.com/gr/
- https://rodiaki.gr/article/375476/o-dwdekanhsios-nayarxos-periklhs-iwannidhs-kai-h-terastia-prosfora-toy
- https://www.hellenicparliament.gr/onlinePublishing/DOD/index.htm
- https://www.navalhistory.gr/dodekanisos-kalogerakis/
- https://www.royalchronicles.gr/princessmariagreece/
- https://www.wikiwand.com/el/articles/Κωνσταντίνος_Α΄_της_Ελλάδας
- www.wikiwand.com/el/articles/Δεύτερη_Ελληνική_Δημοκρατία