Tου Άρη Μπιλάλη
Η πρόσφατη έκθεση των ευρημάτων από το βυθό των Αντικυθήρων στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, ίσως έφεραν στο νου ορισμένων τις πρώτες προσπάθειες ανέλκυσης αντικειμένων από το αρχαίο ναυάγιο. Το 1900 ένα από τα πλοία που συνέδραμαν στις προσπάθειες αυτές ήταν το πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού ΜΥΚΑΛΗ. Αυτό μαζί με το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ είχαν παρουσία πολλών δεκαετιών τόσο στα δρώμενα του εμπορικού όσο και του πολεμικού μας Ναυτικού.
To Σεπτέμβριο του 1885 η Βουλγαρία προσάρτησε την ως τότε αυτόνομη οθωμανική περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας στην οποία ζούσαν και ακμάζοντες ελληνικοί πληθυσμοί. Η κίνηση αυτή εξέγειρε την κοινή γνώμη στη Ελλάδα καθώς εκλήφθη αφενός ως παράνομη και αφετέρου ως ένα πρελούδιο για επεκτατισμό της Βουλγαρίας στη Μακεδονία και τη Θράκη. Υπό αυτές τις συνθήκες η νεοσύστατη κυβέρνηση του Θεόδωρου Δεληγιάννη κήρυξε επιστράτευση και ξεκίνησε προετοιμασίες για ένα πολέμου ενάντια στην Τουρκία προκειμένου να προφυλαχθεί ο ελληνισμός της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Προκειμένου να εξασφαλίσει τις δια θαλάσσης μεταφορές των στρατευμάτων αγόρασε εσπευσμένα το Μάρτιο του 1886 δυο βρετανικά επιβατηγά ατμόπλοια.
Το ένα ήταν το 831 κ.ό.χ. BUZZARD που είχε ναυπηγηθεί το 1884 στο ναυπηγείο J. & G. Thomson στο Clydebank της Σκωτίας για την εταιρία G. & J. Burns. Το διπλέλικο σκάφος είχε μήκος 64,2 μέτρα και πλάτος 9,9 ενώ μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 15 κόμβων. Το πλοίο πραγματοποίησε το παρθενικό του ταξίδι τον Ιούλιο του 1884 στη γραμμή Γλασκώβη-Μπέλφαστ αλλά τα ημερήσια δρομολόγια που εκτελούσε δεν είχαν εμπορική επιτυχία και έτσι πουλήθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση. Έλαβε το όνομα ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ και μετετράπη για χρήση ως οπλιταγωγό εξοπλισμένο με δυο μυδραλιοβόλα.
Το δεύτερο πλοίο ήταν το 935 κ.ό.χ. ELDORADO του οποίου η ναυπήγηση ολοκληρώθηκε το Μάιο του 1885 στο ναυπηγείο Earle’s Shipbuilding & Engineering Co στο Hull της Αγγλίας για την εταιρία T. Wilson, Sons & Co Ltd. Το επιβατηγό σκάφος που είχε μήκος 71,6 μέτρων και πλάτος 9,15 και μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 16 κόμβων, ταξίδευε στη γραμμή Bergen-Stavanger-Hull. Μετά την ύψωση της Ελληνικής σημαίας μετονομάστηκε ΜΥΚΑΛΗ και εντάχθηκε στη δύναμη του Στόλου ως οπλιταγωγό.
Η εσπευσμένη αγορά των δυο πλοίων είχε ως αποτέλεσμα να κοστίσουν υπέρογκα και έτσι έλαβαν αρνητική δημοσιότητα. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω επίγραμμα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Άστυ με τίτλο «Σφακτηρία και Μυκάλη» υπογεγραμμένο από «το χέρι» :
Όταν δε το Θοδωράκη έπιασε πολέμου ζάλη
Έφερε τη Σφακτηρία, έφερε και τη Μυκάλη.
Τώρα όμως που στο σπίτι μέρα νύχτα ησυχάζει
Προσπαθούν να τα ξεκάμουν, μα κανείς δεν τ΄αγοράζει!
Και τα δυο βαπόρια στέκουν εις την μέση του γιαλιού
Και χρωστά τη Σφακτηρία και χρωστά τη Μυκαλού.
Επίσης, εξαιτίας της αρνητικής εικόνας που είχε δημιουργηθεί για τα δυο πλοία είχε αναφερθεί ότι κατά τη ναυπήγηση τους προορίζονταν για χρήση ως πλωτές χαρτοπαιχτικές λέσχες!
Μιας και οι εχθροπραξίες δεν ξεκίνησαν, τα δυο πλοία περιήλθαν για ακτοπλοϊκή χρήση στην κρατική «Ελληνική Ατμοπλοΐα» που είχε την έδρα της στη Σύρο. Το 1893 η κακοδιαχείριση της εταιρίας και η ανάμιξη του δημοσίου οδήγησαν στην πτώχευση της εταιρίας. Τότε είχε αποτυπωθεί και η φράση «Σφακτηρία και Μυκάλη μ’ έφεραν σ’ αυτό το χάλι». Κατόπιν τα πλοία της εταιρίας ναυλώθηκαν για έξι μήνες από την Πειραϊκή εταιρία «Τζων ΜακΝτούαλ & Βαρβούρ». Στη συνέχεια δημιουργήθηκε η «Νέα Ελληνική Ατμοπλοΐα» και τα ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ και ΜΥΚΑΛΗ πέρασαν μαζί με τα υπόλοιπα πλοία στην ιδιοκτησία της. Ωστόσο και η εταιρία αυτή αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και τα πλοία της διαμοιράστηκαν με τα ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ και ΜΥΚΑΛΗ να περιέρχονται στο Κράτος που με τη σειρά του τα διέθεσε στο Πολεμικό Ναυτικό. Τα δυο πλοία χρησιμοποιήθηκαν ως βοηθητικά καθώς και ως θαλαμηγοί για τις μεταφορές μελών της βασιλικής οικογένειας και άλλων επισήμων. Το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ είχε τη τιμή να είναι το πρώτο πλοίο που διέσχισε την διώρυγα της Κορίνθου, στα εγκαίνια του στις 25 Ιουλίου 1893, μεταφέροντας τον βασιλιά Γεώργιο Α’.
Τον Ιανουάριο του 1897 οι τουρκικές δυνάμεις προέβησαν σε διώξεις των χριστιανών της Κρήτης που κορυφώθηκαν με σφαγές. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης και πολιτικοστρατιωτικών κύκλων η κυβέρνηση Δεληγιάννη έστειλε ναυτικές δυνάμεις με σκοπό: «Να παρεμποδίσει δια της βίας κάθε αποβίβασιν τουρκικού στρατού στην Κρήτη και να προστατεύσει τα μεταφερόμενα από Κρήτη σε λοιπή Ελλάδα γυναικόπαιδα». Στις 14/27 Ιανουαρίου 1897 απέπλευσε μεταξύ άλλων το ΜΥΚΑΛΗ (κυβερνήτης Γ. Κουντουριώτης) και δυο ημέρες αργότερα το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ (κυβερνήτης Πλοίαρχος Δ. Βουδούρης) στο οποίο επέβαινε ο Πρίγκηπας Γεώργιος. Το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ θα επιστρέψει αργότερα στον Πειραιά για να μεταφέρει 6.000 άρτους στους Κρητικούς πρόσφυγες που είχαν βρει καταφύγιο στη Μήλο, ενώ παρέλαβε και 600 πρόσφυγες για να τους μεταφέρει στη Σύρο και τον Πειραιά. Μετά την παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Κρήτη και την κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, το ΜΥΚΑΛΗ στάλθηκε στο Ιόνιο για να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις στον Αμβρακικό Κόλπο. Εκεί το πλοίο δέχθηκε πυρά από τα τουρκικά πυροβολεία στη θέση Παλιοσάραγα Πρεβέζης με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιές. Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, τον Απρίλιο του 1898, το ΜΥΚΑΛΗ μετέφερε στρατεύματα υπό τον Υποστράτηγο Βάσο για να αποβιβαστούν στο Πήλιο όπως όριζε η συνθήκη ειρήνης. Κατόπιν το πλοίο διεξήγαγε περιπολίες στις Σποράδες και στις Θεσσαλικές ακτές του Αιγαίου για την αντιμετώπιση της λαθρεμπορίας.
Τον Νοέμβριο του 1900 το ΜΥΚΑΛΗ με κυβερνήτη τον Ανδρέα Σωτηριάδη στάλθηκε στα Αντικύθηρα προκειμένου να συνδράμει τις προσπάθειες για την ανέλκυση αντικειμένων του αρχαίου ναυαγίου που είχε μόλις εντοπιστεί από Συμιακούς σφουγγαράδες. Η θέση του ναυαγίου κοντά στις απόκρημνες ακτές και οι περιορισμένες δυνατότητες ελιγμών του ΜΥΚΑΛΗ υποχρέωσαν το Υπουργείο Ναυτικών να στείλει το Φεβρουάριο του 1901 στα Αντικύθηρα και τη μικρότερη ατμοημιολία ΣΥΡΟΣ καθώς και ένα πλωτό γερανό. Επί τέσσερις μήνες το ΜΥΚΑΛΗ υποστήριξε τις εργασίες ανέλκυσης των αρχαιοτήτων και στο κατάστρωμα του σκάφους ήρθαν για πρώτη φορά μετά από χιλιάδες χρόνια ορισμένα από τα πιο σπουδαία ευρήματα του αρχαίου ναυαγίου, όπως ο Έφηβος των Αντικυθήρων και ο περίφημος Μηχανισμός.

Στις αρχές του 20ου αιώνα τα δυο πλοία κρίθηκαν ως πλεονάζοντα για το Πολεμικό Ναυτικό και το μεν ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ χρησίμευσε ως βασιλική θαλαμηγός, το δε MYKAΛΗ εκποιήθηκε στο τέλος του 1904 στην «Ελληνική Ατμοπλοΐα Τζων ΜακΝτούαλ & Βαρβούρ». Το πλοίο ταξίδεψε στη γραμμή Πειραιάς-Κωνσταντινούπολη-Βάρνα, κατόπιν στην ακτοπλοΐα και την 1η Αυγούστου 1906 εγκαινίασε τη γραμμή Πειραιάς-Πάτρα-Κέρκυρα-Άγιοι Σαράντα-Πρίντεζι.
Στο τέλος του 1911 το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ διατέθηκε ως θαλαμηγός του Άγγλου Ναυάρχου Τώφνελ που ήταν ο επικεφαλής της Βρετανικής Ναυτικής Αποστολής στην Ελλάδα. Με την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ επανήλθε στο Στόλο ως βοηθητικό εξοπλισμένο με ένα πυροβόλο των 8,7 ιντσών, δυο των 7,5 και δυο πολυβόλα, ενώ το ΜΥΚΑΛΗ επιτάχθηκε και εξοπλίστηκε με δυο απαρχαιωμένα πυροβόλα Krupp των 88 χιλιοστών και 4 πυροβόλα Nordenfelt εντασσόμενο στη «Μοίρα Εύδρομων» ως βοηθητικό εύδρομο. Αυτή ήταν η ελληνική ονομασία για τα εξοπλισμένα εμπορικά πλοία που είχαν χρησιμοποιηθεί εκείνη την περίοδο και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε πολεμικά καθήκοντα.
Στα μέσα Οκτωβρίου 1912, το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ κατέπλευσε μαζί με τα τορπιλοβόλα 11 και 15 στα ανοικτά των ακτών της Πιερίας με αποστολή τον εφοδιασμό της 7ης Μεραρχίας. Σύμφωνα με ορισμένες ελληνικές πηγές, το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ μαζί με το βοηθητικό εύδρομο ΑΡΚΑΔΙΑ ανέκοψαν μια απόπειρα διαφυγής του τουρκικού βοηθητικού του Στόλου FUAD από τη Θεσσαλονίκη όπου ναυλοχούσε.
Το βράδυ της 10/23 Νοεμβρίου 1912 το ΜΥΚΑΛΗ, τα βοηθητικά εύδρομα ΑΡΚΑΔΙΑ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ΕΣΠΕΡΙΑ και το αντιτορπιλικό ΚΕΡΑΥΝΟΣ, αναχώρησαν από τη Μυτιλήνη προκειμένου να υποστηρίξουν την αποβίβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Χίο. Την επομένη τα πλοία έλαβαν τις θέσεις τους και το μεσημέρι άρχισε η αποβίβαση των στρατιωτών. Η Μοίρα των Ευδρόμων έβαλε αντάλλαξε πυρά με τις τουρκικές θέσεις με αποτέλεσμα να τραυματιστούν μερικοί ναύτες από θραύσματα.
Στις 14/27 Νοεμβρίου η βουλγαρική ταξιαρχία που στάθμευε στη Θεσσαλονίκη επιβιβάστηκε σε δεκαοχτώ ελληνικά εμπορικά πλοία προκειμένου να μεταφερθεί στο Δεδέ Αγάτς (Αλεξανδρούπολη). Το οπλιταγωγό ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ είχε διαταχθεί να τεθεί επικεφαλής της νηοπομπής, όμως κατά την έξοδο από τον κόλπο της Θεσσαλονίκης το πλοίο ΚΥΘΗΡΑ απώλεσε την έλικα του και το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ ανέλαβε να ρυμουλκήσει το ακυβέρνητο πλοίο πίσω στο λιμάνι. Έτσι τη θέση του προπλέοντος πλοίου ανέλαβε το ΜΥΚΑΛΗ στο οποίο είχε επιβιβαστεί το επιτελείο της βουλγαρικής ταξιαρχίας.
Το Φεβρουάριο του 1913 το Πολεμικό Ναυτικό απέστειλε στο Ιόνιο ένα αριθμό πλοίων, ανάμεσα στα οποία ήταν και το ΜΥΚΑΛΗ, προκειμένου να περιπολούν στα παράλια της Ηπείρου και της Αλβανίας για να ενισχύσουν τις ελληνικές και σερβικές δυνάμεις που μάχονταν στην περιοχή. Κατόπιν τον Απρίλιο του 1914 στάλθηκε σε υποστήριξη της Μοίρας Λιβυκού Πελάγους που ναυλοχούσε στα ανοιχτά του Πορτ Σάιδ προκειμένου να αποτρέψει τυχόν νέα έξοδος του τουρκικού καταδρομικού HAMIDIYE. Το ΜΥΚΑΛΗ χρησίμευσε ως ενδιάμεσος σταθμός ασυρμάτου μεταξύ του Πορτ Σάιδ και της Αθήνας, περιπολώντας στα Δωδεκάνησα και στη νότια ακτή της Μικράς Ασίας.
Στις 15 Απριλίου το σκάφος έπλευσε στον όρμο της νησίδας Παπαδούλα στη Σελεύκεια προκειμένου να απελευθερώσει το ιστιοφόρο ΥΠΑΠΑΝΤΗ που ένα μήνα νωρίτερα είχε συλληφθεί από το HAMIDIYE στις 16/29 Μαρτίου 1913 και κρατούταν εκεί. Όταν το ΜΥΚΑΛΗ έφθασε στο κέντρο του όρμου έγινε στόχος διασταυρούμενων πυρών από τουρκικές θέσεις, στις οποίες απάντησε με τα πυροβόλα του. Καθώς όμως δέχτηκε αρκετά πλήγματα και μη μπορώντας να εντοπίσει με ακρίβεια τις τουρκικές θέσεις, αποφασίστηκε να απομακρυνθεί άπραγο. Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών το ΜΥΚΑΛΗ επεστράφη στους ιδιοκτήτες του και στα ακτοπλοϊκά του καθήκοντα.
Το 1917 με την είσοδο της Ελλάδος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το ΜΥΚΑΛΗ επιτάχθηκε εκ νέου, ενώ την ίδια χρονιά η εταιρεία του «Τζών» εξαγοράστηκε από την «Α.Ε.Ε. Θαλασσίων Επιχειρήσεων» του Αντώνη Παληού, ο οποίος είχε αποκτήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα μεγάλο αριθμό ακτοπλοϊκών επιβατηγών.
Το 1921 το ΜΥΚΑΛΗ και πάλι χρησίμευσε ως βοηθητικό εύδρομο προκειμένου να συνεισφέρει στον έλεγχο των θαλασσίων οδών από τις οποίες θα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν οι Κεμαλικές δυνάμεις. Εξοπλίστηκε με δυο πυροβόλα Krupp των 88 χιλιοστών, 2 πυροβόλα Κανέ των 65 χιλιοστών και 4 πυροβόλα Nordefeld. Τότε το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ χρησίμευε ως ενδιαίτημα των αξιωματικών της Υποβρυχίου Αμύνης, δηλαδή φιλοξενούσε τους αξιωματικούς των υποβρυχίων όσο αυτά παρέμεναν στο Ναύσταθμο Σαλαμίνος. Στο τέλος της χρονιάς το γηραιό σκάφος συμπεριλήφθηκε σε ένα κατάλογο παροπλισμένων πλοίων προς εκποίηση.
Τον Ιούλιο του 1924 το Υπουργείο των Ναυτικών πραγματοποίησε πλειοδοτική δημοπρασία κατά την οποία εκποιήθηκαν τα βοηθητικά ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ και ΚΑΝΑΡΗΣ καθώς και ένα τορπιλοβόλο, μια τορπιλοθέτιδα και δυο κανονιοφόροι. Τα δυο βοηθητικά παραδόθηκαν τον προσεχή Σεπτέμβριο στην «Πειραϊκή Εταιρεία Εμπορίου & Βιομηχανίας» των Γ. Στρίγκου, Γ. Δομεστίνη & Σία. Και ενώ το ΚΑΝΑΡΗΣ ανακαινίσθηκε ως ακτοπλοΐκό επιβατηγό, το ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ μετατράπηκε σε σλέπι. Οι εργασίες μετατροπής συμπεριλάμβαναν την αφαίρεση της υπερκατασκευής και των εσωτερικών χώρων ενδιαίτησης. Η ξύλινη επένδυση των άλλοτε βασιλικών ενδιαιτημάτων αφαιρέθηκε με προσοχή και τοποθετήθηκε στο σαλόνι και τις καμπίνες Αης θέσης του ΚΑΝΑΡΗΣ.
Όμως το πλοίο δεν υπηρέτησε για πολύ σε αυτό τον ταπεινό ρόλο. Τον Ιανουάριο του 1927 το σλέπι βρισκόταν στις Οινούσσες όπου φόρτωσε 60.000 δοχεία πετρελαίου που είχαν προηγουμένως διασωθεί από το φορτηγό πλοίο ΔΩΡΙΣ το οποίο είχε αποτεφρωθεί εκεί. To ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη, ρυμουλκούμενο από το ναυαγοσωστικό ΜΙΜΗΣ, αλλά στις 19 Ιανουαρίου συνάντησε κακοκαιρία ενώ έπλεε βορειοδυτικά των Ψαρών. Η πλώρη του σκάφους χανόταν μέσα στα κύματα που σάρωναν το κατάστρωμα του παρασύροντας εξαρτήματα και τρείς λέμβους. Οι τρείς επιβαίνοντες ναυτικοί κατόρθωσαν με δυσκολία να απομακρυνθούν με μια λέμβο, ενώ το σλέπι βυθιζόταν με την πρύμνη σε στίγμα 38 47 Β, 25 24 Α.
Την ίδια εποχή, η εταιρία του ΜΥΚΑΛΗ αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και έτσι το 1927 πούλησε το πλοίο στην «Ατμοπλοΐα Μανταφούνη» του τραπεζίτη Θεμιστοκλή Μανταφούνη. Τον Ιούνιο του 1928 το ΜΥΚΑΛΗ πουλήθηκε στην «Ατμοπλοΐα Κ. Τόγια» που το μετονόμασε ΜΥΚΑΛΗ ΤΟΓΙΑ ενώ συνέχισε στο καθιερωμένο δρομολόγιο του, από Πειραιά προς Πρίντεζι.
Το 1929 η ελληνική κυβέρνηση θα ενθαρρύνει τη σύσταση της «Ακτοπλοΐας της Ελλάδος», μιας εταιρείας στην οποία συνενώθηκαν αρκετές από τις ακτοπλοϊκές εταιρίες της εποχής (Ατμοπλοΐα Γιαννουλάτου, Ρίγγα, Μανουηλίδη, Πανταλέων κ.α.) προκειμένου να βελτιώσουν τις συνθήκες της ακτοπλοϊκής αγοράς. Κρίνοντας ότι η παραμονή της εταιρείας τους, εκτός του νέου σχήματος θα ήταν επιβλαβής, η οικογένεια Τόγια αποφάσισε το 1930 να μετοχοποιήσει τα πλοία της στην «Ακτοπλοΐα Ελλάδος». Όμως δυο χρόνια αργότερα, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του γερασμένου ακτοπλοϊκού στόλου, αποφασίστηκε η θέσπιση ενός νόμου βάση του οποίου όλα τα ακτοπλοϊκά σκάφη άνω των 50 ετών θα έπρεπε να αποσυρθούν. Στα πλαίσια αυτού του νόμου, η «Ακτοπλοΐα της Ελλάδος» αναγκάζεται να αποσύρει μεταξύ άλλων το ΜΥΚΑΛΗ ΤΟΓΙΑ. Τον Ιούλιο του 1933 το πλοίο έφτασε σε διαλυτήριο της Σαβόνα όπου έληξε η μακρά πορεία του στις θάλασσες.