Λαχταρούν την υγεία αυτοί που είναι άρρωστοι, και αυτοί που πολεμούν λαχταρούν την ειρήνη.
Πλούταρχος
Γράφει η Κατερίνα Μιχαηλίδου
Ο βρετανικός κινηματογράφος μετά τον ΒΠΠ γεμίζει με ταινίες που απεικονίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι σύμμαχοι θριάμβευσαν οι σύμμαχοι επί της Ναζιστικής Γερμανίας. Μια από τις πιο επιτυχημένες και επικές είναι η ταινία “Βυθίσατε το Μπίσμαρκ” του 1960 με πραγματικά πλάνα μάχης. Πρόκειται για μια ελάχιστα γνωστή ταινία πολέμου που θα μπορούσε να συγκριθεί με ταινίες όπως το “Πάτον”. Όπως πάντα σε αυτή τη στήλη πριν μιλήσουμε για την ταινία, θα αναφερθούμε στα ιστορικά γεγονότα.
Τον Μάιο του 1941 η Μάχη της Αγγλίας έχει τελειώσει εδώ και έξι μήνες και η απειλή μιας γερμανικής εισβολής μάλλον έχει αποφευχθεί οριστικά. Ωστόσο, οι Βρετανοί ανησυχούν για τη συνέχιση του πολέμου, επειδή γερμανικά σκάφη επιφανείας και υποβρύχια επιχειρούν όλο και πιο επιτυχημένα κατά των οδών ανεφοδιασμού στον Βόρειο Ατλαντικό, χτυπώντας τις νηοπομπές που έρχονταν από τις ΗΠΑ. Πολλά εμπορικά πλοία που μεταφέρουν τρόφιμα, πετρέλαιο και στρατιωτικές προμήθειες, καταλήγουν στον βυθό της θάλασσας.
Η προέλαση της ναζιστικής Γερμανίας συνεχιζόταν και τα πάντα για τους Βρετανούς έμοιαζαν δυσοίωνα: Η μοναδική περιοχή στην Ευρώπη, όπου μπορούσαν ακόμη να πατούν, η Κρήτη, κερδιζόταν βήμα-βήμα από τους Γερμανούς, ενώ στις θάλασσες τα γερμανικά υποβρύχια σκορπούσαν τον όλεθρο. Στο Ιράκ, εξελισσόταν η εξέγερση του Αλή Ρασίντ κατά της αγγλικής κατοχής και στη Γαλλία η κυβέρνηση του Βισύ παραχωρούσε τα αεροδρόμια της Συρίας στους Γερμανούς και διαπραγματευόταν την παροχή διευκολύνσεων στα γαλλικά λιμάνια της Αφρικής.
Υπό αυτές τις συνθήκες μια νίκη γοήτρου ήταν επιτακτική ανάγκη για τους Άγγλους. Τότε ήρθε στο προσκήνιο το Μπίσμαρκ. Το Μπίσμαρκ και το αδελφό του πλοίο, το Τίρπιτς, ήταν τα ισχυρότερα θωρηκτά που κατασκευάστηκαν ποτέ από την Γερμανία. Πήρε το όνομά του από τον καγκελάριο Ότο φον Μπίσμαρκ. Καθελκύστηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1939, ζύγιζε 50.900 τόνους και είχε μήκος πάνω από 820 πόδια. Ο οπλισμός του περιελάμβανε οκτώ πυροβόλα 15 ιντσών, δώδεκα πυροβόλα 5,9 ιντσών, δεκαέξι πυροβόλα 4,1 ιντσών και πολλά αντιαεροπορικά πυροβόλα, καθιστώντας το έναν τρομερό αντίπαλο στην ανοιχτή θάλασσα.
Μετά από εκτεταμένες θαλάσσιες δοκιμές, το Μπίσμαρκ απέπλευσε στις 18 Μαΐου 1941, υπό τη διοίκηση του ναύαρχου Γκύντερ Λύτγιεν, και κυβερνήτη τον Ότο Ερνστ Λίντεμαν. Το παρθενικό του ταξίδι έμελλε να είναι ιστορικό. Αποστολή του ήταν να πλήξει τη βρετανική ναυτιλία στον Βόρειο Ατλαντικό.

Στις 22 Μαΐου μεταδόθηκε στο Αγγλικό ναυαρχείο ότι το Μπίσμαρκ βγήκε από τα νορβηγικά φιόρδ και περνούσε από τα στενά της Δανίας, συνοδευόμενο από το ολοκαίνουργιο βαρύ καταδρομικό «Πρίγκιπας Όιγκεν». Η επιλογή ήταν μία: Το Βρετανικό Ναυτικό έπρεπε να βρει και να καταστρέψει το Μπίσμαρκ προτού αυτό καταφέρει να πλησιάσει τις λωρίδες των νηοπομπών και να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στην εμπορική ναυτιλία που αποτελούσε την αιμοδοσία των Βρετανικών Νήσων. Με τα οκτώ του πυροβόλα των 15 ιντσών, ήταν ικανό να καταστρέψει κάθε πλοίο μιας νηοπομπής, ενώ παρέμενε εκτός εμβέλειας όλων των πολεμικών πλοίων του Βασιλικού Ναυτικού. Το αγγλικό ναυαρχείο έστειλε τα καταδρομικά «Σάφολκ» και «Νόρφολκ» πάνω στην πορεία του μεγαθήριου, για να το παρακολουθούν, και κινητοποίησε τα πλοία του στον Ατλαντικό.
Το Μπίσμαρκ, κινήθηκε προς τον Βόρειο Πόλο κατευθύνθηκε δυτικά, με πορεία τα στενά Ισλανδίας – Γροιλανδίας, που εκείνη την εποχή ήταν γεμάτα κινούμενους αλλά και βυθισμένους πάγους σε περιοχές με ομίχλη. Το Σάφολκ εντόπισε το Μπίσμαρκ στις 10 τη νύχτα, στις 23 Μαΐου. Προτίμησε να χωθεί στην ομίχλη και να το παρακολουθεί από το ραντάρ. Στις 11 τη νύχτα, το Μπίσμαρκ βρέθηκε απέναντι στο Νόρφολκ το οποίο αφού εξαπέλυσε μιαν ομοβροντία, κρύφτηκε και αυτό στην ομίχλη. Και τα δύο ειδοποίησαν το ναυαρχείο.

Προς την περιοχή έσπευσε το αγγλικό θωρηκτό Χουντ, το “καμάρι” του Βασιλικού Ναυτικού, το μεγαλύτερο τότε πολεμικό πλοίο στον κόσμο, αλλά πιο δυσκίνητο κι αρκετά πιο παλιό από το Μπίσμαρκ. Μαζί με το Χουντ, έσπευσε και το νεότευκτο θωρηκτό Πρίγκιπας της Ουαλίας. Πλέοντας νότια της Ισλανδίας, τα αγγλικά θωρηκτά βρέθηκαν μπροστά στο Μπίσμαρκ, στις 24 Μαΐου, τα ξημερώματα και άνοιξαν πυρ. Το Μπίσμαρκ πρόλαβε να πάρει ευνοϊκή θέση και ν’ ανταποδώσει. Με την τρίτη του ομοβροντία, έπληξε καίρια το Χουντ που βυθίστηκε αμέσως. Από τους 1419 άνδρες του, σώθηκαν μόνον τρεις.

Μετά τη βύθιση του Χουντ, το βρετανικό ναυαρχείο συγκέντρωσε κάθε διαθέσιμο πλοίο στον κεντρικό Ατλαντικό και προσπάθησε να εντοπίσει το θηριώδες πλοίο. Απαλλαγμένο από το Χουντ, το Μπίσμαρκ στράφηκε κατά του Πρίγκιπα της Ουαλίας, το οποίο αφού χτυπήθηκε τέσσερις φορές αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μάχη. Εκτός από τα καταδρομικά Σάφολκ και Νόρφολκ, που ήδη είχαν αναμετρηθεί μαζί του, τα θωρηκτά Βασιλέας Γεώργιος Ε, Ρόντνεϊ, το αεροπλανοφόρο Βικτόριους με τα συνοδά αντιτορπιλικά, όπως και το αεροπλανοφόρο Άρκ Ροαγιάλ που είχε ξεκινήσει απο το Γιβραλτάρ, συγκρότησαν έναν ισχυρό στόλο που ρίχθηκε στο κυνήγι του γερμανικού θωρηκτού.
Δύο επιθέσεις βρήκαν το γερμανικό θωρηκτό: Μια από τα τορπιλοπλάνα Σουόρντφις από το Βικτόριους το απόγευμα της 24ης με φτωχά αποτελέσματα και άλλη μία το βράδυ της 26ης προς 27η Μαΐου από το Άρκ Ροαγιάλ. Στη δεύτερη επίθεση, το Μπίσμαρκ, με έλλειψη καυσίμων, ανίκανο να ανεφοδιαστεί λόγω της στενής παρακολούθησης αλλά και χάνοντας πετρέλαιο από πλήγμα που του είχε προξενήσει το Πρίγκιπας της Ουαλίας (στην αναμέτρηση στα Δανικά Στενά), χτυπήθηκε από τορπίλη στο πηδάλιο. Το πλήγμα προκάλεσε καίρια ζημιά που ήταν αδύνατον να επισκευαστεί, αναγκάζοντας το πλοίο να πλέει με χαμηλή ταχύτητα και σε τεθλασμένη πορεία.
Την επόμενη μέρα, κι ενώ όλο το βράδυ βρετανικά αντιτορπιλικά παρενοχλούσαν το σκάφος εξαντλώντας το πλήρωμα του, τα μεγάλα βρετανικά πολεμικά προσέγγισαν για την καθοριστική μάχη. Στις 08:47 τα Ρόντνεϊ και Βασιλέας Γεώργιος Ε άνοιξαν πυρ. Για 2 ολόκληρες ώρες το Μπίσμαρκ βρισκόταν υπό τα συνδυασμένα πυρά των βρετανικών πλοίων ανίκανο σχεδόν να ανταποδώσει λόγω της αδυναμίας του να ελιχθεί. Με το μεγαλύτερο μέρος της υπερκατασκευής κατεστραμμένο και τα πυροβόλα του εκτός, οι Βρετανοί προσέγγισαν και τορπίλισαν το πλοίο. Σύμφωνα με μαρτυρίες Γερμανών επιζώντων μια από τις βολές του Ρόντνεϊ πιθανότατα σκότωσε τον κυβερνήτη Λίντεμαν και τον Ναύαρχο Λύτγιενς καθώς και όλο το επιτελείο της γέφυρας.

Με την ηγεσία του θωρηκτού να έχει χαθεί, η διοίκηση πέρασε στα χέρια του αντιπλοιάρχου Χανκ Ελς, αξιωματικού επιχειρήσεων του πλοίου, ο οποίος διέταξε την εγκατάλειψη και την ενεργοποίηση των πυρομαχικών καταστροφής. Η εντολή εκτελέστηκε μέσα σε κατάσταση χάους. Τα πυρομαχικά εξερράγησαν σκοτώνοντας αρκετούς ναύτες, ιδίως στα κατώτερα καταστρώματα τα οποία δεν πρόλαβαν να εγκαταλείψουν εγκαίρως. Καθώς οι τελευταίοι επιζώντες πηδούσαν στα φλεγόμενα από τα λάδια και το πετρέλαιο κύματα, ανέφεραν πως είδαν τον κυβερνήτη του θωρηκτού, πλοίαρχο Λίντεμαν, να στέκεται προσοχή στην πλώρη καθώς το πλοίο έπαιρνε κλίση πριν βυθιστεί. Δεδομένου, όμως, ότι ο Λίντεμαν βρισκόταν στη γέφυρα κατά τη διάρκεια της μάχης και μάλλον είχε ήδη σκοτωθεί, η φιγούρα ίσως να ανήκε σε κάποιον άλλο αξιωματικό ή δημιουργήθηκε στη φαντασία των μελών του πληρώματος.
Από τους 2.200 ναυτικούς του μόλις 110 διασώθηκαν από βρετανικά πλοία, αφού η επιχείρηση διάσωσης διακόπηκε λόγω συναγερμού για παρουσία U-Βoot στην περιοχή. Τα αγγλικά πλοία είχαν σχεδόν εξαντλήσει τα αποθέματα καυσίμων και πυρομαχικών τους, ένδειξη της δυσκολίας καταστροφής του στόχου. Οι ναυαγοί του Μπίσμαρκ παρέμειναν στα παγωμένα νερά του βορείου Ατλαντικού μέχρι που το κρύο τους κατέβαλε. Την επομένη άλλοι 5 του πληρώματος διασώθηκαν από γερμανικά υποβρύχια και πετρελαιοφόρα. Ήταν μια από τις πιο συγκλονιστικές ναυμαχίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η απώλεια του Μπίσμαρκ μαζί με εκείνη του Γιαμάτο στον Ειρηνικό ήταν απόδειξη ότι η εποχή των θωρηκτών, έφτανε στο τέλος της.
Η υπηρεσία του Μπίσμαρκ ήταν βραχύβια όμως άφησε ανεξίτηλο σημάδι στον ναυτικό πόλεμο. Ο συνδυασμός δύναμης πυρός και ταχύτητας εδραίωσαν τη θέση του ως θρύλο στη στρατιωτική ιστορία. Οι τακτικές μάχης που χρησιμοποιούσαν οι Βρετανοί για να βυθίσουν το Μπίσμαρκ επηρέασαν τις ναυτικές στρατηγικές για τις επόμενες δεκαετίες.
Τα συντρίμμια του πλοίου ανακαλύφθηκαν το 1989, πάνω από 3.000 μέτρα κάτω από την επιφάνεια, λειτουργώντας ως επίσημη υπενθύμιση του κόστους του πολέμου. Η επιτυχία ήρθε να τονώσει το ηθικό των Βρετανών μετά την ήττα και την αποχώρηση τους από την Κρήτη, που ολοκληρώθηκε την επόμενη ημέρα.

Ας γυρίσουμε τώρα στην ταινία “Βυθίσατε το Μπίσμαρκ” που βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα που ήδη περιγράψαμε. Η ταινία σε σκηνοθεσία Λιούις Γκίλμπερτ, διάρκειας 97 λεπτών, είναι μεταφορά στην μεγάλη οθόνη του βιβλίου του 1959 “Οι τελευταίες εννέα μέρες του Βίσμαρκ” του Σέσιλ Σκοτ Φόρεστερ. Γυρίστηκε ασπρόμαυρη με μουσική επένδυση των Μιούιρ Μάθισον και Κλίφτον Πάρκερ.
Στην ταινία γίνεται προσπάθεια να απεικονιστεί και η ανθρώπινη ιστορία πίσω από την πολεμική προσπάθεια, δείχνοντας σεβασμό στον εχθρό τιμώντας όμως και το θάρρος των γενναίων Βρετανών στρατιωτών αλλά και των αφανών ηρώων του “παρασκηνίου”.
Για λόγους δραματοποίησης στο βιβλίο αλλά και στην ταινία υπάρχουν μερικές διαφοροποιήσεις από τα αληθινά γεγονότα, όπως η βύθιση του Σόλεντ – δεν υπήρχε αντιτορπιλικό με το όνομα Σόλεντ – και στην πραγματικότητα κανένα αντιτορπιλικό δεν χάθηκε την τελευταία νύχτα. Για τους ίδιους λόγους, αναφέρονται στοιχεία της ζωής του λοχαγού Τζόναθαν Σέπαρντ (Κένεθ Μορ): η σύζυγός του σκοτώθηκε σε γερμανικό βομβαρδισμό, ανησυχεί για τον γιο του που επέβαινε στο αεροπλανοφόρο Αρκ Ρουαγιάλ και είχε δηλωθεί αγνοούμενος – τελικά σώζεται – και η συμπάθεια που αναπτύσσεται με την όμορφη νεαρή υπολοχαγό Άννα Ντέιβις (Ντάνα Γουίντερ), ενώ παράλληλα διεξάγονται οι πολεμικές δραστηριότητες. Το έργο τελειώνει με τον Σέπαρντ, με χαρούμενη διάθεση, να προσκαλεί την Άννα σε γεύμα.
Σε αυτή τη δραματική ταινία περιπέτειας του 1960 παρουσιάζεται επίσης το καταδρομικό HMS Μπέλφαστ (που τώρα σώζεται στον Τάμεση στο Λονδίνο), το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να απεικονίσει τα καταδρομικά που συμμετείχαν στην καταδίωξη του Μπίσμαρκ.
Η υποκριτική των πρωταγωνιστών είναι άριστη και τα ειδικά εφέ (για τα δεδομένα της εποχής της ταινίας) μεταδίδουν πιστά την ένταση και τον ενθουσιασμό αυτής ναυτικής σύγκρουσης.
Στο τέλος της ταινίας εμφανίζεται ένα κείμενο που αναγνωρίζει ότι ο χαρακτήρας “Σέπαρντ” είναι φανταστικός, αποστασιοποιημένος από τον αξιωματικό του ναυτικού που πρωταγωνίστησε στα πραγματικά γεγονότα. Τα τεράστια μοντέλα κινηματογραφηθήκαν μέσα σε μεγάλες δεξαμενές νερού με εξαιρετική δουλειά ως προς την κάμερα, τον φωτισμό, τον καπνό κ.λπ.
Το γεγονός ότι δεν έγιναν έγχρωμες λήψεις κατέστησε δυνατή τη χρήση κάθε είδους φωτογραφιών αρχείου για την συμπλήρωση λεπτομερειών. Η κινηματογράφηση των μηχανισμών που χρησιμοποιούνται για την επαναγέμιση των γιγάντιων κανονιών στα πλοία είναι συναρπαστική.
Καταλήγοντας να πούμε ότι είναι μια ταινία ημι-ντοκιμαντέρ που αντέχει στο χρόνο και όπως πάντα θα σας προτρέψουμε να την παρακολουθήσετε.