Γράφει ο Χρήστος Αμπατζής
Η έναρξη του Β΄ ΠΠ βρήκε τις συμμαχικές χώρες απροετοίμαστες, σε σημαντικό βαθμό, για την τιτάνια αναμέτρηση στην οποία καλούνταν να συμμετάσχουν. Οποιαδήποτε προσπάθεια αντίστασης συντριβόταν κάτω από τους χαλύβδινους όγκους των γερμανικών αρμάτων και σύντομα η Μεγάλη Βρετανία βρέθηκε απομονωμένη να αγωνίζεται για την ίδια της την επιβίωση. Κατά τραγική ειρωνεία της Τύχης, οι βρετανικές νήσοι βρίσκονταν πρωταγωνιστές σε μια παράσταση το σενάριο της οποίας είχαν ξαναζήσει ουκ ολίγες φορές. Από την απειλή της Ισπανικής Αρμάδας, στην προσπάθεια του Ναπολέοντα για εισβολή, έπειτα στην δίνη του Α΄ ΠΠ, για μία ακόμη φορά το Λονδίνο αντιμετώπιζε το φάσμα της εισβολής.
Προικισμένη με την φυσική τάφρο της Μάγχης, και υπό την προστασία τόσο της RAF όσο και του κραταιού Βασιλικού Ναυτικού, η χώρα είχε λόγους να διατηρεί μια συγκρατημένη αισιοδοξία για το μέλλον. Μπορεί ο εχθρός, εν προκειμένω η Γερμανία, να μην ήταν σε θέση να διενεργήσει κάποια απόβαση, ήταν όμως ικανός να πλήξει την αχίλλειο πτέρνα της Γηραιάς Αλβιώνας. Ως νησιωτικό κράτος, η Μεγάλη Βρετανία εξαρτιόταν πλήρως από τις πρώτες ύλες και τα λοιπά εφόδια που κατέφθαναν στα λιμάνια της από τις υπερπόντιες αποικίες της αυτοκρατορίας. Αν αυτές οι ζωτικές αρτηρίες μπορούσαν, με κάποιο τρόπο να κοπούν, τότε η χώρα θα βρισκόταν σύντομα αντιμέτωπη με σοβαρές ελλείψεις – ακόμα και λιμό – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την συνέχιση του αγώνα.
Τα παραπάνω δεν διέφυγαν της προσοχής των αντιμαχομένων. Οι μεν Βρετανοί επανέφεραν την, ήδη επιτυχώς, δοκιμασμένη τακτική των νηοπομπών. Οι δε Γερμανοί κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να διακόψουν την ροή εφοδίων. Το βάρος αυτού του εγχειρήματος σήκωσε το Kriegsmarine. Ωστόσο, στους κόλπους του εξακολουθούσε να εμφιλοχωρεί μια διαφωνία που έμελλε να αποδειχθεί καθοριστική για την τελική έκβαση του πολέμου. Από την μια, ο επικεφαλής του Ναυτικού, Ναύαρχος Raeder προωθούσε την ιδέα ναυπήγησης ισχυρών μονάδων επιφανείας (θωρηκτά και βαρέα καταδρομικά), οίτινες να εισέρχονταν στον Ατλαντικό και θα έσπερναν το χάος βυθίζοντας συμμαχικές νηοπομπές. Από την άλλη, ο Επικεφαλής Υποβρυχίων, Ναύαρχος Dönitz, θεωρούσε πως η ναυπήγηση πλοίων συνιστούσε σπατάλη πολύτιμων πόρων και πίεζε για την δημιουργία ενός στόλου 200 υποβρυχίων, με τον οποίο θα ήταν σε θέση να επιφέρει τον πολυπόθητο στραγγαλισμό της βρετανικής οικονομίας. Τελικά, με προσωπική παρέμβαση του Hitler, ο Raeder άρχισε να βλέπει το όραμά του να υλοποιείται. Το ζητούμενο ήταν αν οι νέες μονάδες επιφανείας θα μπορούσαν να «κάνουν απόσβεση» του κόστους τους.

Νηοπομπή HX84
Η νηοπομπή HX84 δεν συνιστούσε κάποια αξιομνημόνευτη διάκριση. Όπως τόσες και τόσες άλλες πριν από αυτή, θα πραγματοποιούσε τον διάπλου του Ατλαντικού με τελικό προορισμό τις βρετανικές νήσους. Στα τέλη Οκτωβρίου 1940, τα 37 εμπορικά σκάφη που θα την συγκροτούσαν συγκεντρώθηκαν στα ανοιχτά του Halifax στη Nova Scotia, του Καναδά. Από εκεί ξεκίνησαν το ταξίδι τους, πλέοντας ανατολικά σε κλειστό σχηματισμό. Επρόκειτο περί μιας πολυεθνικής νηοπομπής αποτελούμενης από 25 βρετανικά, 4 νορβηγικά, 4 σουηδικά, 2 βελγικά, 1 ελληνικό και 1 πολωνικό πλοία. Συνολικά, μετέφερε 42.000 τόνους χάλυβα, 30.000 τόνους ξυλείας, 1.200 τόνους βαμβάκι, 20.000 τόνους γενικών εφοδίων και, το σημαντικότερο, 126.500 τόνους πετρελαιοειδών, κατανεμημένους σε 11 δεξαμενόπλοια. Για την κάλυψη της νηοπομπής, ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε την παρουσία δύο καναδικών αντιτορπιλικών, των HMCS Columbia και HMCS St Francis. Ωστόσο, στις 29.10 τα ως άνω πλοία ανακλήθηκαν αφήνοντας τον στολίσκο μόνο του, υπό την προστασία του επίτακτου επιβατηγού HMS Jervis Bay.

Μια πρώτη ανάγνωση δημιουργεί την, εύλογη, εντύπωση πως τα εμπορικά πλοία αφέθηκαν σχεδόν απροστάτευτα. Ωστόσο, στο εν λόγω στάδιο του πολέμου, παρόμοια περιστατικά αποτελούσαν μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Τα αίτια πίσω από αυτή την κίνηση ήταν δύο. Πρώτον, το Βασιλικό Ναυτικό αντιμετώπιζε τεράστιες ελλείψεις σε μονάδες επιφανείας, με τις διαθέσιμες απλά να μην επαρκούν για την κάλυψη όλων των υφιστάμενων αναγκών. Μάλιστα, μεγάλος αριθμός αντιτορπιλικών, φρεγατών και κορβετών, σκάφη που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την κάλυψη νηοπομπών, είχε καθηλωθεί στις βρετανικές νήσους εν αναμονή απόκρουσης ενός ενδεχόμενου γερμανικού αποβατικού εγχειρήματος. Δεύτερον, τα γερμανικά υποβρύχια δεν συνιστούσαν, ακόμα, εκείνη την επίφοβη απειλή στην οποία θα μετατρέπονταν μερικούς μήνες αργότερα. Ενδεικτικά αναφέρεται πως, τον Νοέμβριο του 1940, τα U-Boots δεν έπλεαν πέραν του 20ου Δυτικού Μεσημβρινού. Δεδομένου αυτού, οι Βρετανοί είχαν προσαρμόσει το ναυτικό τους δόγμα ανάλογα. Μόλις μια νηοπομπή έφτανε σε εκείνο το σημείο συναντούσε πλοία συνοδείας που ανελάμβαναν την προστασία της μέχρι τον τελικό της προορισμό. Όλο το προηγούμενο, όμως, σκέλος του ταξιδιού πραγματοποιούνταν με συμβολική κάλυψη καθώς η πιθανότητα κάποιας απειλής εθεωρείτο «μηδαμινή/αμελητέα». Η HX84 δεν θα αποτελούσε εξαίρεση.
Αυτό που δεν γνώριζαν οι Βρετανοί ήταν πως, την δεδομένη περίοδο, μια θανάσιμη απειλή είχε κάνει την εμφάνισή της στον Ατλαντικό. Στις 26.10, το θωρηκτό τσέπης Admiral Scheer, κλάσης Deutschland, υπό την διοίκηση του Πλοιάρχου Theodor Krancke, είχε καταφέρει, υπό την κάλυψη μιας ισχυρής καταιγίδας, να περάσει απαρατήρητο από τις βρετανικές προφυλακές και να εξέλθει στον αχανή ωκεανό. Στις αρχές Νοεμβρίου, ο γερμανικός κολοσσός έπλεε στα νερά του Βορείου Ατλαντικού αναζητώντας τα υποψήφια θύματά του, ήτοι βρετανικά εμπορικά σκάφη. Τα χαράματα της 5ης Νοεμβρίου, το υδροπλάνο του θωρηκτού εντόπισε μεγάλη βρετανική νηοπομπή, 90 ν.μ. νότια. Εξετάζοντας προσεκτικά το κείμενο της αναφοράς, ο Γερμανός κυβερνήτης δεν μπορούσε να πιστέψει στην καλή του τύχη. 37 εμπορικά σκάφη έπλεαν μακάρια, εν αγνοία του κινδύνου που αντιμετώπιζαν. Επιπλέον, πουθενά στο κείμενο δεν γινόταν μνεία περί συνοδευτικών πλοίων. Ακόμα, όμως, κι αν υπήρχαν, θα ήταν ελάχιστα και σίγουρα δεν θα συνιστούσαν κάποια απειλή για το θωρηκτό του. Συνεπώς, ο Krancke διέταξε αύξηση της ταχύτητας σε 23 κόμβους και κινήθηκε προς εμπλοκή με τα επερχόμενα σκάφη.

Σύγκριση Αντιπάλων
Το Admiral Scheer ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα της γερμανικής ναυπηγικής. Με μήκος 186 μ., εκτόπισμα 15.420 τόνων, μέγιστη ταχύτητα 28 κόμβων, αυτονομία 9.100 ν.μ. και πλήρωμα 1.150 ανδρών, ήταν ένα επιβλητικό θέαμα. Πέραν, όμως, από εμφάνιση, το πλοίο μπορούσε να βρυχηθεί και – το σημαντικότερο – να δαγκώσει πολύ άσχημα, καθώς ήταν εξοπλισμένα με 6 πυροβόλα των 11 ιντσών, κατανεμημένα σε δύο τρίδυμους πύργους στην πλώρη και στην πρύμνη αντίστοιχα, 8 μονά πυροβόλα των 5.9 ιντσών και 2 τετραπλούς τορπιλοσωλήνες των 21 ιντσών τοποθετημένους εκατέρωθεν της πρύμνης.
Στον αντίποδα, το HMS Jervis Bay ήταν ένα επίτακτο επιβατηγό σκάφος που είχε ενταχθεί εσπευσμένα στην υπηρεσία του Βασιλικού Ναυτικού, υπό το φως των διαρκώς αυξανόμενων επιχειρησιακών απαιτήσεων. Είχε μήκος 167 μέτρων, εκτόπισμα 14.164 τόνων, μέγιστη ταχύτητα 15 κόμβων και πλήρωμα 254 ανδρών. Από άποψη μεγέθους και εκτοπίσματος, το πλοίο συναγωνιζόταν επάξια τον μελλοντικό του αντίπαλο. Ωστόσο, εκεί τελείωνε και η όποια δυνατή σύγκριση. Έχοντας ναυπηγηθεί για πολιτικούς σκοπούς, δεν διέθετε κάποια θωράκιση, ενώ ο οπλισμός του ήταν, σχεδόν, διακοσμητικός. Μόλις 7 απαρχαιωμένα μονά πυροβόλα των 6 ιντσών, ένα εκ των οποίων μάλιστα είχε κατασκευαστεί το 1894 (!), και 2 μονά αντιαεροπορικά πυροβόλα των 3 ιντσών. Επιπλέον, η συντριπτική πλειοψηφία του πληρώματός του απαρτιζόταν από άτομα κατηγορίας Τ124, ήτοι πολιτικά πληρώματα που είχαν παραμείνει με τα σκάφη τους και είχαν ενταχθεί στο Βασιλικό Ναυτικό έχοντας λάβει υποτυπώδη και, εν πολλοίς, ανεπαρκή στρατιωτική εκπαίδευση. Το πλήρωμα συμπληρωνόταν από μερικούς εφέδρους και ελάχιστους επαγγελματίες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, μεταξύ των οποίων και ο κυβερνήτης, Πλοίαρχος Edward Fegen.
Δεδομένων των προαναφερθέντων, η τελική έκβαση μιας σύγκρουσης ήταν κάτι παραπάνω από προδιαγεγραμμένη.

Μια χαμένη ευκαιρία
Στις 14:27, μία ώρα πριν από την εκτιμώμενη εμπλοκή με την νηοπομπή, το Admiral Scheer εντόπισε καπνό στον ορίζοντα. Λίγο αργότερα, οι οπτήρες ανέφεραν την παρουσία ενός εμπορικού σκάφους που έπλεε χωρίς αναρτημένη σημαία επί του ιστού. Θεωρώντας πως επρόκειτο περί εξοπλισμένου εμπορικού σκάφους, το οποίο εκτελούσε χρέη προφυλακής, ο Γερμανός κυβερνήτης διέταξε την διατήρηση της πορείας. Στις 15:08, τα δευτερεύοντα πυροβόλα του θωρηκτού έριξαν μερικές προειδοποιητικές βολές ενώ ο οπτικός τηλέγραφος καλούσε το άγνωστο σκάφος να κρατήσει, κέλευσμα στο οποίο το τελευταίο πειθάρχησε. Όταν η απόσταση μειώθηκε στα 270 μέτρα, το άγνωστο σκάφος ταυτοποιήθηκε ως το εμπορικό Mopan. Μέσω σηματωρού, ο Krancke διέταξε το πλήρωμα του Mopan να επιβεί στις λέμβους μαζί με όλα του τα έγγραφα και να έρθει στο Admiral Scheer. Το σήμα έκλεινε με μια προειδοποίηση. Να μην γίνει καμιά απόπειρα εκπομπής ασυρμάτου καθώς οι κεραίες είχαν ήδη επισημανθεί από τις γερμανικές ομοχειρίες.
Την ίδια στιγμή, στην γέφυρα του Mopan, επικρατούσε αναστάτωση. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που το γερμανικό θωρηκτό αντιπροσώπευε για τα εμπορικά σκάφη που διέσχιζαν τον Ατλαντικό, ο αξιωματικός επικοινωνιών, James Macintosh, υποστήριζε πως έπρεπε να εκπέμψουν αμέσως το διεθνές σήμα «R-R-R», ήτοι «Δέχομαι επίθεση από καταδρομικό σκάφος.» σημαίνοντας γενικό συναγερμό. Αντίθετα, ο κυβερνήτης, Πλοίαρχος Sapsworth επιθυμούσε να πειθαρχήσει στις γερμανικές υποδείξεις. Η απόσταση των δύο πλοίων ήταν ελάχιστη, επομένως οι Γερμανοί θα μπορούσαν να πλήξουν και να αχρηστεύσουν τον ασύρματο ανά πάσα στιγμή. Επιπλέον, δεν ήθελε να θέσει σε κίνδυνο τις ζωές του πληρώματός του. Συνεπώς, διέταξε εγκατάλειψη του πλοίου και παράδοση στο Admiral Scheer.
Η απόφαση του Sapsworth, έχει δεχθεί διάφορες κριτικές. Οι υποστηρικτές του, τονίζουν πως, δεδομένων των συνθηκών, δεν είχε καμία άλλη εναλλακτική. Επιπλέον, οι ενέργειές του έσωσαν τις ζωές του πληρώματός του. Στον αντίποδα, οι επικριτές του εστιάζουν σε μια άλλη παράμετρο. Αν το Mopan είχε εκπέμψει το σήμα «R-R-R» θα είχε καταφέρει να προειδοποιήσει την νηοπομπή HX84 για τον επερχόμενο κίνδυνο, δίνοντάς της την ευκαιρία να διασπαρεί εγκαίρως και να διαφύγει από τα πυροβόλα του γερμανικού θωρηκτού. Από εκεί και πέρα, καθένας είναι σε θέση να σταθμίσει προσωπικά τα πράγματα και να συνταχθεί με τη μία ή την άλλη άποψη.
Ως προς τον Krancke, κατάλαβε πως ήδη είχε δαπανήσει πολύτιμο χρόνο με το Mopan και έπρεπε να κινηθεί αμέσως, αν ήθελε να αναχαιτίσει τον πραγματικό του στόχο. Έτσι, διέταξε την βύθιση του εμπορικού πλοίου και την συνέχιση της πορείας. Ωστόσο, το Mopan απεδείχθη αρκετά σκληρό για να πεθάνει. Παρά τα επανειλημμένα πλήγματα, ακόμα και από τα κύρια πυροβόλα των 11 ιντσών, το πλοίο αρνείτο κατηγορηματικά να βυθιστεί. Χρειάστηκαν αρκετές βολές και ώρα, έως ότου, το Mopan να εγκαταλείψει τον αγώνα του. Οι Γερμανοί είχαν χάσει 2 ολόκληρες ώρες και πλέον ανησυχούσαν για το αν θα προλάβαιναν εγκαίρως το έτερο θήραμά τους.

Η αναμέτρηση
Έχοντας πλήρη άγνοια των ανωτέρω, η HX84 συνέχιζε μακάρια το ταξίδι της. Μέχρι στιγμής, ο καιρός ήταν καλός, η θάλασσα ήρεμη και τίποτα δεν είχε συμβεί. Κάτι λιγότερο από 48 ώρες χώριζε την νηοπομπή από το σημείο συνάντησης με τα συνοδά πολεμικά. Το HMS Jervis Bay έπλεε στο μέσον της HX84 με το πλήρωμα σε διαρκή επιφυλακή και επαγρύπνηση για το οτιδήποτε.

Στις 16:05, οι οπτήρες εντόπισαν το περίγραμμα ενός πλοίου βόρεια, στον ορίζοντα και σήμαναν συναγερμό. Αμέσως, ο Πλοίαρχος Fegen, διέταξε την απόσπαση του Jervis Bay από τον σχηματισμό προς ταυτοποίηση του επερχόμενου σκάφους. Παράλληλα, σήμανε πολεμική έγερση και επάνδρωση όλων των πυροβόλων. Ο Βρετανός κυβερνήτης βασανιζόταν από μια απορία. Δεν είχε λάβει καμία ειδοποίηση σχετικά με παρουσία γερμανικών πολεμικών στην περιοχή. Μήπως, το πλοίο που αντίκρυζε ήταν κάποιο συμμαχικό σκάφος που είχε έρθει να προϋπαντήσει την νηοπομπή; Σε κάθε περίπτωση, διέταξε τον οπτικό τηλέγραφο να ζητήσει από το άγνωστο σκάφος να δηλώσει την ταυτότητά του.
Μην έχοντας ιδέα για το τί σήμαιναν οι φωτεινές ενδείξεις που λάμβανε, ο Πλοίαρχος Krancke διέταξε τους άνδρες του να αναπαράγουν το σήμα που έλαβαν. Εν αγνοία τους, οι Γερμανοί ζητούσαν από το Jervis Bay να ταυτοποιηθεί. Αυτή η κίνηση αποτελούσε ένα από τα πιο παλιά τεχνάσματα στην ναυτική πρακτική και ο Πλοίαρχος Fegen κατάλαβε αμέσως πως απέναντί του είχε ένα εχθρικό πολεμικό.
Με την απόσταση να μειώνεται, σύντομα ο Βρετανός κυβερνήτης αντελήφθη πως αντιμετώπιζε ένα θωρηκτό τσέπης. Τί έπρεπε, όμως, να κάνει; Να πολεμήσει ή να επιχειρήσει να διαφύγει; Η πρώτη εναλλακτική ισοδυναμούσε με καθαρή αυτοκτονία. Το πλοίο του δεν είχε καμία ελπίδα απέναντι στον γερμανικό κολοσσό. Ωστόσο, ίσως κέρδιζε λίγο χρόνο μέσα στον οποίο τα πλοία της νηοπομπής θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Η δεύτερη εναλλακτική δεν ήταν πολλά υποσχόμενη. Αργά ή γρήγορα, το εχθρικό πολεμικό να προλάβαινε το σκάφος του, εκμεταλλευόμενο την μεγάλη του ταχύτητα. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Ως εκ τούτου, ο Πλοίαρχος Fegen αποφάσισε να πολεμήσει. Κάθε λεπτό που θα μπορούσε να κερδίσει, ενδεχομένως να αποδεικνυόταν σωτήριο για πλοία που προστάτευε. Αμέσως έστειλε οπτικό σήμα στην νηοπομπή να διαλυθεί και κάθε σκάφος να ακολουθήσει ανεξάρτητη πορεία, ενώ το Jervis Bay ανέπτυξε την μέγιστη δυνατή του ταχύτητα και κατευθύνθηκε προς τον αντίπαλο. Έπρεπε οπωσδήποτε να πλησιάσει όσο περισσότερο γινόταν τον εχθρό προκειμένου να τον θέσει εντός του βεληνεκούς των απαρχαιωμένων πυροβόλων του.
Παρακολουθώντας τις κινήσεις του αντιπάλου του, ο Γερμανός κυβερνήτης αντελήφθη αμέσως τις προθέσεις του. Έχοντας πλήρη επίγνωση της υπεροχής του, έφερε το πλοίο του κάθετα προς τον αντίπαλο και διέταξε την έναρξη πυρών. Στις 17:00 τα πυροβόλα του Admiral Scheer εξαπέλυσαν την πρώτη τους ομοβροντία. Αυτό που ακολούθησε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μάχη. Ίσως ο πλέον κατάλληλος προσδιορισμός να είναι «ναυτικό γυμνάσιο». Σε μια υποδειγματική επίδειξη σκόπευσης, τα πρώτα βλήματα έπεσαν λιγότερο από 100 μέτρα πίσω από το Jervis Bay. Η δεύτερη ομοβροντία έπεσε 100 μέτρα μπροστά. Η τρίτη έπληξε το σκάφος στην πλώρη, προκαλώντας φωτιά και καταστρέφοντας τμήμα της υπερκατασκευής του.
Σε απάντηση, ο Πλοίαρχος Fegen διέταξε την έναρξη πυρών στην μέγιστη δυνατή ανύψωση των πυροβόλων του. Γνώριζε πολύ καλά, πως ο αντίπαλος ήταν εκτός βεληνεκούς. Ωστόσο, ήθελε να προσπαθήσει να αποσυντονίσει τους Γερμανούς, με την ελπίδα να καταφέρει να πλησιάσει περισσότερο. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα βρετανικά βλήματα έπεσαν, άκακα, πολύ μακριά από τον στόχο τους.
Την ίδια ώρα, οι Γερμανοί πυροβολητές απλά έκαναν εξάσκηση σκοποβολής πάνω στο βρετανικό σκάφος σημειώνοντας διαρκώς νέα πλήγματα. Μία από τις οβίδες, μάλιστα, χτύπησε την γέφυρα, τραυματίζοντας σοβαρά τον Πλοίαρχο Fegen. Παρά τις συστάσεις των επιτελών του, ο Βρετανός κυβερνήτης αρνήθηκε να εγκαταλείψει την θέση του και συνέχισε να ηγείται, παρά το γεγονός ότι είχε χάσει τελείως το ένα του χέρι ενώ αντίστοιχα ένα του πόδι είχε κατακρεουργηθεί.
Η μάταιη αναμέτρηση συνεχίστηκε. Οι Βρετανοί πυροβολητές πάσχιζαν να εκτελέσουν ταχείες ομοβροντίες. Ήταν μια γενναία αλλά μάταιη κίνηση. Το γερμανικό θωρηκτό, εκμεταλλευόμενο την ανώτερη ταχύτητά του, εξακολουθούσε να διατηρεί μια απόσταση ασφαλείας, ενώ κατακεραύνωνε με διαδοχικά πλήγματα τον αντίπαλό του. Ένα από τα βλήματά του, έπληξε το μηχανοστάσιο του Jervis Bay, προκαλώντας νέες εστίες πυρκαγιών. Το πλοίο είχε μετατραπεί σε μια κόλαση φωτιάς από πλώρη έως και πρύμνη αλλά δεν έλεγε να το βάλει κάτω. Συνέχιζε πεισματικά να κατευθύνεται προς το γερμανικό θωρηκτό εκτελώντας ακατάπαυστα πυρά.
Θεωρώντας πως το «αστείο» είχε παρατραβήξει, ο Πλοίαρχος Krancke διέταξε τα δευτερεύοντα πυροβόλα να ανοίξουν πυρ και να θέσουν εκτός μάχης τον αντίπαλο, μια και καλή. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι Γερμανοί πυροβολητές απέδειξαν το ταλέντο τους καθώς κατέστρεψαν διαδοχικά το ένα μετά το άλλο τα βρετανικά πυροβόλα. Μόνο τότε, όταν κάθε δυνατότητα αντίστασης είχε εκλείψει, ο Ύπαρχος του πλοίου, Keith Morrison, διέταξε την εγκατάλειψή του. Τα εναπομείναντα μέλη του πληρώματος έτρεξαν στην μοναδική άθικτη σωσίβια λέμβο, και οι υπόλοιποι απλά βούτηξαν στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού αρπάζοντας οτιδήποτε τυχόν επέπλεε. Πιστός στη ναυτική παράδοση, ο Πλοίαρχος Fegen παρέμεινε μέχρι τέλους στη γέφυρα όπου και άφησε την τελευταία του πνοή υποκύπτοντας στα τραύματά του.

Ο επίλογος
Η απελπισμένη αντίσταση του Jervis Bay επέφερε ένα ανέλπιστο αποτέλεσμα. Δεν καθυστέρησε απλά το γερμανικό θωρηκτό, δίνοντας χρόνο στα εμπορικά πλοία να χαθούν μέσα σε ένα πυκνό προπέτασμα καπνού και στο σκοτάδι. Μπορεί κανένα βρετανικό βλήμα να μην έπληξε τον στόχο του, αλλά από τις εκπυρσοκροτήσεις των γερμανικών πυροβόλων, το ραντάρ του Admiral Scheer υπέστη βλάβες με συνέπεια να τεθεί εκτός λειτουργίας, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο τον εντοπισμό πιθανών στόχων!
Αντί για μια «πλούσια ψαριά» 37 ανυπεράσπιστων εμπορικών πλοίων, οι Γερμανοί θα έπρεπε να αρκεστούν σε μόλις 5 τα οποία, μετά δυσκολίας, κατάφεραν να εντοπίσουν! Ένα ακόμα σκάφος βυθίστηκε δύο μέρες αργότερα έπειτα από αεροπορική προσβολή. Το γερμανικό θωρηκτό είχε καταφέρει να πλήξει, επίσης, το βρετανικό πετρελαιοφόρο San Demetrio προκαλώντας πυρκαγιές. Θεωρώντας πως το έχει βυθίσει συνέχισε την αναζήτησή του για άλλους στόχους. Ωστόσο, σε μια κίνηση ανυπέρβλητου θάρρους, το πλήρωμα του δεξαμενόπλοιου, αν και είχε εγκαταλείψει το φλεγόμενο σκάφος για μια ολόκληρη ημέρα, αποφάσισε να επιβιβαστεί εκ νέου σε αυτό και έπειτα από υπεράνθρωπες προσπάθειες να σβήσει τις εστίες πυρκαγιών. Όχι μόνο αυτό, αλλά στην συνέχεια, αν και όλα τα όργανα πλοήγησης είχαν καταστραφεί, κατάφεραν να το οδηγήσουν με ασφάλεια στην Ιρλανδία!

Η θυσία του Jervis Bay δεν πήγε, συνεπώς, χαμένη. Οι απώλειες σε ζωές υπήρξαν μεγάλες. 193 μέλη του πληρώματος, συμπεριλαμβανομένου του κυβερνήτη, έπεσαν στον βωμό του καθήκοντος. Μόλις 60 κατάφεραν να διασωθούν, και περισυλλέγησαν τα χαράματα της 6ης Νοεμβρίου από το παραπλέον σουηδικό πλοίο Stureholm. Για την δράση του, ο Πλοίαρχος Fegen τιμήθηκε, μετά θάνατον, με το Victorian Cross, την ανώτατη πολεμική διάκριση της Βρετανίας.

Δείτε βίντεο από την άφιξη της νηοπομπής στον προορισμό της.
Πηγές – Βιβλιογραφία
- Hague, A. (2000). The Allied Convoy System 1939-1945. Naval Institute Press.
- Krancke, T., Brennecke, H. (1958). Pocket Battleship. W. W. Norton & Company, New York.
- Bews, D. (1998). HMS Jervis Bay Armed Merchant Cruiser. Convoy HX.84. 5th November 1940. Caithness Archives. Highland Archives.
- Tennyson, J. F., (1942). The Saga of “San Demetrio”. London: His Majesty’s Stationery Office.