Γράφει η Κατερίνα Γαγανέλη
Ογδόντα πέντε.
Από τούτανε, τα εξήντα χρόνια τα επέρασε σε τουτονά το φάρο.
Μοναχογιός ήταν τουτοσές. Το καμάρι τση μάνας του. Ούλο το νησί είχε να λέει για την καλοσύνη του και τη χουβαρντάδα του.
Ένα πράμα να ‘χε ο Μανούσος και να του το ζητούσες θα στο χάριζε.
Μεγάλωνε με αγάπη. Χωρίς πολυτέλειες. Ποιος τις χρειαζόταν άλλωστε!
Στο νησί τους επερίσσευε το φιλότιμο και βοηθούσε ο ένας τον άλλο με αντάλλαγμα μια μαραθόπιτα ή ένα καλάθι αυγά.
Ψαράς ήτονε ο αφέντης του, δεν τους έλειψε ποτέ το φαιτό από το τραπέζι. Ούλο το νησί μια παρέα, οικογένεια!
Είχενε όνειρα ο Μανούσος. Μια φαμίλια σαν την εδική του ήθελε να καμει μα…
Χειμωνιάτικη ήταν η μέρα που χάθηκε ο αφέντης του. Έφυγε για ψάρεμα αμοναχός του και δεν εγιάγειρε ποτέ ξανά. Βρήκαν τη βάρκα έρημη να βολοδέρνει ανάμεσα σε πελώρια κύματα αλλά ο καπετάν Αργύρης άφαντος. Ούλο το νησί τον έκλαψε σαν εδικό του άνθρωπο. Η κυρά του απαρηγόρητη. Εκείνος ένα αμούστακο παλικαράκι στα δεκαεπτά δεν εκάτεχε αν έπρεπε να κλάψει ή να καταλαγιάσει το πένθος του για χάρη τση μάνας. Το δεύτερο έκαμε. Μα λίγο έλειψε να πνιγεί. Ήθελε να ξεσπάσει, κάπου να μιλήσει, να φύγει αυτό το βάρος από το μπέτι του. Ανέβηκε στον Αη Λιά. Δύο ώρες επερπάτουνε μέχρι να φτάξει για να μείνει αμοναχός ντου. Εκιά το ουρλιαχτό για τ’ άδικο μπορούσε να φτάξει στο Θεό χωρίς να μπει κανείς ανάμεσα τους.
Μπήκε κι άναψε τα καντήλια. Στην εικόνα τση Αγιά Τριάδας στάθηκε.
«Γιάντα, γιάντα μας το έκανες αυτό; Ήντα έφταιξε; Ένας γεροντής ήντονε απου δεν επείραξε ποτέ του άνθρωπο μα και ζωντανό. Γιάντα, γιάντα…»
Οι βροντές που ξέσπασαν και ο άνεμος που εσηκώθηκε έκαμανε το φως από τα καντήλια να τρεμοπαίξει. Φοβήθηκε ο Μανούσος. Εθάρουνε ότι ο Θεός του εγρικούσε κι έπεμψε τούτη τη φασαρία. Χαλασμός. Ξάνοιξε από την πόρτα. Το μικρό ξωκλήσι δεχόταν με μανία το νερό που έπεφτε στα φθαρμένα ντουβάρια του. Κοτρόνες κατρακυλούσαν με την ορμή του νερού και μικρά ποτάμια σχηματίστηκαν στο μονοπάτι που οδηγούσε στον Αη Λια.
Εκειά θα έμενε απόψε. Εκειά ήθελεν ο Θεός να τον εκρατήσει και εκράτησετονε. Νερό είχε, λίγο ξερό αντίδωρο ήντονε η τροφή του και αποείς δύο μέρες μετά που ησύχασε ο ουρανός και η θάλασσα εγίαγειρε στο πατρικό του.
Στα μαύρα η μάνα του τον έκλεισε στην αγκαλιά τζι. Τον εφιλούσε, τον εμάλασε και τον εμάλωνε για τη λαχτάρα που επέρασε.
«Μάνα θα φύγω»
«Που θα πας παλικάρι μου; Θα με αφήσεις αμοναχή μου στο σπιτικό μας; Δίχως τη σκιά σου να με ζεσταίνει;»
«Θα πάω στο μοναστήρι απέναντί. Θέλω να γενώ καλόγερος»
Έχασε το χρώμα της η Αργύραινα. Κάθισε βαριά σε μια καρέκλα και εκουνούσε τη κεφάλι τζη χωρίς να μιλά.
«Γροίκα μάνα, δε μπορώ να μείνω άλλο επαέ. Έχω βάρος στο μπέτι μου και πρέπει να ημερέψω. Αγρίμι θα γίνω αν δε φύω. Τα χω με το Θεό και πρέπει να τα βρούμε. Δε θα σ’ αρέσω μάνα αν μείνω. Άφηκέ με»
Δεν εμίλησε η μάνα, μόνο έχασε κι άλλο από το χρώμα τζη. Ετρόμαξε ο Μανούσος, τση ‘φερε μια ολιά νερό να τση βρεξε την κεφαλή. Να προλάβει τον ταμπλά μαθές.
Έμεινε να την ξανοίγει. Την ελυπήθηκε.
«Υπάρχει κι άλλη λύση. Να πάω στον μπάρμπα Δημήτρη το φαροφύλακα. Να μείνω μαζί του μέχρι να σβήσει η φωτιά που έχω μέσα μου κι ύστερα θα γαείρω»
«Αυτό, αυτό να κάμεις λεβέντη μου. Έτσι θα μπορώ να σε βλέπω, να σε φροντίζω. Να έχεις την ευκή μου, μην με εγκαταλείψεις παιδί μου» τον παρακάλεσαν τα μάθια τζη.
Έγκαψε την άλλη μέρα. Δεν τον έστενε το σπίτι του. Δάκρια και πόνο ζούσε. Ο μπάρμπα Δημήτρης είχε αρρωστήσει με την καρδιά του και δεν είχε πια κουράγιο ούτε το φάρο να ανάψει. Ένα κουμπί όλο κι όλο αλλά τα χρόνια βάραιναν τα ποδάρια του και δεν άντεχε άλλο. Βάλσαμο η παρουσία του Μανούσου. Του έμαθε όλα όσα εκάτεχε, του μίλησε μέρες και νύχτες για τσι χαρές και τσι λύπες που του χάρισε ο φάρος του και τον άφησε αμοναχό του. Εκείνος θα πήγαινε στα παιδιά του απέναντι. Στο μεγάλο νησί.
Την εξάνιγε τη μάνα του σχεδόν κάθε μέρα τον πρώτο καιρό. Του φερνε ζυμωτό ψωμί, γεμιστά, κρέας βραστό με το πιλάφι, και πιο αραιά και παστό κρέας. Είχε ο μπάρμπα Δημήτρης κι ένα μικρό κοτέτσι, δεν του έλειψαν τα αυγά και οι όρθες. Ούτε και η μάνα του λειψε. Διάβαζε κάθε βράδυ την Αγία Γραφή. Μέρωσε με το Θεό. Στάλαξε μέσα του η σκέψη πως από κάτι χειρότερο τους προφύλαξε ο χαμός του αφέντη και έτσι πορεύτηκε. Μεγάλωνε η μάνα του κι ερχόταν όλο και πιο σπάνια. Στσι λίγες κουβέντες που έκαμαν τον επαρακαλούσε να γιαγείρει κοντά τζη, να κάμει οικογένεια. Να δει κοπελάκια. Δεν εμιλούσε ο Μανούσος. Ο καημός του να καλογερέψει είχε μερέψει μα να παντρευτεί, ούτε λόγος.
Στον ύπνο της έφυγε η Αργύραινα. Βδομάδα της γέννησης Του θα ξημέρωνε. Ήσυχα με ένα χαμόγελο στα χείλη τζη. Πήγε στην κηδεία ο Μανούσος μα καλημέρα δεν άλλαξε μ’ άνθρωπο. Ερημίτη τον φώναζαν όλοι στο νησί μα δεν τον επείραζε. Είχε παρέα, τα βιβλία του και το πιο παράξενο θηλυκό του κόσμο. Τη θάλασσα!!
Χριστούγεννα έκαμε με το φως του φάρου. Εγυάλιζε το μάτι του καθώς μετρούσε τα χρόνια που του χάρισε ο Θεός και έκαμε το σταυρό του.
Ογδόντα πέντε.
Πολλά του φάνηκαν.
Άρχισε να τα ξαναμετρά σε κάθε αναβόσμημα.























































