Γράφει η Κατερίνα Γαγανέλη
Μάρτιος 2025
Το γεροντάκι βγήκε από το σπίτι στηριζόμενο σε μια πολυκαιρισμένη κατσούνα ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε ένα φλιτζάνι καφέ. Είχε μουσαφιραίο σήμερα κι ευχόταν να τον πέτυχε.
-Ευχαριστώ καπετάν Νικόλα, μα δεν έπρεπε να μπεις σε κόπο.
-Σχωρα με λεβέντη μου που δεν έχω και λουκούμι, μα έρχονται τα παιδιά του χωριού καμιά φορά από το μαχαλά μου και τα κερνώ.
-Μια χαρά είναι το καφεδάκι. Πώς είσαι, πώς περνάς; Έχω να σε δω πολύ καιρό.
-Καλά είμαι μαθές. Να εδώ, κάμω παράπονα του Θεού πως με ξέχασε.
-Κουράστηκες καπετάνιο, θες να φύγεις πια.
-Ένα κουφάρι απέμεινα μπρε Μανωλιό. Έννοια μ’ έχουν δυο τρεις άνθρωποι που ακόμα με νοιάζονται. Μα τους ταλαιπωρώ να έρχονται να βλέπουν αν ζω ή πέθανα με κρύο και βροχή. Να πάγω να βρω τη φαμίλια μου. Να, αυτό θέλω.
-Κι εμείς οικογένεια θα μπορούσαμε να είμαστε. Ο παππούς δε μου λέει για δε μιλείτε. Τόσο σοβαρό είναι πια; Χρόνια και χρόνια φιλιάς τα πετάξατε με δυο κουβέντες.
-Δίκιο έχει ο πάππους σου. Εγώ φταίω και το ξερό μου το κεφάλι που δε σηκώνει κουβέντες. Ξέμαθα να ζω με ανθρώπους Μανώλη. Μια ζωή στη θάλασσα κτήνος έγινα κι εγώ. Σαν αυτά τα μεγάλα κύτη που δε λογαριάζουν πράμα. Καταπίνουν ότι βρουν στο διάβα τους.
-Κάθε φορά το ίδιο μου λες. Δίκιο έχει ο πάππους σου. Μα ήντα γίνηκε, πε μου.
-Πιε το καφεδάκι σου κι άμε στην ευχή του Αϊ Νικόλα.
Λίγη ώρα αργότερα, μονάχος του, άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει στη μεγάλη του αγάπη, τη θάλασσα. “Πλανεύτρα, μάγισσα. Πόσα μου στέρησες, πόσα”, μουρμούρισε κι άρχισε να της τραγουδά.
Μάρτιος 1946
Έτρεχε ο Νικόλας από το σπίτι στο καΐκι και αν δεν νύχτωνε πίσω δε γυρνούσε. Κοντά δέκα χρονών παλικαράκι ήταν. Τον μάλωνε ο πατέρας του.
-Πάλι δεν πήγες σχολείο; Θα με βρει ο δάσκαλος και θα μου τα σούρει που δε σε βουτάω από το αφτί να πας να μάθεις γράμματα.
-Τι να τα κάνω πατέρα. Αφού θα γίνω καπετάνιος που θα μου χρειαστούν;
-Καπετάνιος χωρίς γράμματα δε γίνεσαι. Ψαράς σαν εμένα μπορεί. Αλλά και πάλι. Να μάθεις αριθμητική, να μη σε κλέβουν στο ζύγι.
-Μάθε μου να κάνω παραγάδι. Όσο για μια πρόσθεση ε, ξέρω να την κάνω.
Τα έλεγε μα δεν ήταν αυτό το όνειρό του. Έπιανε τον εαυτό του να παρακολουθεί τους καπετάνιους να έρχονται και να φεύγουν από το νησί, με τις όμορφες στολές τους, τα γυαλιστερά σιρίτια τους και ζήλευε. Ήθελε κι αυτός να φορέσει στολή με σιρίτια. Ένα βράδυ πήγε να φωνάξει τον πατέρα του από τον καφενέ μα μόλις είδε τον καπεταν Νικήτα να κάθεται στην παρέα του, έκατσε κοντά και κράτησε την ανάσα σου μη χάσει λέξη από τις γεμάτες περιπέτειες ιστορίες που έλεγε στους χωριανούς. Κάθε ταξίδι μια εμπειρία που όλες οι ζωές των υπολοίπων δε θα την έφταναν.
Πως γίνεται κάποιος σαν εσένα καπετάν Νικήτα;
-Ο γιός σου είναι αυτός Γιώργη;
Ένευσε καταφατικά ο πατέρας και αγκάλιασε το μικρό από τους ώμους.
-Το καμάρι μου. Μετά από τρεις κόρες με αξίωσε ο Θεός και με ένα παλίκαρο. Μα θέλει να μου φύγει, να γίνει σαν εσένα.
-Καπετάνιος θες να γίνεις Νικολή; Τα γράμματα τα αγαπάς; Γιατί αν δεν τα αγαπάς δουλειά δεν κάνουμε. Μπορείς όμως να γίνεις μηχανικός.
-Τι διαφορά έχει;
-Ο ένας διαβάζει τις πυξίδες και πηγαίνει το καράβι κι ο άλλος λειτουργεί τις μηχανές που κινούν το καράβι. Μεταξύ μας, χωρίς μηχανικό δεν αξίζει μία ο καπετάνιος. Είπε κι όλοι ξέσπασαν σε γέλια .
Σταμάτησε να παρακολουθεί την κουβέντα ο Νικόλας. Έπρεπε να μάθει τι κάνει ένας μηχανικός. Την επομένη το πρωί αξημέρωτα αγγάρεψε τον πατέρα του να πάνε να βρουν τον καπετάνιο.
-Κι αντέχεις να αφήσεις το νησί και τη φαμίλια σου για τη θάλασσα Νικολή;
-Αντέχω. Ε, πατέρα; Αντέχω δεν αντέχω;
Κατέβασε το κεφάλι εκείνος.
-Καπετάνιε, έναν τον έχω αλλά εμπόδιο δε θέλω να μπω στο όνειρό του. Πες μας πως γίνεται να μπει στα καράβια και θα δούμε τι θα κάνουμε.
Βούρκωσε ο Νικόλας μα κοίταξε κατά τη θάλασσα να πνίξει τα δάκρυα. Ολόκληρος άντρας κι ήθελε να πάει και στα καράβια. Μόνος του. Ντροπή.
Κάτι για πιστοποιητικά τους άκουσε να λένε, κάτι για φυλλάδια, κάτι για ανάκαμψη της ναυτιλίας μεταπολεμικά μα δε τον ένοιαζε. Στάθηκε μόνο στην κουβέντα του καπετάνιου «στο επόμενο μπάρκο, θα τον πάρω μαζί μου». Σκέφτηκε και τη Μαρία, που την αγάπαγε κρυφά μα, παιδιά ήταν.
Δυο χρόνια πέρασαν από τότε κι όταν έφτασε η μέρα η μάνα του τον κανάκευε ολημερίς.
-Στην ευχή του Θεού να πας αντράκι μου και να προσέχεις. Να ντύνεσαι καλά , να τρως και να κοιμάσαι. Θα τον προσέχεις καπετάνιο ε;
Οι αδερφές του τον αγκάλιασαν και ο πατέρας του έβαλε ένα φάκελο με λεφτά στην τσέπη. Το δάκρυ γυάλιζε στο μάτι του μα δε γλίστρησε παρακάτω.
Δεκατριών χρονών παιδί σάλπαρε για τις θάλασσες. Μεγάλωσε μέσα στην αλμύρα και τον άνεμο. Του έστελναν γράμματα από την πατρίδα μα πεθυμιά να γυρίσει δεν είχε καμιά. Ταξίδεψε σε κάθε γωνιά του κόσμου, είδε καταιγίδες που έσπαγαν πλοία στα δύο, είχε βρει καταφύγιο σε νησιά που δεν υπήρχαν στους χάρτες, είχε συναντήσει ανθρώπους από διαφορετικούς πολιτισμούς. Γνώρισε μια βραζιλιάνα, τον κυνήγησε πολύ, νόμιζε ότι την ερωτεύτηκε μα έκανε λάθος. Ο έρωτας του, το σπίτι του δεν ήταν ούτε η βραζιλιάνα ούτε η Μαρία. Ήταν αυτή, η θάλασσα.
Η ζωή του δύσκολη. Είχε γνωρίσει όλες τις φυλές του Ισραήλ μα δεν τρόμαξε, ούτε σκέφτηκε να τα παρατήσει ακόμα κι όταν ένας Ινδός που μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο κόντεψε να τον πνίξει με το μαξιλάρι. Μα πόσο άδικος θάνατος θα ήταν, σκεφτόταν και γελούσε, να οργώνεις τις θάλασσες και να πνιγείς από μαξιλάρι; Αυτό που τον πείραζε πιότερο ήταν η μοναξιά και τότε ριχνόταν στη δουλειά.
Καπετάνιος δεν έγινε, λιπαντής μηχανών έγινε μα δεν τον ένοιαζε. Του έφτανε που ένιωθε την αλμύρα στο πρόσωπό του.
Έβγαλε μια φωτογραφία από την τσέπη κάτω από τη νιτσεράδα. Η μάνα με άσπρα μαλλιά, ο πατέρας πεθαμένος δυο χρόνια τώρα, οι αδερφάδες του και τα ανίψια του. Ήταν θείος σε δέκα ανίψια που δεν είδε ποτέ. Έστελνε λεφτά, κάτι λίγα κρατούσε μόνο για τα τσιγάρα και τα ουίσκια του. Αυτή ήταν η μοναδική πολυτέλεια που πρόσφερε στον εαυτό του. Ο άνεμος σφύριζε, τα κύματα έφταναν στο μπόι του και η καταιγίδα δυνάμωνε. Φύλαξε τη φωτογραφία και ανέβηκε στη γέφυρα.
-Καπετάν Νικήτα να κάνω κάτι;
-Ναι, να πας να ξεκουραστείς, πόσες ώρες είσαι βάρδια βρε Νικολή; Είπα της μάνας σου θα σε προσέχω. Άμε και μη νοιάζεσαι. Μαθημένα τα βουνά στα χιόνια και οι θαλασσινοί στις καταιγίδες.
-Να σου κάμω παρέα έστω.
-Σε αυτούς να κάνεις παρέα που έχασαν το χρώμα τους. Είπε κι έδειξε δυο παλικάρια κίτρινα σαν το λεμόνι.
-Άστους μωρέ καπετάνιο. Θα μάθουν με τον καιρό.
-Μια κουβέντα θα σας πω και να τη θυμάστε καλά. Η θάλασσα είναι σαν τη ζωή, έχει τους δικούς της κανόνες. Ή θα μάθεις να την ακούς και να τη σέβεσαι ή γίνε στεριανός. Τούτος εδώ είναι μαζί μου από τόσο δα παλικαράκι και όχι σαν καπετάνιος. Από μούτσος ξεκίνησε μαζί μεγαλώσαμε και αφοσιώθηκε στην ξελογιάστρα θάλασσα. Χρυσό τον έκανα να γυρίσει στο νησί, να κάνει οικογένεια μα του κάκου. Αγύριστο κεφάλι. Αυτή είναι η ερωμένη μου, έλεγε, δεν ήθελε να κάνει σχέδια για το μέλλον, ήθελε να ζει την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία. Τα λέω καλά καπετάνιο;
Κούνησε το κεφάλι ο Νικολής και βγήκε από το χώρο που ξαφνικά τον έπνιγε.
Καπετάνιο τον έλεγε πάντα μα καπετάνιος δεν ένιωθε. Τι έκανε αυτός στη ζωή του; Τι κουμαντάρισε; Θυμήθηκε τον εαυτό του την πρώτη φορά που ανέβηκε στη βάρκα. Το παλιό σκαρί του πατέρα, μια παλιά ξύλινη βάρκα, είχε τρεμουλιάσει κάτω από τα πόδια του, τρόμαξε στην αρχή αλλά κατάφερε να σταθεί όρθιος. Κι αυτή η αίσθηση ελευθερίας… αξέχαστη.
Πήγε για ύπνο.
Σήμερα μάνιζε η αγαπημένη μα αύριο πάλι θα τον μάγευε.
Τώρα
Το χρυσό φως του ήλιου έδινε στα νερά μια μαγευτική λάμψη και ο Νίκος ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά.
«Να αυτά κάνεις, κι όλα σου τα συγχωρώ» τη μάλωσε και πήρε το άδειο φλιτζάνι του καφέ στην κουζίνα. Άνοιξε το μικρό ταπερ, ο Μανώλης του είχε φέρει φρέσκο ψάρι. Ένιωσε τη μοναξιά του να εξαφανίζεται. Έβαλε κι ένα ποτηράκι τσικουδιά κι έκατσε να χαζοφάει. Κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη. Σαν τον αφρό της θάλασσας άσπρα μα και σαν τα κύματα. Το πρόσωπό του χαραγμένο από τις ρυτίδες, η αλμύρα το έσκαψε κατά πως συνήθιζε. Σχεδόν με το ζόρι τον έβγαλαν από τα βαπόρια και αναγκάστηκε να γυρίσει στο νησί του. Κανείς δικός του δεν είχε μείνει πίσω, η πρωτεύουσα τους έκλεψε όλους. Μονάχα το Μανώλη βρήκε, το φίλο του από παιδιά. Χαμογέλασαν, αγκαλιάστηκαν, σαν να μην είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία τους συνάντηση.
Κι άρχισαν να μιλάνε, να μιλάνε, να μιλάνε… και έφτασαν και στη Μαρία.
Την αγάπησε του είπε ο Μανώλης και την πήρε.
-Και ας ήξερες ότι με τον καημό της κοιμόμουν με τον καημό της ξυπνούσα;
-Ήσουν άφαντος Νικόλα. Απών.
-Ας έστελνες ένα γράμμα, να μου το πεις.
-Ας ερχόσουν Νικόλα, να μας δεις. Ας έγραφες εσύ να μου πεις να μη ρίξω τα μάτια πάνω της.
Δεν ήξερε ο Νικόλας γιατί θύμωσε τόσο μα σηκώθηκε απότομα, πέταξε την καρέκλα κι έφυγε κόκκινος από νεύρα. Στο δρόμο για το καλυβάκι του τον έπιασαν τα γέλια. «Μα είναι δυνατόν. Μετά από τόσα χρόνια να διαπραγματεύομαι τη φιλία μας; Έχουν εγγόνια . Αύριο κι όλα θα πάω να του ζητήσω συγγνώμη».
Μα το αύριο ξημέρωσε αλλιώτικο. Βρήκε κλειστή την πόρτα του Μανώλη. Χτύπησε, ξαναχτύπησε. Τίποτα. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν πιο βαριά κι από τα κύματα της θάλασσας. Κατάλαβε ο Νικόλας. Μια ζωή ναυάγιο.
Περνούσε ο καιρός και οι δύο γέροι ζούσαν τη ζωή τους μακριά ο ένας από τον άλλο. Κι όταν αρρώστησε ο Μανώλης δεν δέχτηκε την επίσκεψη του Νικόλα.
«Τι πας και θυμάσαι ευλογημένε» μουρμούρισε δυνατά. Ας πιούμε στην υγειά της ξελογιάστρας που της χάρισα τη ζωή μου». Η θάλασσα, τώρα, ήταν φίλη του και εχθρός του. Του έδινε γαλήνη, αλλά του θύμιζε και τις απουσίες.
Ήπιε μια, δύο, τρείς τσικουδιές.
Το απόγευμα, γέλια και παιδικές φωνές ακούστηκαν στην αυλή του.
-Καπετάν Νικόλα, άνοιξε, ήρθαμε για λουκούμι.
Τα μάτια του έκλεισαν στην τέταρτη τσικουδιά.
Η ψυχή του έφυγε από το σώμα του.
Δεν πόνεσε.
Αφέθηκε.
Σαν ένα καράβι που λύνει τους κάβους και ξεκινά για το τελευταίο του ταξίδι.