Υπό αντιναυάρχου Π.Ν. ε.α. Αναστασίου Κ. Δημητρακόπουλου
Εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την είσοδο των πρώτων δοκίμων μηχανικών στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, από την οποία, μέχρι τότε, αποφοιτούσαν μόνο μάχιμοι αξιωματικοί με το βαθμό του σημαιοφόρου. Οι μηχανικοί αξιωματικοί του Ναυτικού προέρχονταν από υπαξιωματικούς, φθάνοντας μέχρι το βαθμό του ανώτερου αρχιμηχανικού, που αντιστοιχούσε με αυτόν του μαχίμου πλοιάρχου. Επρόκειτο για στελέχη με εξαίρετη πρακτική τεχνική κατάρτιση, τα οποία όμως στερούνταν τις θεωρητικές γνώσεις που η τεχνολογική εξέλιξη είχε επιβάλει. Επιπλέον, τα έτη που περνούσαν ως υπαξιωματικοί είχαν ως αποτέλεσμα να έχουν πάντοτε μεγάλη ηλικιακή διαφορά από τους μαχίμους ομοιοβάθμους τους.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας τού 1920, είχε αρχίσει να ωριμάζει η αντίληψη ότι η ανταπόκριση στα νέα τεχνολογικά δεδομένα επέβαλλαν την αρτιότερη επιστημονική κατάρτιση των μηχανικών αξιωματικών, παράλληλα δε ότι ήταν αναγκαία η ενίσχυση του ενιαίου πνεύματός τους με τους μαχίμους. Αυτά, μαζί με τη συναδελφικότητα και την αμοιβαία εμπιστοσύνη θα μπορούσαν να αποκτηθούν μόνο με την κοινή προέλευσή τους από τη Σχολή Δοκίμων.
Μία πρώτη απόπειρα ίδρυσης Σχολής Μηχανικών Αξιωματικών έγινε το 1923. Με ένα βραχύτατο νομοθετικό διάταγμα και ένα εκτενές βασιλικό διάταγμα του επομένου έτους, ιδρυόταν σχολή με ονομασία Σχολή Διπλωματούχων Τεχνικών Μηχανικών (ΣΔΤΜ)1Ν.Δ της 11ης Δεκεμβρίου 1923 «Περί συστάσεως Σχολής Μηχανικών τού Β. Ναυτικού και περί μηχανικών βαθμοφόρων» (ΦΕΚ Α΄ 366/1923) και Β.Δ. της 21ης Μαρτίου 1924 «Περί εκτελέσεως του Ν. Διατάγματος “Περί συστάσεως Σχολής Μηχανικών τού Π. Ναυτικού και περί μηχανικών βαθμοφόρων τής 11ης Δεκεμβρίου 1924”» (ΦΕΚ Α΄ 71/1924). Αποσκοπούσε στον καταρτισμό τών νέων μηχανικών αξιωματικών τού Ναυτικού και τη συμπλήρωση των γνώσεων των ήδη υπηρετούντων μέχρι του βαθμού τού επιμηχανικού (πλωτάρχη), με εκ περιτροπής φοίτησής τους στη Σχολή αυτή. Διοικητής της σχολής θα ήταν ανώτερος μάχιμος (!) αξιωματικός, στον οποίον θα υπάγονταν όλες οι μέχρι τότε λειτουργούσες επιμέρους σχολές μηχανικών υπαξιωματικών και ναυτών. Η συγκρότησή της εν λόγω Σχολής δεν προχώρησε.
Ωστόσο, μπροστά στην αναγκαιότητά της, η ιδέα δεν είχε εγκαταλειφθεί. Έτσι, δύο χρόνια αργότερα, επί υπουργού των Ναυτικών του απόστρατου ναυάρχου Αλεξάνδρου Χατζηκυριάκου, με νόμο τού Ιουνίου του 1925 και διάταγμα του Αυγούστου του ιδίου έτους, καταργήθηκαν τα διατάγματα με τα οποία ιδρυόταν η ΣΔΤΜ και συστάθηκε η Σχολή Δοκίμων Μηχανικών2Νόμος 3333 της 5ης Ιουνίου 1925 «Περί βαθμολογίας, κατατάξεως και προσόντων προαγωγής αξιωματικών και υπαξιωματικών μηχανικών τού Π. Ναυτικού» (ΦΕΚ Α΄ 143/1925) και Π.Δ. της 21ης Αυγούστου 1925 «Περί Σχολής Δοκίμων Μηχανικών» (ΦΕΚ Α΄ 229/1925). Αυτή, «αποτελούσα συμπλήρωμα της Σχολής Ν. Δοκίμων», διεπόταν «υπό των αυτών κανονισμών και διατάξεων, υφ’ ων και η τελευταία αύτη, τελούσα υπό την διοίκησιν του αυτού διοικητού».
Η είσοδος στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων γινόταν με εισαγωγικές, διαγωνιστικές εξετάσεις, όπως και αυτή των μαχίμων. Ίδιες ήταν και οι προϋποθέσεις για υποβολή υποψηφιότητάς τους που υποβαλλόταν από το γονέα ή τον κηδεμόνα, δεδομένου ότι η ηλικία εισόδου ήταν τότε 15-16 ετών. Ο αριθμός τών κάθε φορά εισακτέων οριζόταν από το Υπουργείο τών Ναυτικών.
Οι μηχανικοί δόκιμοι συγκροτούσαν ιδιαίτερη κατ’ έτος τάξη, αρκετά δε μαθήματα ήταν κοινά με τους μαχίμους συμμαθητές τους. Φυσικά, διδάσκονταν και άλλα, τα οποία προσιδίαζαν στην ειδικότητά τους. Παράλληλα υφίσταντο την ίδια ναυτική εκπαίδευση, περιλαμβανομένης της συμμετοχής τους στους εκπαιδευτικούς πλόες (περιοδικούς και θερινό). Κατά τα λοιπά, μάχιμοι και μηχανικοί ακολουθούσαν το ίδιο πρόγραμμα, κάτω από συνθήκες κοινής διαβίωσης, στοιχεία τόσον αναγκαία για τη σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων και τη δημιουργία του τόσο αναγκαίου ενιαίου ναυτικού δόγματος.
Μέσα στην ίδια τάξη η αρχαιότητα των μηχανικών δοκίμων προέκυπτε από τη γενική βαθμολογία που είχαν λάβει κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις, στη συνέχεια δε στην αμέσως προηγούμενη τάξη. Για την αρχαιότητα, σε σχέση με τους μαχίμους συμμαθητές τους, λαμβανόταν υπόψιν η αναλογική κατανομή τους σε αυτούς. Έτσι, όλοι οι δόκιμοι είχαν μία σχετική μεταξύ τους σειρά αρχαιότητας.
Οι στολές των μηχανικών (χειμερινή και θερινή, εξόδου και υπηρεσίας) ήταν ίδιες με αυτές των μαχίμων, με χρυσοκέντητη έλικα στη χειρίδα, αντί της άγκυρας που έφεραν οι μάχιμοι συμμαθητές τους.
Η είσοδος μηχανικών δοκίμων επέφερε την ανάγκη και πρακτικής εκπαίδευσής τους σε αντικείμενα της ειδικότητάς τους. Έτσι, το 1927, άρχισε η ανέγερση νέου, μεγάλου, μακρόστενου κτηρίου πίσω από το παλαιό χημείο (ένα από τα πρώτα τέσσερα κτίσματα της ΣΝΔ., που σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο τής Σχολής), για την εγκατάσταση μηχανουργείου, σχεδιαστηρίου, εργαστηρίων κ.λπ. Το κτήριο ολοκληρώθηκε το 1928 και στα τέλη τής δεκαετίας με αρχές τής επομένης, άρχισαν να φθάνουν από τη Γερμανία τόρνοι, εργαλειομηχανές, εργαλεία, επιστημονικά όργανα κ.λπ. για τον εξοπλισμό του. Σήμερα, το αρχικό κτίσμα δεν υπάρχει πια και στη θέση του βρίσκεται νεότερο, το οποίο στεγάζει σύγχρονο μηχανουργείο, εργαστήρια, εξομοιωτές και συναφείς εκπαιδευτικές ευκολίες
Αποφοιτώντας μετά από τετραετείς σπουδές, ονομάζονταν σημαιοφόροι μηχανικοί, δεδομένου ότι με τον ίδιο νόμο του Ιουνίου του 1925 που προαναφέρθηκε, οι βαθμοί τών μηχανικών αξιωματικών ταυτίστηκαν πλέον με εκείνους των μαχίμων, με καταληκτικό όμως αυτόν του πλοιάρχου. Μετά την αποφοίτησή τους έπαιρναν φύλλο πορείας για το Ναύσταθμο για πρακτική εξάσκηση στα συνεργεία του, εργαζόμενοι ως κοινοί τεχνίτες. Στη συνέχεια, τοποθετούντο στα πλοία, όπου υπηρετούσαν τουλάχιστον επί μία δεκαετία.
Στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου έτους 1925, εισήλθαν στη Σχολή, μαζί με τους 19 μαχίμους συμμαθητές τους, οι 13 πρώτοι δόκιμοι μηχανικοί. Επρόκειτο για μία μεγάλη τομή, που αν και στην αρχή αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα, απέδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα. Από τους 13, τρεις δεν ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, 8 αποφοίτησαν στις 10 Οκτωβρίου 1929, άλλοι δε δύο μετά ένα έτος. Σε αυτούς τους πρώτους συγκαταλέγονταν και μερικοί που «έγραψαν ιστορία», ή έφθασαν στο ανώτατο επίπεδο της σταδιοδρομίας για έναν μηχανικό αξιωματικό. Έτσι, αξίζει να μνημονευθούν:

Ο Πάτροκλος Γιάγκος (1911-1989). Υπήρξε ο μόνος μηχανικός απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων ο οποίος μετατάχθηκε στην τότε νεοσύστατη Πολεμική Αεροπορία και υπηρέτησε στο τεχνικό προσωπικό της. Κατά τον Πόλεμο 1940-1941 υπηρέτησε ως αεροπορικός ακόλουθος στο Λονδίνο, από το οποίο, μετά την Κατάρρευση παρουσιάστηκε στη Μέση Ανατολή, όπου υπηρέτησε στην Τεχνική Διεύθυνση της Ανώτερης Διοίκησης Αεροπορίας και σε άλλες τεχνικές θέσεις. Αποστρατεύθηκε το 1946 ως αντισμήναρχος και, ως απόστρατος, χρημάτισε εθνικός αντιπρόσωπος στη Συμβουλευτική Ομάδα Αεροναυτικής Έρευνας και Ανάπτυξης του ΝΑΤΟ (Advisory Group for Aeronautical Research and Development – AGARD).
Ο Χαράλαμπος Κουτσογιαννόπουλος (1909-1995). Αποτάχθηκε ως ανθυποπλοίαρχος για τη συμμετοχή του στο αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα του 1935. Κατά την Κατοχή, ανέλαβε την ηγεσία τής αντιστασιακής οργάνωσης ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΙΙ, συνέβαλε δε στο προπαρασκευαστικό στάδιο της επιχείρησης ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου (25 Νοεμβρίου 1942). Το 1943, συνελήφθη από τους Γερμανούς, αλλά εξαγοράστηκε (!) από τους Βρετανούς «γιατί ήξερε πολλά». Στη συνέχεια, το ίδιο έτος, διέφυγε από την κατεχόμενη Ελλάδα και παρουσιάστηκε στη Μέση Ανατολή. Εκεί, επαναφέρθηκε στη μόνιμη υπηρεσία και προήχθη σε πλωτάρχη. Ωστόσο, δεν χρησιμοποιήθηκε από το Ναυτικό, αλλά απεστάλη από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στη Σχολή Αλεξιπτωτιστών τής Χάιφας και, μετά την εκπαίδευσή του, επέστρεψε στην Ελλάδα (Απρίλιος 1944) μαζί με άλλους εκπαιδευμένους Έλληνες πράκτορες. Αποστρατεύθηκε το 1945, με αίτησή του, με το βαθμό τού πλωτάρχη.
Ο Ελλάδιος Σίδερης (1909-1985): Σε όλη τη διάρκεια τού Πολέμου 1940-1941 διετέλεσε διευθυντής μηχανών του αντιτορπιλικού Ύδρα και τραυματίστηκε κατά τη βύθισή του, τον Απρίλιο του 1941, από γερμανική αεροπορική προσβολή. Διέφυγε στη Μέση Ανατολή και συνέχισε να υπηρετεί σε πλοία επιφανείας, μετέχοντας στις συμμαχικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης της απόβασης στο Άνζιο της Ιταλίας (Ιανουάριος 1944). Τον Απρίλιο 1944 έλαβε μέρος στο Άγημα Εμβολής για την ανακατάληψη των πλοίων του Ναυτικού που, ναυλοχώντας στην Αλεξάνδρεια και το Πορτ Σάιντ, είχαν καταληφθεί από τους στασιαστές του Κινήματος της Μέσης Ανατολής. Ύστερα από την Απελευθέρωση, διετέλεσε διευθυντής των Τεχνικών Υπηρεσιών του Ναυστάθμου Σαλαμίνας και Αρχηγός του Δ΄ Κλάδου (τεχνικού) του ΓΕΝ. Την περίοδο 1950-1954, διατέθηκε στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας για την παρακολούθηση της κατασκευής εμπορικών πλοίων που ναυπηγούντο στην Ιταλία για λογαριασμό της Ελλάδας, στο πλαίσιο των πολεμικών επανορθώσεων. Αποστρατεύθηκε το 1960 με το βαθμό του υποναυάρχου.
Ο Αλέξανδρος Μιχόπουλος (1909-2005): Σε όλη τη διάρκεια τού Πολέμου 1940-1941 διετέλεσε διευθυντής μηχανών του αντιτορπιλικού Ψαρά μέχρι τη βύθισή του, τον Απρίλιο του 1941, από γερμανική αεροπορική προσβολή. Κατά την Κατάρρευση ακολούθησε το Στόλο κατά την αποδημία του στη Μέση Ανατολή, επιβαίνοντας στο θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ. Εκεί συνέχισε να υπηρετεί σε πλοία επιφανείας, μετέχοντας στις συμμαχικές επιχειρήσεις. Μετά την Απελευθέρωση, διετέλεσε, διαδοχικά, αρχιμηχανικός Στόλου, ανώτερος τεχνικός διευθυντής στο Υπουργείο των Ναυτικών και αρχηγός Γ΄ Κλάδου (διοικητικής μέριμνας) του ΓΕΝ. Αποστρατεύθηκε με αίτησή του το 1956 με το βαθμό τού υποναυάρχου.
Ο Άγγελος Στεριόπουλος (1910-1994): Σε όλη τη διάρκεια τού Πολέμου 1940-1941 διετέλεσε διευθυντής μηχανών του αντιτορπιλικού Πάνθηρ, με το οποίο ακολούθησε το Στόλο κατά την αποδημία του στη Μέση Ανατολή. Εκεί συνέχισε να υπηρετεί σε πλοία επιφανείας, μετέχοντας στις συμμαχικές επιχειρήσεις. Μετά την Απελευθέρωση, ολοκλήρωσε τη σταδιοδρομία του υπηρετώντας ως αρχηγός τού Δ΄ Κλάδου (τεχνικού) του ΓΕΝ και τεχνικός επιθεωρητής Ναυτικού, έχοντας δε προαχθεί σε υποναύαρχο, αποστρατεύθηκε με αίτησή του το 1965.
Αποφοιτώντας από τη Σχολή, οι μηχανικοί αξιωματικοί τής εποχής ονομάζονταν μεν σημαιοφόροι, αλλά η σειρίδα τού βαθμού τους δεν έφερε από πάνω τον κύκλο (τη γνωστή «κουλούρα»), ο οποίος περιοριζόταν μόνο στους μαχίμους. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1933 καθορίστηκε οι σειρίδες τών μηχανικών αξιωματικών που προέρχονταν από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων να είναι ίδιες με αυτές των μαχίμων (δηλαδή με κύκλο), επιραπτόμενες σε βελούδινο ύφασμα βαθέως ιώδους χρώματος. Αυτό δεν ίσχυε για τους εκ πληρωμάτων μηχανικούς αξιωματικούς3Π.Δ. της 28ης Απριλίου 1933 «Περί καθορισμού διακριτικών στολής αξιωματικών μηχανικών Π.Ν.» (ΦΕΚ Α΄ 106/1934), που όμως επεκτάθηκε και σε αυτούς τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, με τη διαφορά ότι, επάνω από τον κύκλο των κατώτερων μόνο αξιωματικών, φερόταν χρυσοκέντητη έλικα4Π.Δ. της 22ας Ιανουαρίου 1934 «Περί καθορισμού διακριτικών στολής αξιωματικών μηχανικών πληρωμάτων (Μηχ. Α.Π)» (ΦΕΚ Α΄ 84/1934). Ήταν ο πρώτος κλάδος που αποκτούσε τον «κύκλο των μαχίμων».
Στα 100 αυτά χρόνια που έχουν περάσει από την είσοδο των πρώτων μηχανικών δοκίμων το 1925 η Σχολή έχει δεχθεί κάθε έτος αντίστοιχες τάξεις, με εξαίρεση την περίοδο της Κατοχής, έχουν δε αποφοιτήσει περίπου 1.350 μηχανικοί σημαιοφόροι.
Αρχικά και για μεγάλο διάστημα, ο καταληκτικός βαθμός των μηχανικών ήταν αυτός του πλοιάρχου, καθώς αυτοί του ναυάρχου προβλέπονταν μόνο για τους μαχίμους. Αργότερα, στα τέλη τού 1964, θεσμοθετήθηκε για τους μηχανικούς ο βαθμός του υποναυάρχου (με πρώτο τον Ηλ. Πολιτάκο, τάξης εισόδου 19265Ο βαθμός του αρχιπλοιάρχου δεν είχε ακόμη θεσμοθετηθεί στο Ναυτικό. Αυτό έγινε δύο χρόνια αργότερα, το 1966, και ίσχυσε και για τους μηχανικούς (καθώς και τους οικονομικούς και τους ιατρούς).), ενώ από το 2010 οι οργανικές θέσεις των μηχανικών περιλαμβάνουν πλέον έναν αντιναύαρχο και δύο υποναυάρχους.
Και άλλα πολλά έχουν αλλάξει για την εισαγωγή και τη φοίτηση των ναυτικών δοκίμων (μαχίμων και μηχανικών) στη «Βασσάνειο» Σχολή.
Η πρώτη μεγάλη αλλαγή επήλθε το 1968. Οι διαγωνιζόμενοι υποψήφιοι έπρεπε πλέον να έχουν απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης, ενώ μέχρι τότε οι υποψήφιοι ήταν απόφοιτοι της 3ης Γυμνασίου, έως 18 ετών. Αιτία για την αλλαγή υπήρξε η θεσμοθέτηση της ισοτιμίας της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων με τα λοιπά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.
Επρόκειτο για μια μεγάλη αλλαγή όχι μόνο στον εκπαιδευτικό τομέα, υπαγορευόμενη από τις νέες απαιτήσεις που επιβάλλονταν από τις τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και στον όλο ιστό της Σχολής, καθώς, λόγω της μεγαλύτερης ηλικίας τους, οι εισερχόμενοι δόκιμοι ήταν περισσότερο ολοκληρωμένα άτομα. Επίσης, για την κάλυψη των αναγκών των πολυάριθμων πλέον Δοκίμων και για την ανταπόκριση στις σύγχρονες συνθήκες, κατασκευάστηκε το 1973 το νέο κτήριο ενδιαιτήσεων στο χώρο του παλαιού σκοπευτηρίου, αφήνοντας το «Κεντρικό Κτήριο» (όπως ονομαζόταν το πρώτο μεγάλο πετρόκτιστο κτίσμα) για τη διοίκηση της Σχολής και τις έδρες των καθηγητών.
Μια ιστορική καμπή για τη Σχολή Δοκίμων αποτέλεσε η ένταξή της, το 1984, στο σύστημα εισαγωγής με βάση τα αποτελέσματα των Πανελληνίων Εξετάσεων, ενώ μία άλλη, εξίσου σημαντική καμπή υπήρξε η για πρώτη φορά είσοδος γυναικών στη Σχολή το 2002. Η πρώτη μηχανικός σημαιοφόρος αποφοίτησε το 2007 και έκτοτε, σχεδόν κάθε χρόνο, οι τάξεις που αποφοιτούν περιλαμβάνουν γυναίκες. Να σημειωθεί εδώ ότι το γυναικείο προσωπικό αποτελεί πλέον μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού του Ναυτικού μας, αδιακρίτως κατηγορίας, κλάδου ή ειδικότητας, χωρίς κατά τίποτε να υστερούν από τους άνδρες συναδέλφων τους. Πρόκειται για μια πραγματική «επανάσταση» η οποία, παρά τις επιφυλάξεις που είχαν εκφραστεί, είχε τελικά θετικό αποτέλεσμα.
Φυσικά, αλλαγές επέφεραν και η πλήρης ένταξη της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, η σε όλα τα επίπεδα τεχνολογική εξέλιξη που επέβαλε την αναμόρφωση της εκπαίδευσης των μελλοντικών στελεχών του Ναυτικού μας, αλλά και οι κατακλυσμιαίες κοινωνικές μεταβολές που έχουν επέλθει.
Σήμερα πια το φυτώριο του ανώτερου προσωπικού του Ναυτικού έχει γίνει αγνώριστο σε σύγκριση με αυτό που ήταν πριν από μερικές ακόμη δεκαετίες. Υπάρχει, όμως, κάτι που παραμένει αμετάλλακτο: ο δεσμός των αποφοίτων της με τη Σχολή, καθώς τα χρόνια και οι εμπειρίες που έχουν περάσει σε αυτήν τους κάνουν να την αισθάνονται σαν δεύτερο σπίτι τους. Σε κάποιον που δεν ανήκει στην ιδιαίτερη αυτή «οικογένεια» μπορεί τα λόγια τούτα να μοιάζουν με συναισθηματικές εξάρσεις ενός υπέργηρου, που πέρασε για πρώτη φορά την Πύλη της πριν από… 70 χρόνια (!). Αλλά θα τον διαβεβαίωνα ότι δεν απέχουν από την πραγματικότητα…
Βιβλιογραφία
-
Φακίδη Ι., πλοιάρχου Π.Ν., Ιστορία τής Σχολής Ναυτικών Δοκίμων (1845-1973), αυτοέκδ., Αθήνα, 1975.
-
Δημητρακόπουλου Α., αντιναυάρχου Π.Ν., Ιστορία τού Πολεμικού Ναυτικού, 1913-1940, Ναυτικόν Μουσείον τής Ελλάδος, Πειραιάς, 202
-
Δημητρακόπουλου Α., αντιναυάρχου Π.Ν., Βιογραφικό Λεξικό τών Αποφοίτων τής Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Οι Τάξεις Εισόδου 1884-1950, Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, Αθήνα, 2006.