Γράφει ο Λεωνίδας Τσιαντούλας
Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’60 το Πολεμικό Ναυτικό του Ισραήλ αποτελείτο από απομεινάρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου — ακόμη και από ένα πρώην παγοθραυστικό. Το Υπουργείο Άμυνας δεν ήταν διατεθειμένο να δαπανήσει τον περιορισμένο προϋπολογισμό του για πρόσκτηση νέων πλοίων. Η ασφάλεια της χώρας βασιζόταν ξεκάθαρα στην Αεροπορία και στο Στρατό (ειδικά στο Όπλο των Τεθωρακισμένων) και όχι στο Ναυτικό. Το Ναυτικό, με τον πενιχρό προϋπολογισμό που του είχε δοθεί, περιοριζόταν στην παράκτια άμυνα ενώ την προστασία των θαλάσσιων οδών σύμφωνα με τον σχεδιασμό αναλάμβανε η Αεροπορία.
Στα τέλη του 1961 ο Διοικητής του Ναυτικού ναύαρχος Γιοχάϊ Μπιν-Νουν οργάνωσε μια απόρρητη διημερίδα στο Αρχηγείο στην Χάιφα με μοναδικό θέμα το πώς θα συγκροτούσαν το Πολεμικό Ναυτικό σε μια αποτελεσματική πολεμική δύναμη αποτρέποντας την υποβάθμισή του σε απλή ακτοφυλακή. Από το πλήθος των ιδεών που παρουσιάστηκαν, μία ξεχώρισε στο τέλος. Ήταν μια πρωτοφανής πρόταση, ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα, αλλά το μόνο που προσέφερε μια ρεαλιστική πιθανότητα να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού με ελάχιστο κόστος.
Η νεοσύστατη τότε ισραηλινή στρατιωτική βιομηχανία είχε αναπτύξει έναν πύραυλο για το Πυροβολικό, ο οποίος μπορούσε να καθοδηγηθεί στον στόχο από έναν προωθημένο παρατηρητή με χρήση μοχλού ελέγχου (joystick). Ο πύραυλος ονομαζόταν Gabriel. Το Πυροβολικό απέρριψε το σύστημα και η Αεροπορία επίσης δεν ενδιαφέρθηκε. Ένας από τους αξιωματικούς στη συνεδρίαση του Μπιν-Νουν πρότεινε να προσαρμοστεί ο πύραυλος aυτός για χρήση στη θάλασσα. Αν μπορούσε να τοποθετηθεί σε περιπολικά σκάφη, αρκετά φθηνά ώστε να αντέξει το κόστος τους το ναυτικό, αυτά τα μικρά πλοία θα αποκτούσαν τη δύναμη πυρός ενός βαρέως καταδρομικού. Την εποχή εκείνη πλοία με πυραύλους είχε μόλις κατασκευάσει μόνο η Σοβιετική Ένωση (πυραυλάκατοι τύπου Comar με βλήματα Styx).
Με την υποστήριξη της ισραηλινής στρατιωτικής βιομηχανίας, που ήθελε να επενδύσει στην ανάπτυξη ενός πρωτοποριακού οπλικού συστήματος, το Ναυτικό ξεκίνησε ένα δεκαετές φιλόδοξο πρόγραμμα ανάπτυξης. Μία ομάδα αξιωματικών ταξίδεψε σε Ναυτικά της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών αναζητώντας ένα ταχύ και στιβαρό περιπολικό σκάφος που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πλατφόρμα για πυραύλους. Φυσικά, η πρόθεση μετατροπής των σκαφών αυτών σε πυραυλοφόρα (αυτά που σήμερα λέμε πυραυλακάτους) κρατήθηκε μυστική και η εργασία αυτή θα γινόταν μετά την άφιξή τους στο Ισραήλ.
Στο πλαίσιο της έρευνας, αρχικά προτάθηκε το γερμανικό ναυπηγείο Lürssen, το οποίο σχεδίασε μια νέα γενιά μικρών σκαφών προσαρμόζοντας το σχέδιο των ξύλινων τορπιλακάτων τύπου Jaguar στις ανάγκες του Ισραηλινού Ναυτικού (μεταλική κατασκευή του σκάφους και αλλαγή του εσωτερικού χώρου τους). Ωστόσο, λόγω πιέσεων του Αραβικού Συνδέσμου προς τη Γερμανική Κυβέρνηση, το σχέδιο εγκαταλείφθηκε και αναζητήθηκε νέος κατασκευαστής.
Η συνέχιση της έρευνας του Ισραηλινού Ναυτικού οδήγησε στο ναυπηγείο CMN του Φελίξ Αμιό στο Χερβούργο της Γαλλίας. Εκεί οι Γάλλοι προθυμοποιήθηκαν να συνεργαστούν με την Lurssen και να κατασκευάσουν τα σκάφη χρησιμοποιώντας τα γερμανικά σχέδια. Τελικά παραγγέλθηκαν δώδεκα «περιπολικά», με γερμανικούς κινητήρες MTU και το πρόγραμμα κατασκευής τους πήρε την κωδική ονομασία «Φθινόπωρο» (Autumn). O τύπος των σκαφών ονομάστηκε Sa’ar 3 (Sa’ar στα εβραϊκά σημαίνει “καταιγίδα”). Στις αρχές του 1965 στάλθηκε στη Γαλλία και πυρήνας προσωπικού παραλαβής. Επικεφαλής του Κλιμάκιου Παραλαβής ήταν ο Πλοίαρχος Μπενιαμίν (Μπίνι) Τέλεμ, που αργότερα έγινε Αρχηγός του Ισραηλινού Ναυτικού στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.
Εν τω μεταξύ πίσω στο Ισραήλ το Ναυτικό αντιμετώπιζε επανειλημμένες αποτυχίες στην προσπάθεια να καθοδηγήσει το βλήμα Gabriel πάνω από τη θάλασσα με joystick. Τότε ένας ευφυής μηχανικός είχε την ιδέα να τοποθετήσει ραντάρ πάνω στο ίδιο το βλήμα, μαζί με ραδιοϋψόμετρο, ώστε να μπορεί να εντοπίζει αυτόνομα τα εχθρικά πλοία ενώ πετούσε χαμηλά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Παράλληλα, το Ισραηλινό Ναυτικό πληροφορείται ότι οι Σοβιετικοί είχαν παραχωρήσει στην Αίγυπτο και στη Συρία 7 και 9 αντίστοιχα πυραυλακάτους Κomar εξοπλισμένες με βλήματα Styx. Τα σοβιετικά βλήματα είχαν εμβέλεια 45 χιλιομέτρων, κάτι που ήταν περισσότερο από τη διπλάσια του ισραηλινού Gabriel. Για να ξεπεράσει αυτό το σοβαρό μειονέκτημα, ο επικεφαλής ηλεκτρονικός αξιωματικός του ναυτικού επινόησε ηλεκτρονικά αντίμετρα, ελπίζοντας ότι θα επέτρεπαν στα ισραηλινά σκάφη να παραπλανούν ή να μπερδεύουν το ραντάρ του Styx. Για να το πετύχει, έπρεπε να μαντέψει τις πιθανές παραμέτρους του ραντάρ που είχαν σχεδιάσει οι Σοβιετικοί στο Λενινγκράντ. Δεν μπορούσε όμως να ξέρει αν είχε μαντέψει σωστά μέχρι να το δοκίμαζε σε πραγματικές συνθήκες πολέμου.
Επτά από τα 12 πλοία που ναυπηγούνταν στο Χερβούργο είχαν ήδη αποπλεύσει για το Ισραήλ πριν τον Πόλεμο των 7 Ημερών (1967), μετά τον οποίο ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ επέβαλε εμπάργκο στις πωλήσεις γαλλικού στρατιωτικού εξοπλισμού στη Μέση Ανατολή, επιδιώκοντας να βελτιώσει τις σχέσεις του με τον αραβικό κόσμο. Η διαδοχή του Ντε Γκωλ στην Προεδρία από τον Πομπιντού δεν άλλαξε την πολιτική αυτή. Παρά το εμπάργκο, η κατασκευή των σκαφών συνεχίστηκε και το έργο πληρώθηκε εξ ολοκλήρου από το Ισραήλ. Παρόλα αυτά τα σχεδόν ολοκληρωμένα πλοία παρέμεναν δεσμευμένα στα ναυπηγεία.
Στο μεταξύ, το Αιγυπτιακό Ναυτικό, με σοβιετική βοήθεια, είχε ενισχυθεί και με νέες πυραυλακάτους Osa πέρα από τις Komar, γεγονός που ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων στη Μεσόγειο εις βάρος του Ισραήλ. Η ανάγκη για νέα σκάφη ήταν πλέον επιτακτική.
Επιπρόσθετα, η βύθιση του αντιτορπιλικού INS Eilat από αιγυπτιακές πυραυλακάτους το 1967 και η απώλεια του υποβρυχίου INS Dakar το 1968, οδήγησαν τους Ισραηλινούς ναυάρχους στο συμπέρασμα ότι αυτά τα 5 σκάφη έπρεπε να απομακρυνθούν από τη Γαλλία με κάθε τρόπο.
Το σχέδιο απόσπασης των 5 πλοίων εκπονήθηκε από τον απόστρατο Υποναύαρχο Μορντεχάι «Μόκκα» Λίμον, πρώην αρχηγό του Ισραηλινού Ναυτικού και τότε επικεφαλής της ισραηλινής στρατιωτικής αποστολής στο Παρίσι. Σίγουρα οι σχέσεις του Λίμον με την οικογένεια Ρότσιλντ του εξασφάλισαν πολύτιμες διασυνδέσεις.
Σε συνεννόηση με έναν επιφανή Νορβηγό πετρελαιά, τον Μάρτιν Σιεμ, παλαίμαχο της Αντίστασης και υποστηρικτή του Ισραήλ, ο Λιμόν δημιούργησε μια εικονική εταιρεία, την Starboat, με έδρα τον Παναμά, που παρουσιαζόταν ως νορβηγική εταιρεία ερευνών πετρελαίου. Η Starboat προσποιήθηκε ότι ενδιαφερόταν να αγοράσει τα σκάφη για να υποστηρίξει τις έρευνες πετρελαίου και η «αγοραπωλησία» εγκρίθηκε επισήμως από το γαλλικό Υπουργείο Άμυνας.
Στη συνέχεια, Ισραηλινοί ναύτες (80 άτομα) έφθασαν κρυφά στο Χερβούργο με πολιτικά, σε μικρές ομάδες, προσποιούμενοι ότι ήταν πληρώματα της νορβηγικής εταιρείας. Αφού εγκαταστάθηκαν στα σκάφη, παράλληλα με την εντατική εκπαίδευσή τους, εφοδίασαν σταδιακά και διακριτικά τα πλοία με καύσιμα και τρόφιμα για οκτώ ημέρες ταξίδι, ώστε να μη κινήσουν υποψίες. Για να συνηθίσουν, μάλιστα, οι κάτοικοι τον θόρυβο των μηχανών, τα πληρώματα έβαζαν σε λειτουργία τους κινητήρες κάθε βράδυ, δήθεν για δοκιμές και εκπαίδευση. Έτσι, όταν ήρθε η στιγμή της διαφυγής, ο θόρυβος δεν προκάλεσε συναγερμό.
Φοβούμενος ότι η αμφίβολη νομιμότητα της συμφωνίας κάποια στιγμή θα αποκαλυπτόταν, ο Λιμόν αποφάσισε ότι τα πλοία θα έφευγαν κρυφά τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1969, όταν η ασφάλεια του λιμανιού θα ήταν ελάχιστα σε επιφυλακή.
Το Ισραήλ είχε σχεδιάσει μια διαδρομή διαφυγής 3.000 χιλιομέτρων, με εμπορικά πλοία τοποθετημένα στον Βισκαϊκό Κόλπο και στη Μεσόγειο ως υποστήριξη. Αυτά ήταν εξοπλισμένα για ανεφοδιασμό των φυγάδων, άλλα για αποστολές διάσωσης αν παρουσιαζόταν πρόβλημα.
Ο διοικητής των 5 πλοίων στο Χερβούργο, πλοίαρχος Χαντάρ Κίμχε, σχεδίαζε να αποπλεύσει την ώρα που οι κάτοικοι θα βρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο δείπνο. Όμως στη Μάγχη επικρατούσαν άνεμοι 9 μποφόρ, αναγκάζοντας ακόμη και μεγάλα φορτηγά να αναζητήσουν καταφύγιο. Ολοι οι κυβερνήτες ανέμεναν παρακολουθώντας τις εκπομπές του BBC και των γαλλικών ραδιοφωνικών σταθμών για ενημέρωση. Ο Λιμόν, που θα έμενε πίσω, ήταν μαζί τους.
Τελικά, στις 2 π.μ., το BBC μετέδωσε ότι ο άνεμος στρεφόταν από δυτικός σε βορειοδυτικός, επομένως θα φύσαγε πρύμα τους. Ο Κίμχε έδωσε εντολή να αποπλεύσουν. Ο Λιμόν κατέβηκε στην αποβάθρα και είδε με ανακούφιση τα πλοία να φεύγουν ένα προς ένα. Τα πλοία πάλευαν με τεράστια κύματα και κατά διαστήματα έχαναν οπτική επαφή μεταξύ τους, αλλά ενώθηκαν ξανά στα ανοιχτά της Πορτογαλίας. Εξαιτίας των Χριστουγέννων, η αναχώρησή τους έγινε αντιληπτή μόνο δύο ημέρες αργότερα από έναν τοπικό δημοσιογράφο.
Όταν αποκαλύφθηκε η διαφυγή, το τολμηρό σχέδιο έγινε διεθνής είδηση. Ορισμένα τηλεοπτικά συνεργεία πέταξαν πάνω από τη Μεσόγειο ψάχνοντας τα πλοία· άλλα κατευθύνθηκαν βόρεια, νομίζοντας ότι πήγαιναν στη Νορβηγία. Οι ψευδείς πληροφορίες που είχε φυτέψει ο Λιμόν ανέφεραν και την Αλάσκα ή τον Παναμά ως πιθανούς προορισμούς. Ο εξοργισμένος Γάλλος υπουργός Άμυνας πρότεινε στο υπουργικό συμβούλιο να «αναχαιτίσει» η Αεροπορία τα πλοία, αλλά ο πρωθυπουργός Πομπιντού τον συγκράτησε.
Τα σκάφη διέσχισαν τον Βισκαϊκό Κόλπο, πέρασαν το Γιβραλτάρ, όπου ανεφοδιάστηκαν από το εμπορικό πλοίο MV Lea, και διέσχισαν τη Μεσόγειο. Όταν έφτασαν στην Κρήτη, ένα σμήνος ισραηλινών Φάντομ πέταξε χαμηλά από πάνω τους, χαιρετώντας με κίνηση των φτερών. Τα σκάφη έφτασαν στο λιμάνι Χάιφα στις 31 Δεκεμβρίου 1969, μετά από ταξίδι 3.145 ναυτικών μιλίων, και έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από το κοινό.
Το Ναυτικό άρχισε τώρα την κοπιώδη διαδικασία εξοπλισμού των δώδεκα σκαφών ως πυραυλοφόρων και ανάπτυξης δόγματος και τακτικών για έναν εντελώς νέο τύπο ναυτικού πολέμου — τόσο καινοτόμο όσο και η πρώτη εμφάνιση των θωρηκτών ή των σύγχρονων ναυτικών πυροβόλων. Οι πρώτες πλήρους κλίμακας ασκήσεις της πυραυλοφόρου μοίρας πραγματοποιήθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου 1973. Τα πλοία επέστρεψαν στη Χάιφα την παραμονή του Γιομ Κιπούρ. Την επόμενη μέρα, ξέσπασε ο πόλεμος.
Ο διάδοχος του Κίμχε στη διοίκηση της μοίρας, ο Μιχάελ Μπαρκάι, ηγήθηκε πέντε σκαφών προς τα βόρεια, στα ανοικτά των συριακών ακτών κοντά στη Λατάκια. Ο δυναμικός αξιωματικός είπε στους άνδρες του πως, αν τα εχθρικά πυραυλοφόρα δεν έβγαιναν να πολεμήσουν, τα ισραηλινά θα έμπαιναν μέσα στο λιμάνι να τα βρουν. Τρία συριακά σκάφη εμφανίστηκαν και ξεκίνησε η πρώτη ναυμαχία με πυραύλους στην ιστορία. Οι Σύριοι πυροδότησαν πρώτοι· οι Ισραηλινοί είδαν τις πύρινες σφαίρες να κατευθύνονται προς το μέρος τους. Στη Χάιφα, το ναυτικό επιτελείο άκουσε τον διοικητή να αναφέρει ότι οι Σύριοι εκτόξευσαν πυραύλους και ότι τα ισραηλινά σκάφη ανύψωσαν το ηλεκτρονικό τους «ομπρέλα». Για δύο λεπτά, το ραδιόφωνο σίγησε.
Έπειτα ήρθε το μήνυμα: «Οι πύραυλοι έπεσαν στο νερό.» Τα ηλεκτρονικά αντίμετρα είχαν λειτουργήσει.
Τα ισραηλινά σκάφη ανέπτυξαν πλήρη ταχύτητα και πλησίασαν σε απόσταση βολής των Gabriel. Δύο από τα συριακά πλοία βυθίστηκαν· το τρίτο προσάραξε σκόπιμα και καταστράφηκε από κανονιοβολισμό. Δύο νύχτες αργότερα, το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε στα ανοικτά των αιγυπτιακών ακτών: τα αιγυπτιακά πυραυλοφόρα εκτόξευσαν πρώτα και υποχώρησαν προς το λιμάνι. Οι πύραυλοι αποκρούστηκαν και τα ισραηλινά πλοία τα καταδίωξαν. Τρία αιγυπτιακά βυθίστηκαν· κανένα ισραηλινό δεν χτυπήθηκε.
Από εκείνη τη στιγμή, τα ναυτικά των γειτονικών χωρών δεν τόλμησαν να βγουν ξανά από τα λιμάνια τους. Πάνω από εκατό εμπορικά πλοία έφτασαν με ασφάλεια στη Χάιφα στη διάρκεια του πολέμου, μεταφέροντας κρίσιμα εφόδια. Μια νέα εποχή ναυτικού πολέμου είχε αρχίσει.























































