Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι και Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
Δυο συμβολικά έθιμα που «ταξιδεύουν» μέσα στο χρόνο και συνυπάρχουν στην Ελλάδα με τον δικό τους τρόπο
Κείμενο Απόστολος Φορλίδας
Χριστούγεννα. Μια χαρμόσυνη περίοδος για μικρούς και μεγάλους
Η πιο χαρμόσυνη περίοδος για μικρούς και μεγάλους κάθε χρονιά, είθισται να είναι αυτή των Χριστουγέννων. Η ατμόσφαιρα με τις τόσες στολισμένες βιτρίνες, δρόμους και μπαλκόνια, μαζί με το διάκοσμο σε κάθε σπίτι, δημιουργεί σαν εικόνα, κάτι ξεχωριστό και προσπαθούν όλοι, να ζήσουν αυτό το «κάτι», των ημερών.
Αυτή η «υπερπαραγωγή», ήταν πάντα έτσι; Προφανώς όχι, γιατί τα στολίδια ήταν κάποτε πανάκριβα, κατασκευάζονταν από παραδοσιακές βιοτεχνίες και εργαστήρια, με πολλά μυστικά στα υλικά κατασκευής τους. Τα στολίδια αυτά, έρχονταν πιο οργανωμένα από το 1890 και μετά, αρχικά, από χώρες της Ευρώπης και στη συνέχεια και από την Αμερική. Κάθε τι ξεχωριστό, έφτανε στην Αθήνα, και σιγά – σιγά στις μεγάλες πόλεις. Οι παλιοί, τα έβρισκαν στα ελάχιστα fantaizie εμπορικά καταστήματα, που είχαν σερβίτσια από πορσελάνη, ασημένια μαχαιροπήρουνα, γυαλικά, ποτήρια, κρύσταλλα, κανάτες, αλλά και μινιατούρες από το Μουράνο στη Βενετία, το Ζόλιγκεν, τη Βοημία, τη Μόσχα, τη Γερμανία, το Λονδίνο, το Παρίσι, την Αυστρία, την Ελβετία και άλλες χώρες και πόλεις της Ευρώπης και σταδιακά και με σκεύη πορσελάνης από την Κίνα και την Άπω Ανατολή. Και όλα αυτά, χάρη σε μια σειρά από ξεχωριστούς καταστηματάρχες, που είχαν ταξιδέψει χιλιάδες μίλια μακριά, με ιδιαίτερο κόστος και δυσκολίες μετάβασης και είχαν βρει την «πηγή» των στολιδιών -και όχι μόνο- προχωρώντας έγκαιρα, στις ανάλογες παραγγελίες και εισαγωγές.
Κάποιος απόγονος από αυτούς, μου είχε πει: «Οι παλιοί, όπως οι παππούδες και οι πατεράδες μας, που μεγαλώσαμε δίπλα από τα μπατζάκια τους και την ταμειακή μηχανή που κουδούνιζε σε κάθε άνοιγμα της, στην Ερμού, στη Μητροπόλεως, την Αιόλου και στους γύρω δρόμους, αγαπούσαν τη δουλειά τους και τον πελάτη τους και ήταν μικροί αυτόφωτοι αριστοκράτες, μεγάλοι και καμιά φορά σκληροί έμποροι, (λόγω ανταγωνισμού και φόβου μετάπτωσης της φήμης τους) και μερακλήδες στη δουλειά τους».
Η εικόνα αυτή των στολισμένων μαγαζιών, φάνταζε από το 1900 και μετά, σαν κάτι πρωτόγνωρο -ειδικά για τα παιδιά- και σε συνδυασμό με παιχνίδια, γλυκά και άλλα καλούδια, ζούσαν όλοι, το δικό τους πραγματικό ή ουτοπικό μύθο, εκείνες τις γιορτινές μέρες.
Ειδικά, για τα παιδάκια της επαρχίας και ειδικά των απομακρυσμένων άγονων περιοχών, μια τέτοια εικόνα, δεν υπήρχε δυστυχώς καν τρόπος να τη ζήσουν, ως και τις πρώτες μεταπολεμικές του ’40 δεκαετίες.
Η ανάδειξη των εθίμων των Χριστουγέννων και το σημαντικό έργο της λαογραφίας
Η λαογραφία και όσοι εδώ και πολλές δεκαετίες καταπιάστηκαν, συλλέγοντας και ουσιαστικά, περισώζοντας πηγές, για συνήθειες, ήθη κι έθιμα των εορτών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων σε όλη την Ελλάδα, όπως ο Νικόλαος Πολίτης, ο Γεώργιος Μέγας, ο Δημήτριος Λουκάτος, αλλά και σε άλλους τομείς, φιλέλληνες όπως ο Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη, 28 Αυγούστου 1749 – Βαϊμάρη, 22 Μαρτίου 1832. Γερμανός ποιητής, μυθιστοριογράφος, δραματουργός, θεωρητικός της τέχνης, φυσιοδίφης και φιλέλληνας) και ο ρομαντικός Κλωντ Φωριέλ (Claude Charles Fauriel, 21 Οκτωβρίου 1772 – 15 Ιουλίου 1844. Γάλλος ακαδημαϊκός φιλόλογος, ιστορικός και κριτικός) κ.α. μας άφησαν παρακαταθήκη υλικό και πληροφορίες, για κατά τόπους συνήθειες, εδέσματα, δρώμενα με ενδυματολογικές «μεταμορφώσεις», με την ανάμειξη δοξασιών, θρύλων και το «Θείο», και παράλληλα συνδεδεμένα, με τα τοπικά Κάλαντα και τις τοπικές παραδόσεις.
Ήθη κι έθιμα, με ρίζες, από το βαθύ παρελθόν των Ελλήνων, από την αρχαιότητα, τη μυθολογία, στοιχεία των αιώνων της τουρκοκρατίας, των Χριστιανικών παραδόσεων, αλλά και ότι κατάφερε να διατηρηθεί, ως στοιχείο και συνήθεια σε πείσμα του χρόνου, στο σήμερα και το σύγχρονο παρόν.
Αυτό που έγινε αποδεκτό και διατηρήθηκε από το λαό, πριν 250 ή 200 ή 100 χρόνια και έχει καταγραφεί από τη λαογραφία κι έχει φτάσει με μικρές παραλλαγές ή πλήρη διάσταση ως τις μέρες μας, είναι πια μια ζώσα παράδοση. Αυτή, που με προσπάθεια κατέγραψαν, από χωριό σε χωριό, λαογράφοι, εκπαιδευτικοί, φιλέλληνες κι ερευνητές. Είναι μια αντιπροσωπευτική παράδοση και διατήρηση εθίμων, στη νέα Ελληνική περίοδο και δη, μετά την Επανάσταση του 1821, ως τις σύγχρονες ημέρες μας.
Είναι το «φιλτράρισμα», που ο ίδιος ο λαός έκανε, από γενιά σε γενιά, για να έχουμε σήμερα, μια διακριτή και ιδιαίτερα ισχυρή και καταγεγραμμένη, σε ικανό βαθμό, Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά, που χάρη στο μεράκι καλλιτεχνών, εκπαιδευτικών, μουσικών, πολιτιστικών συλλόγων, τμημάτων πολιτισμού σε δήμους και των κατοίκων αμέτρητων περιοχών στην Ελλάδα, υπάρχει και συνεχίζεται.
Όπως προαναφέρθηκε, αρκετά ήθη κι έθιμα, αναδείχθηκαν και άρχισαν να καταγράφονται, από δημοσιεύματα εφημερίδων και λογοτεχνικών κειμένων και ερευνητές, μερικές δεκαετίες μετά την Επανάσταση του 1821. Και για το Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι, φαίνεται να μαθαίνουμε ως έθιμο περισσότερα, από κείμενα μετά το 1860.
Είναι γεγονός ότι τα έθιμα αυτά, δεν «γεννήθηκαν» εκείνη τη περίοδο, αλλά υπήρχαν και νωρίτερα από τους Έλληνες, στην περίοδο της δύσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, οι νησιωτικές κοινωνίες ενδυναμώνονται και διαμορφώνουν πιο ολοκληρωμένα, την τοπική δική τους παράδοση, που αναντίρρητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη σε μεγάλο βαθμό, με τη ναυτοσύνη και τη θάλασσα. τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, οι νησιωτικές κοινωνίες ενδυναμώνονται και διαμορφώνουν πιο ολοκληρωμένα, την τοπική δική τους παράδοση, που αναντίρρητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη σε μεγάλο βαθμό, με τη ναυτοσύνη και τη θάλασσα.Αναζητώντας υλικό, από βιβλία λαογραφίας του παρελθόντος, διακρίνουμε γενικές αναφορές και στοιχεία προέλευσης του, τον εθιμικό του ρόλο και συγκρίσεις με το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Όμως, όπως αναφέραμε, οι λαογράφοι έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στο ευρύτερο φάσμα των εθίμων του 12ημέρου και όπως αναφέρει ο Δημήτριος Λουκάτος στο βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» (Εισαγωγικό, σ.15)
«Στην περίοδο του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Φώτα) συναντώνται με παραδοσιακή ένταση έθιμα ειδωλολατρικά, μαζί και χριστιανικά, που συμπορεύονται κατά τη μεταβατική αυτή ώρα του «άκρου χειμώνος» προς την αισιόδοξη Άνοιξη. Όλες είναι δεμένες με το φυσικό χρόνο που περιβάλλει τον άνθρωπο, αλλά στηρίζονται και στη θρησκευτική προστασία που συνήθως αναζητεί. Τελούνται γενικά με τρεις επιθυμητές σκοπιμότητες: α) να χαρούν οι άνθρωποι τη μετάβαση από τη χειμωνιάτικη περίοδο και το σκοτάδι στο ανοιξιάτικο φως και στη βλάστηση (χειμερινές τροπές του ήλιου, στις 21 Δεκεμβρίου) β) να εξασφαλίσουν την ευτυχία για τον νέο χρόνο που έρχεται γ) να τονώσουν το οικογενειακό και θρησκευτικό αίσθημα, ιδιαίτερα με τις εκκλησιαστικές αλλά και σπιτικές τελετές των Χριστουγέννων, τ’ Αι-Βασιλιού και των Φώτων. Ο πρώτος σκοπός επιδιώκεται με τις πρασινάδες (ομοιοπαθητική μαγεία με το Χριστουγεννιάτικο δέντρο (εθιμικά λογικό και ας μη γίνεται από έλατο), με τους πολύχρωμους φωτισμούς, την αναμμένη εστία, το κυνηγητό των Καλλικαντζάρων και τον Αγιασμό των Φώτων οπότε ξεθαρρεύουν τα καράβια να ταξιδέψουν. Ο δεύτερος σκοπός ζητεί την πραγμάτωσή του με τα κάλαντα, τις ευχές, τα δώρα, τους μπουναμάδες, τα τυχερά παιχνίδια, τις βασιλόπιτες, τα γλυκίσματα και με όλο το πλήθος των εθίμων, με τα οποία οι άνθρωποι δοκιμάζουν ή επικαλούνται την καλή τύχη, πριν την Πρωτοχρονιά. Και ο τρίτος (νεότερος χριστιανικός) σκοπός εφαρμόζεται με τις νυχτερινές Ακολουθίες των Χριστουγέννων και των Φώτων, με την ωραία παραδοσιακή ψαλτική και τους ύμνους των, αλλά και με τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, τα φαγητά και τις τελετές της εστίας ή του τραπεζιού (κουλούρα της γωνίας, βασιλόπιτα) που είναι σπιτολατρικά μαζί και χριστιανικά μέσα στη σύνθετη παράδοση των αιώνων μας»
Στην περίσταση αυτή, θα κάνουμε μια προσπάθεια προσέγγισης και σταχυολόγησης στοιχείων, που μέσα από τα έθιμα του δωδεκαημέρου, θα μάθουμε περισσότερα ή θα δώσουμε μεγαλύτερη αποτύπωση, αίσθηση και στοιχεία, για το έθιμο με τα στολισμένα Χριστουγεννιάτικα, φορητά και μη Καραβάκια, συνδυαστικά με το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου.
Στην Ελλάδα, από το 1833 και μετά και σε ότι αφορά τον ειδικό στολισμό των ημερών αυτών, η λαογραφία, περιλαμβάνει και αναφέρει δυο στοιχεία, εκδοχές-συνήθειες. Το στολισμένο «Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι» και το «Χριστουγεννιάτικο Δέντρο». Και ναι μεν, από τη μια, η λαογραφία και οι ερευνητές τα αναφέρουν για την εποχή εκείνη, και από την άλλη, ως «πίστωση» αυτών, εμείς τα βιώνουμε, και ανά τόπο ή συνυπάρχουν ή κάποιο από τα δυο σε τοπικό επίπεδο, εν μέρει υπερτερεί.
Χριστουγεννιάτικο Δένδρο
Ένα «αειθαλές» έθιμο στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο
Διαβάζοντας κείμενα ερευνητών του 19ου αιώνα, γίνεται μνεία, σε σειρά από έθιμα που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ο εορταστικός στολισμός ή ο καλλωπισμός των σπιτιών και των μαγαζιών, δεν ήταν από τα παλιά χρόνια τόσο δεδομένος ή διαδεδομένος όπως σήμερα, που διάκοσμος, γλυκά, δρώμενα κλπ είναι στοιχεία, που άρρηκτα συνυπάρχουν στις μέρες μας.
Άλλωστε, τι ποικιλόμορφα στολίδια, λαμπιόνια, αστέρια, φάτνες, θα μπορούσε να βρει ο Έλληνας εκείνων των εποχών; Ορισμένα έθιμα, είναι στην πάροδο του χρόνου, αποτέλεσμα μίμησης, υιοθέτησης στοιχείων από άλλες περιοχές ή και χώρες ακόμη. Με τον ερχομό του βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα, «ήρθε» και στην Αθήνα και διαδόθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα σταδιακά και το έθιμο του στολίσματος δέντρου και ειδικά του έλατου.
Στο σημείο αυτό θα ανατρέξουμε στο βιβλίο του, του Δημήτριου Λουκάτου «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» (σελ. 76) στην ανάπτυξη που κάνει με υπότιτλο: «Δεν είναι απαραίτητο το έλατο για χριστουγεννιάτικο δέντρο», αναφέροντας σχετικά, «Είναι πια γνωστό ότι το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, που σιγά-σιγά απλώνεται και στη χώρα μας, δεν είναι ελληνικό. Εδώ και 150 χρόνια δεν ήταν καν πανευρωπαϊκό, αλλά περιορίζονταν στις γερμανικές χώρες και στις σκανδιναβικές απ’ όπου ίσως να κατάγεται. Ύστερα πέρασε στην Γαλλία, στην Αυστροουγγαρία, στη Ρωσία, πήγε και στην Αμερική και έγινε σήμερα παγκόσμιο σε χριστιανικούς και μη λαούς, και ήρθε και σε εμάς (με την πρωτοβουλία των ξένων και της αριστοκρατίας) κι έχει γίνει τόσο κοινό στον αστικό μας κόσμο που οι ανθοπώλες πωλούν με το σωρό τα ελατόδεντρα και τις απομιμήσεις τους.
Στοιχεία που άντλησε, από το «Δέντρο των Χριστουγέννων», που έγραψε ο Νικόλαος Πολίτης, ευρισκόμενος στο Μόναχο στις 25 Δεκεμβρίου 1879 και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εστία». Με το ταξίδι αυτό ο Νικόλαος Πολίτης, είχε ζώσα εικόνα, από την γερμανική αυτή μεγαλούπολη, για το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου, ο οποίος αναλυτικότερα αναφέρει στις σελ. 100-101 από τα «Σύμμεικτα», τόμος Α΄, ότι στην κορυφή του Δέντρου τοποθετείτο «σαγχαρένιος νήπιος Χριστός…ο κοσμών την κορυφήν του δέντρου…» για να αναφέρει εκτενέστερα περί του εθίμου και των χωρών που είχε πια εδραιωθεί. Ο Νικόλαος Πολίτης ήταν Έλληνας λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θεωρείται ως ο πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα.(Ελαιοχώρι Καλαμάτας Μεσσηνίας, 3 Μαρτίου 1852 – Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 1921)
«Το έθιμον τούτο είναι τα μέγιστα διαδεδομένον όχι μόνον καθ΄ άπασαν την Γερμανίαν και τα γερμανικάς χώρας, αλλά και οπουδήποτε ευρίσκεται οικογένεια γερμανική. Εν αυτή τη Κριμαία και προ των Παρισίων, υπό τον κρότον των τηλεβόλων, οι Γερμανοί δεν παρημέλησαν να τελέσωσι περί το δένδρον την εορτήν των Χριστουγέννων και να διανείμωσιν αλλήλοις τα δώρα, άτινα οι λατινικοί λαοί και ημείς συνηθίζομεν να δίδωμεν κατά την πρώτην του έτους.
Προ τεσσάρων περίπου δεκαετηριδών το έθιμο επεξετάθη βαθμιδόν εις Ουγγαρίαν και εις άλλας χώρας του αυστριακού κράτους, όπου πρότερον ήτο καθ΄ ολοκληρίαν άγνωστον. Σχεδόν δε ταυτοχρόνως εισήχθη δια μεν της δουκίσσης της Αυρηλίας εις Παρισίους, δια δε του βασιλέως Λεοπόλδου του Α’ εις Βρυξέλλας και δια του ηγεμόνος Αλβέρτου, του συζύγου της Βικτωρίας, εις Αγγλίαν εν τη χώρα μάλιστα ταύτη του σιδήρου και των μηχανών το γερμανικόν δένδρον τελειοποιήθη κατασκευάσθη μετάλλινον, αντί κηρίων έχον πολλάκις ράμφη φωταερίου, όντων ένδοθεν κοίλων του κορμού και των κλάδων αυτού.
Ολίγω πρότερον το δένδρον είχεν εισαχθή εις τα ανωτέρας τάξεις εν Πετρουπόλει, εις δε τας πόλεις της Δανίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας ήτο πιθανώς εν χρήσει κατά τα τέλη της παρελθούσης εκατονταετηρίδος…», για να συνεχίσει, «Ως τινες υποθέτουσι , το δένδρον των Χριστουγέννων όχι ασήμαντον έχει σχέσιν με την προσφιλή εις εκκλησιαστικούς συγγραφείς του μεσαίωνος παρομοίωσιν του Χριστού προς το εν τω παραδείσω δένδρον της ζωής. Εις το δένδρον τούτον αναφέρονται πολλαί παραδόσεις δημοτικαί και μη, συνδέουσαι τον σταυρόν μετά του δένδρου της ζωής και αποτελούσαι κυκεώνα αυτόχρημα, εν ω συγχέονται και πολλάκις εν μέρει συνταυτίζονται ο Χριστός, το ξύλον της γνώσεως και το ξύλον του σταυρού. Εκ της επενεργείας τοιούτων ιδεών εν τοις μυστηρίοις του μεσαίωνος, παριστανομένου του μυστηρίου της του Χριστού γεννήσεως, σχεδόν πάντοτε εστήνετο επί της αυτοσχεδίου σκηνής δένδρον τι ή θάμνος, οπόθεν ίσως παραπλήσιον έθιμον εισεχώρησε και εις τας οικογενειακάς τελετάς.
Αλλά και την εθνικήν αρχήν του εθίμου υποστηρίζουσι τινες διατεινόμενοι ότι το δένδρον των Χριστουγέννων, παριστών τον Χειμώνα, σχετίζεται μετά του κοινοτάτου ανά πάσαν την Ευρώπην εθίμου των δένδρων του Μαΐου, συμβολικών παραστάσεων του έαρος και του ανδρωθέντος ηλίου».
Ένα έθιμο που αλλάζει τη διάθεση σε μικρούς και μεγάλους
Ωστόσο, επανερχόμαστε στον έμπειρο ερευνητή, πανεπιστημιακό, Δημήτριο Λουκάτο, που υπήρξε βασικός συνεργάτης του σημαντικού επίσης καθηγητή, Γεώργιου Μέγα. Στο πόνημά του αυτό, κάνει μια ακόμη ιδιαίτερη, κοινωνιολογική επισήμανση.
«Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως το έθιμο αυτό, σαν θέαμα και σαν πηγή χαράς για τα παιδιά, είναι ωραίο και ευπρόσδεκτο. Το στήσιμο του καταπράσινου «δέντρου», τις χειμωνιάτικες μέρες των Χριστουγέννων, μέσα στο σπίτι, με τα φανταχτερά στολίδια και τα δώρα του, δίνει στην οικογένεια ζωντάνια και ζεστασιά. Δίνει στα παιδιά ιδιαίτερα την χαρά του «μεταφυσικού» δώρου, που το βλέπουν να τους έρχεται πάνω στο δέντρο, σαν «καρπός». Δεν μπορούμε να καταργήσουμε το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου, ούτε να το διώξουμε ως ξενικό. Κανένας λαός δεν το έδιωξε, γιατί τα παιδιά το δέχτηκαν παντού μ’ ενθουσιασμό».
Για να προσδιορίσει από το 1964 ότι θα ήταν σημαντικό σε κάθε σπίτι να «φτάσει» το έθιμο αυτό, ακόμη και στις καλύβες των χωρικών, «για να χαρούν τα παιδιά», αναγνωρίζοντάς το, ως στοιχείο φορτωμένο με δώρα-καρπούς, για τα στερημένα παιδάκια εκείνης (αλλά και ίσως και όχι μόνο) εποχής.
Σημειώνει χαριτολογώντας, κατά κάποιο τρόπο ότι δεν χρειάζεται να αποδεκατιστούν τα δάση και να κοπούν τόσα έλατα, για να φτάσουν σε κάθε σπίτι. Άρα, δεν είναι απαραίτητο να ναι έλατο το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, αλλά, όποιο δέντρο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό.
Ο Δημ. Λουκάτος (στη σελ. 79) κάνει μια ιστορική σημείωση: «Πριν το 1833, κανείς στην Ελλάδα δεν ήξερε το λεγόμενο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο, αυτό το κωνικό κλαρί ελάτου, με τα φώτα, τα παιχνίδια και τα …μπαμπάκια, που μας ήρθε απ’ έξω. Το πρωτόστησαν στα ανάκτορα του Όθωνα οι Βαυαροί, πρώτα στο Ναύπλιο και ύστερα στην Αθήνα…Βέβαια στους ευρωπαϊκούς λαούς κυκλοφόρησε γρήγορα το έθιμο, ενώ σε εμάς, μόνο ύστερ’ από τον πόλεμο του 1940 εκλαϊκεύτηκε». Για να σημειώσει ότι τα πράσινα φυτά, τα συνήθιζαν στις Καλένδες τους οι Ρωμαίοι, κρεμώντας σε πόρτες και παράθυρα δάφνες και μυρτιές, όπως, έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες σε δικές τους γιορτές, βάζοντας στα στεφάνια από φυτά και φαναράκια. Έθιμο, το οποίο διατηρήθηκε και στα βυζαντινά-ελληνικά, όπως αναφέρει χρόνια, που ο κόσμος στόλιζε το χάραμα της Πρωτοχρονιάς, τα σπίτια και τα μαγαζιά του, με κλαδιά από ελιά και δάφνες, παραπέμποντας στον «πατέρα» της λαογραφίας Ν.Γ. Πολίτη και στο «Δέντρο των Χριστουγέννων» του 1879 που υφίσταται στα «Λαογραφικά Σύμμεικτα» (τόμος 1 στη σελ. 100-101).
1843: Το πρώτο Χριστουγεννιάτικο Δένδρο στην Αθήνα
Σημειώνουμε ότι μετά το στολισμό Χριστουγεννιάτικου Δένδρου στην κατοικία του Όθωνα, στο Ναύπλιο, μεταφέρθηκε αυτή η νέα συνήθεια και στην Αθήνα. Το πρώτο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο της Αθήνας, τοποθετήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1843, στο αρχοντικό του προξένου της Ρωσίας, Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, στην Πλάκα, στην οδό Κυδαθηναίων 27, (το ακίνητο υφίσταται ακόμη) με στολίδια που είχαν φθάσει από την Ρωσία.
Την ίδια χρονιά, η Αθήνα βρισκόταν σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, μιας και είχε αποφασιστεί η μεταφορά της πρωτεύουσας του Ελληνικού Βασιλείου, από το Ναύπλιο, στην Αθήνα.
Στα προεόρτια της εορτής, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1843, καλεσμένοι του Παπαρρηγόπουλου, ήταν ιδιαίτερα πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας, πολιτικοί, διπλωμάτες, στρατιωτικοί και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, που όταν αντίκρυσε στη μεγάλη σάλα της κατοικίας το στολισμένο έλατο, στάθηκε, το κοίταξε και φέρεται πως είπε στον Παπαρρηγόπουλο: «Ωραίο είναι κυρ-Γιάννη. Και του χρόνου να είμαστε καλά. Αλλά τα δέντρα μου εγώ δεν τ’ αφήνω να φυτρώσουν μέσα στην κάμαρα! Μόνο τ’ άρματά μου φυτρώνουν εκεί».
Συνεχίζοντας την ανάδειξη του εθίμου του δέντρου, ο Δ. Λουκάτος σημειώνει ότι «ρίζωσε» ακόμη περισσότερο σαν έθιμο, γιατί οι μεγαλύτεροι των παλαιότερων χρόνων, κατάλαβαν ότι χαροποιεί τα παιδιά, σημειώνοντας κάτι ακόμη: «Οι γονείς δεν το αρνήθηκαν γιατί το αγαπούσαν και οι ίδιοι. Κάποτε θέλουν να το χαρούν αναδρομικά, να δώσουν στα μάτια τους το παιδικό θέαμα, με τη ζεστασιά που (πιο μικροί) δε χάρηκαν…», για να τονίσει ιδιαίτερα την άποψη αυτή, στις επόμενες παραγράφους: «Έχει σημασία η ψυχολογία των μαζών για την κρίση μας πάνω στην αποδοχή ενός νέου εθίμου…». Στη σελ. 82 έχει ενδιαφέρον η τοποθέτηση του Δ. Λουκάτου: «Η αγχώδης γύρω μας ατμόσφαιρα του τσιμέντου, η βιομηχανική πνοή και ξηρότητα, οι γκρίζοι φωταγωγοί, η μονοτονία του πυκνοδομημένου δρόμου και ο αφανισμός του άλλου πράσινου κάνουν το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο πραγματικό σύμβολο φυτικής σωτηρίας, αληθινή ευλογία Χριστού που καμιά δογματική θεολογία δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Ένα εορταστικό Δέντρο στημένο στον προθάλαμο ενός Εργοστασίου, Νοσοκομείου, Υπουργείου, Σχολείου, ένα ψηλό έλατο στην αρχή του μακρόστενου εμπορικού δρόμου, η ίδια η πώληση των πράσινων κλαδιών στα ερειπωμένα γήπεδα παρκαρίσματος ή στις μικροπλατείες των πολυκατοικιών, χαρίζουν ανάσα στην ταλαιπωρημένη αστυβίωση, ζεσταίνουν το μάτι με οράματα προγονικά, γίνονται και αυτά οδηγητικά άστρα, προς την αναζήτηση περισσότερου «πράσινου» για τη ζωή μας, περισσότερης φυσικότητας για τη σκέψη μας, που θα μας το χαρίσουν οι σωστότερες αναλογίες περιβάλλοντος και περιβαλλόμενου ανθρώπου».
Χαρές, κάλαντα, στολίδια, γλυκά, και δρώμενα η «ταυτότητα» των Χριστουγέννων
Φαίνεται από πληροφορίες και στοιχεία, που αναδεικνύει η λαογραφία ότι κατά τα Χριστούγεννα, σε αρκετές περιοχές στην Ελλάδα, υπήρχαν έθιμα, τοπικά κάλαντα και στολισμοί. Όχι όμως, το φαντασμαγορικό, με τη διάσταση που το συναντάμε σήμερα. Επικρατούσαν τότε, λιτές, ευχάριστες «πινελιές», στην σκληρή κοινωνική πραγματικότητα και συνθήκες της ζωής, με κυρίαρχη, την αίσθηση των παραδοσιακών γλυκών και φαγητών, που ταξίδευαν την όσφρηση και τον ουρανίσκο, σε κάθε σπιτικό, μαζί, με κάποιο καινούργιο ζευγάρι παπούτσια ή γιορτινό «ρουχαλάκι», όπως έλεγαν οι παλιοί.
Από το 1821 και μετά, άρχιζε να δημιουργείται μια νέα εικόνα στην ζωή της Ελλάδας, που σταδιακά απελευθερώνονταν. Ήθη κι έθιμα, αναπτύσσονταν και αναβίωναν, μετά από μια μακρά περίοδο συμπίεσης και σκλαβιάς. Κάλαντα, τραγούδια, και όμορφες μυρωδιές, από γλυκά και φαγητά, υποδέχονταν το εορταστικό 12ήμερο των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων. Κάθε τόπος, είχε και κάτι δικό του, αλλά, και πολλά κοινά έθιμα.
Το στολισμένο «καραβάκι» των Χριστουγέννων, είναι ένα έθιμο που διατηρείται στην χώρα μας και ανθίσταται πεισματικά, στο έθιμο του δέντρου των Χριστουγέννων, το οποίο συγκριτικά κυριαρχεί.
Μαζί με τα κάλαντα και τα γλυκά των ημερών, συνυπάρχουν το καραβάκι και το δέντρο, που είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο του δωδεκαήμερου, που ξεκινά την παραμονή των Χριστουγέννων (24/12) και τελειώνει, την παραμονή των Φώτων (5/1), περιλαμβάνοντας τις τρεις μεγάλες γιορτές.
Μπορεί το καραβάκι και το δέντρο, να έχουν το καθένα, ένα δικό τους συμβολισμό και ειδικό βάρος, αλλά και τα δύο από μόνα τους ή από κοινού, είναι μια σύνθεση των ημερών αυτών, από παλαιοτάτων χρόνων.
Σε πολλές πόλεις και ειδικά στο εξωτερικό, ο στολισμός και το χαρμόσυνο κλίμα εν όψει Χριστουγέννων, μπορεί να ξεκινά από τον μήνα Οκτώβριο. Κεντρικά πολυκαταστήματα και δρόμοι, στολίζονται από πολύ νωρίς. Στην Ελλάδα, δειλά – δειλά τέλος Νοεμβρίου, ξεκινά ο στολισμός και στα σπίτια κάπου στις αρχές του Δεκέμβρη. Οι δε εορτές, επίσημης φωταγώγησης δέντρων από δήμους σε πλατείες κι αυτές γίνονται συνήθως, αρχές Δεκεμβρίου. Δεν υπάρχει σχετικό… «χρονοδιάγραμμα», αλλά είναι μια επιλογή, όπως την νιώθει ο κάθε ένας.
Πως η βιομηχανική παραγωγή εισήλθε στο στολισμό των Χριστουγέννων
Στο πέρασμα του χρόνου, ολοένα και αυξήθηκε η βιομηχανοποιημένη παραγωγή συνθετικών – πλαστικών, μικρών και μεγάλων Χριστουγεννιάτικων Δέντρων, με απομίμηση έλατου, αμέτρητες εκδοχές στολιδιών και λαμπιόνια, γιρλάντες, μπάλες και στολίδια, που κατακλύζουν μικρά και μεγάλα καταστήματα πώλησης και οι επιλογές του κόσμου πια, είναι αμέτρητες και χαροποιούν όλους, μα πάνω απ’ όλα τα παιδιά.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, υπήρξε μια περιβαντολλογική ευαισθησία συλλόγων, για τον περιορισμό κοπής ελάτων από τα δάση, για το έθιμο των Χριστουγέννων και παρότρυνση, αντί ελάτου, να στολίζουν τα σπίτια και τα μαγαζιά, με Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι.
Στο σημείο αυτό θα επανέλθουμε στον Δ. Λουκάτο και στο βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών», όπου αναφέρει σχετικά: «Πολύς θόρυβος κι εκστρατείες δημιουργήθηκαν φέτος (1974) εντατικότερα από άλλες χρονιές, για το πράσινο και παγκόσμιο σύμβολο των Χριστουγέννων, το Δέντρο, όχι τόσο αν είναι ελληνικό έθιμο (μόνο αυτό θα είχαμε ξένο; ) αλλά για το ότι καταστρέφει τα έλατα των δασών μας…». Ο Δ. Λουκάτος σχολιάζει, πως οι δασολόγοι προβλέπουν μια ελεγχόμενη αραίωση των δασών, καθώς και το φύτεμα επί τούτου περιοχών με έλατα, προκειμένου να κοπούν στη συνέχεια, για το έθιμο. Άλλο, αναφέρει, είναι να γίνει προσπάθεια και διαφωτισμός, για τον περιορισμό της κοπής των ελάτων και άλλο, η σταυροφορία, για την κατάργηση του εθίμου του «Δένδρου» και η «παραγγελμένη» υποκατάσταση του, με κάτι ξαφνικό: «καράβι στη θέση του έλατου», ή «Αν πονάτε τα δεντράκια αγοράστε καραβάκια», για να προσθέσει χαριτολογώντας, «κι όμως τραγουδάμε τον έλατο», για να συνεχίσει. «Βέβαια είναι το καράβι γνώριμο και κάποτε συμβολικό στους νησιωτικούς ή παραθαλάσσιους ελληνικούς πληθυσμούς. Τι θα γίνει όμως με τους μεσόγειους και ορεινούς; …στα Άγραφα θα τους συνιστούμε καράβια ενώ εκείνοι θα βλέπουν μπροστά τους τα φυσικά έλατα…Ναι τα παιδάκια των νησιών ψάλλουν από χρόνια τα κάλαντα κρατώντας στα χέρια τους φωτισμένα καράβια (που είναι συμβολικά τα φανάρια πορείας στις βραδινές ώρες της εξόδους των πλοίων) αλλά στους μεσόγειους και ορεινούς τόπους κρατούσαν άλλο συμβολικό θέμα (επίσης φανταχτερό βραδοφάναρο), ένα ομοίωμα της Αγιά-Σοφιάς». Για να προσθέσει, «Αξίζει λοιπόν να στήνει η οικογένεια ένα Χριστουγεννιάτικο Δένδρο (έστω και πλαστικό) για να θεμελιώνει στα παιδιά της, ιδιαίτερα στους καιρούς μας την πολύτιμη έννοια της Εστίας», κι όπως χαρακτηρίζει λέει ο Δ. Λουκάτος και ο καθηγητής Σπ. Χαροκόπος, «η φαντασμαγορία του Δέντρου είναι ψυχαγώγημα υγείας για τα παιδιά». Και συνεχίζει ο Δ. Λουκάτος: «Τώρα αν το καράβι με την ελληνο-ναυτική ή εκκλησιαστική σημασία του, αρέσει από μόνο του σε πολλούς και παραμένει ως στολίδι και τα Χριστούγεννα, η λαογραφία δεν θα έχει αντίρρηση».
Όλα αυτά όμως, ο χρόνος και η εξέλιξη πραγμάτων, τα έχει σε σημαντικό βαθμό λύσει. Η υπερπαραγωγή βιομηχανοποιημένων ελάτων, (που μπορεί να τα χρησιμοποιεί κανείς για χρόνια) καλύπτει τον φόβο, της πιθανής, αλόγιστης κοπής φυσικών ελάτων από τα δάση και ο κόσμος, έχει πολλαπλές επιλογές πλέον να κάνει. Εθιμικά και «καταναλωτικά».
Που πας καραβάκι με τέτοιο καιρό…
Πως το Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι ανθίσταται ως έθιμο
Όμως αξίζει να καταπιαστούμε περισσότερο, με το «καταφρονημένο» (sic) καραβάκι, (απέναντι στο πιο «διάσημο» δέντρο), ως έθιμο των ημερών και θα προσπαθήσουμε να ανατρέξουμε, (όσο οι πηγές μας το επιτρέπουν), στο βάθος της Ελληνικής Παράδοσης, σε στοιχεία, πληροφορίες και αίσθηση, για το συμβολισμό και την επιλογή του ως σήμερα, σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Θα δούμε όμως και στοιχεία, και παραλληλισμούς μεταξύ τους.
Φαίνεται ότι το Καραβάκι των Χριστουγέννων, είναι ένα Ελληνικό έθιμο. Συνήθως για τα έθιμα, δεν έχουμε συγκεκριμένες ημερομηνίες, για το πως ή πότε ακριβώς ξεκίνησαν, σε ένα τόπο, όπως μου ανέφερε ο ομοτ. Καθηγητής κ. Μηνάς Αλεξιάδης.
Σε ότι αφορά το Καραβάκι, ως έθιμο, φαίνεται πως έχει τις ρίζες του από τα νησιά του Αιγαίου και άλλων νησιωτικών περιοχών, το οποίο αναπτύχθηκε και σε πόλεις, χωριά και περιοχές, κοντά στη θάλασσα και υπήρξε εναλλακτική ή συνδυαστική επιλογή και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Η συνύπαρξη σε ένα κατάστημα, ένα δημαρχείο, ένα σχολείο, μια πλατεία, στολισμένου δέντρου και καραβιού, δεν είναι ασύνηθες, δεν είναι παράταιρο. Ίσα – ίσα, γίνεται ένα ισορροπημένο «πάντρεμα» και είναι στοιχείο πληρότητας και το καθένα, έχει να προσδώσει, τον δικό του συμβολισμό.
Παραδοσιακά κάλαντα του Αιγαίου με αναφορά στη θάλασσα και τα καράβια
Στα παραδοσιακά κάλαντα του Αιγαίου συνυπήρχε το θαλασσινό στοιχείο:
Κάλαντα Σάμου: «…Και πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν’ αρματώσεις, και τα πανιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις…».
Κάλαντα Χίου: «…Άγιε μου Βασιλάκη μου και Άγιε μου Νικόλα, προστάτευε τους ναυτικούς την ώρα του κυκλώνα…Χρόνια πολλά, να ‘στε καλὰ κι εσείς και οι δικοί σας, να ‘ρθούνε τα ξενάκια σας κι όλοι οι ναυτικοί σας…».
Κάλαντα Νάξου: «…Αν έχεις κόρη έμορφη, γραμματικός την θέλει. Αν είναι και γραμματικός, πολλά προικιά γυρεύει. Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, κι αμπέλια τρυγημένα· γυρεύει και τη θάλασσα με όλα τα καράβια· Γυρεύει και τον κυρ-Βοριά, να τα καλαρμενίζει…».
Κάλαντα θαλασσινά, που τραγουδούν τα παιδιά στα Κυκλαδονήσια:
Σένα σου πρέπει αφέντη μου
καράβι ν’αρματώσεις
και τα σκοινιά του καραβιού
να τα μαλαματώσεις…
Σένα σου πρέπει αφέντη μου
στασίδι να καθίζεις,
το να σου χέρι να μετρά
τσαι τ άλλο να δανείζει…
Σενά σου πρέπει αφέντη μου
καρέκλα καρυδένια
για να κουμπάς τη μέση σου
τη μαργαριταρένια…
Σένα σου πρέπει αφέντη μου
κάραβι από την Πόλη,
όντας το φέρεις στο νησί
να το ζηλεύουν όλοι…
Να έχει απάνω το Σταυρό
και την Αγία Σοφία
όντας γυρνάς στα πέλαγα
να έχεις ευλογία…
Να έχει πάνω την ευχή
απ’ το Πατριαρχείο
και από τον ‘Αγιο Δέσποτα
να μην δουγιάς θηρίο…
Σένα σου πρέπει αφέντη μου
καράβι από την Μάλτα
τσαι κείνο που χεις στο νησί
να το τραβάς για βάρκα…
Κάπου το 2004 γράφτηκαν στην Κύπρο μας τα «Κάλαντα της Λεμύθου» από τους εμπνευσμένους Πάμπο Κουζάλη (Στίχοι) και Κώστα Κακογιάννη (Μουσική). Αξίζει να τα αναφέρουμε:
Τι γυρεύεις, καραβάκι
στης Λεμύθου το βουνό
Στο κατάρτι σου φωτάκι
σαν αστέρι μακρινό
Ρίξε άγκυρα στο χιόνι
πλάι στο πεύκο που κρυώνει
Άρχοντες, καλήν εσπέρα
Oι καρδιές να φωτιστούν
Και στον μυρωμένο αγέρα
Κάλαντα ν’ ακουστούν
Τι γυρεύεις, καραβάκι
σε ψηλή βουνοκορφή
Ασημένιο καμπανάκι
τραγουδά στην κουπαστή
Ρίξε δίχτυ στην αυλή μας
για να πιάσεις τη σιωπή μας
Άρχοντες, καλήν εσπέρα
Oι καρδιές να φωτιστούν
Και στον μυρωμένο αγέρα
Κάλαντα ν’ ακουστούν
Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι. Βαθύτεροι συμβολισμοί. Μια σκληρή πραγματικότητα
Σε αυτές τις ξεχωριστές «κουκίδες» στον χάρτη, που αντιπροσωπεύουν αυτή την όμορφη νησιωτική ζωή της Ελλάδας σε όλα μας τα πελάγη. Που κάθε ένα νησί μας είναι ένα ξεχωριστό ισχυρό κύτταρο της κοινωνίας μας, υπήρξαν μια σειρά από έθιμα. Στη ζωή των νησιών μας, αναπόσπαστο κομμάτι, είναι η ναυτοσύνη. Στους προηγούμενους αιώνες που τα πλοία δεν ήταν τόσο μεγάλα και σύγχρονα, όπως τις μέρες μας και για καιρό ταξίδευαν μόνο με πανιά, όλοι ήξεραν στο κάθε νησί ότι οι ναυτικοί τους, έδιναν ένα αγώνα καθημερινά με τη θάλασσα, τον άνεμο, τις καταιγίδες, και τη φύση. Το μυαλό όλων πήγαινε στους πατεράδες και συγγενείς ναυτικούς και καρτερούσαν να τους δουν να γυρίζουν καλά, για να τους έχουν κοντά τους, μέχρι το επόμενο μπάρκο και ταξίδια. Έτσι τα παιδιά, κρατώντας στα χέρια το δικό τους Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι, το έκαναν «ταξίδι» από σπίτι σε σπίτι στο νησί. Φωτισμένο, στολισμένο, γιορτινό, χαρούμενο, για να πουν με το τοπικό αυτό «ταξίδι» από σπίτι σε σπίτι ευχές, κάλαντα και να γεμίσουν το «αμπάρι» του καλούδια, γλυκά, φρούτα, ξηρούς καρπούς, χρήματα και άλλα «φιλέματα», από τις οικογένειες που άνοιγαν την πόρτα τους, να τους υποδεχθούν.
Έτσι με αυτό το «ταξίδι», εύχονταν οι ρότες των καϊκιών και των μεγαλύτερων καραβιών του νησιού, να είναι ήρεμες και γεμάτες ευχάριστες στιγμές για τους δικούς τους ανθρώπους, που ταξίδευαν ειδικά τις γιορτινές αυτές ημέρες. Και όταν γύριζαν σπίτι και το άφηναν πάνω σε κάποιο τραπέζι ή στο μπαούλο σε κάποιο δωμάτιο, συμβόλιζε την παιδική αθωότητα και την ελπίδα τους σύντομα να επιστρέψουν και να δουν τους αγαπημένους τους ναυτικούς. Άλλο τόσο την ίδια αίσθηση, τάμα κι ελπίδα, είχαν σύζυγοι, παππούδες και γιαγιάδες, για τους δικούς τους ανθρώπους, που ήταν για την επιβίωση αφοσιωμένοι στη ναυτοσύνη.
Το Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι αν ήταν καλοφτιαγμένο, παρέμενε στο σπίτι σαν ένα διαφορετικό «εικόνισμα», σαν ένα τάμα προσμονής της επιστροφής με ασφάλεια στο σπίτι των ναυτικών τους.
Ήταν δύσκολη η ναυτοσύνη τότε και με κάθε θαλασσοταραχή, το μυαλό όλων «ταξίδευε» στους δικούς τους ανθρώπους. Αν εκεί που ταξιδεύουν, είναι η θάλασσα γαλήνια.
Δε θα μπορούσε να περιγράψει κανείς καλύτερα, αυτή την εικόνα και αίσθηση, όσο ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στο έργο του και στο απόσπασμα «Η Θάλασσα»
«Ο πατέρας μου —μύρο το κύμα που τον τύλιξε— δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.
— Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό!
Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι· που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ώς τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κ’ οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:
— Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιος να πρωτογίνει καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κ’ έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα…για να συνεχίσει, … Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνει την άγκυρα, να βγαίνει από το λιμάνι και ν’ αρμενίζει στ’ ανοιχτά· όταν άκουα τις φωνές των ναυτών που γύριζαν τον αργάτη και τα καταβοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε θλιβερό πουλάκι απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· τα σχοινιά τα κοντυλογραμμένα· τα πόμολα που άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά μ’ έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά… ».
Πόσο τελικά ήταν ανάμεικτα τα συναισθήματα εκείνες τις εποχές; Πόσο το καραβάκι των Χριστουγέννων, λειτουργούσε ως τάμα και ως εικόνισμα; Να γυρίσουν πίσω όλοι και να ζήσουν ακόμη μια νέα χρονιά, με χαμόγελα και χαρές. Γιατί, το παιδικό «ταξίδεμα» του μυαλού, πάλευε με το θέλω, με την απώλεια, με το άκουσμα ενός ναυαγίου. Και κυριαρχούσε το θέλω. Σαν κάτι να τους έλεγε, στο παιδικό τους μυαλό, «ότι σε εσένα δε θα συμβεί κάτι κακό». Και ο Καρκαβίτσας μας μεταφέρει αυτή την παιδική αίσθηση κι ένσταση μαζί, στο απόσπασμα του έργο του «Θάλασσα»:
«…Ακόμη και την ώρα που ερχόταν πικρό χαμπέρι στο νησί και ο πνιγμός πλάκωνε τις ψυχές όλων και χυνόταν βουβή η θλίψη από τα ζαρωμένα μέτωπα ώς τ' άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικιές· όταν άκουγα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριο τους, πείσμα μ' έπιανε που δεν ήμουν και γω μέσα· πείσμα και σύγκρυο μαζί…».
Δύσκολο το επάγγελμα του ναυτικού. Δεν ήταν όπως σήμερα με τα μεγάλα βαπόρια, με ιντερνέτ, τραπεζαρίες, μάγειρα, ωράρια, καμπίνες με κλιματισμό…Τότε ήταν πραγματικός αγώνας με τη φύση. Αγώνας με τον καπετάνιο και την απόλυτη πειθαρχία. Γι’ αυτό ο φόβος όλων πίσω στο νησί ήταν εμφανής και περίμεναν το γυρισμό των ναυτικών τους, να «λυτρωθούν» από αυτόν.
Και λέει ο Καρκαβίτσας στα «Λόγια της Πλώρης»:
«…Δεν κρατήθηκα περισσότερο. Έλειπε ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξίδι. Μίσευε κι ο καπετάν Καλιγέρης, ο θείος μου, για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον παρακάλεσε κι η μάννα μου από φόβο μην αρρωστήσω· με πήρε μαζί του.
— Θα σε πάρω, μου λέει, μα θα δουλέψεις· το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είναι ψαρότρατα να ‘χεις φαΐ και ύπνο.
Τον φοβόμουνα πάντα το θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σε μένα, όπως και στους ναύτες του. Κάλλιο σκλάβος στ’ Αλιτζέρι — παρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Ό,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί – τεμπεσίρι, στην αποθήκη του Καλιγέρη βρισκότανε. Κι ο λόγος του πάντα προσταγή, αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι πήγαιναν στη δούλεψη του. Μα ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκανε να τα λησμονήσω όλα. Να πατήσω μια στην κουβέρτα, έλεγα, και δουλειά όση θες.
Αληθινά ρίχτηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιχνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, τόσο πρόθυμος εγώ. Μπορεί ο θείος μου να ήθελε να παιδευτώ από την αρχή για να μετανιώσω. Από την πλύση της κουβέρτας στο ξύσιμο· από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών το πλέξιμο· από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τώρα στην τρόμπα· τώρα στον αργάτη· φόρτωμα–ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα, πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος· τί μ’ έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση κ’ έβλεπα κάτω τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς, με θλίψη τους έβλεπα…».
Τα μικρά καραβάκια και η συμβολική θέση τους στην πατρογονική Εστία
Κι αυτά λοιπόν, τα καραβάκια των πιτσιρικάδων, ήταν «ναυπηγημένα» με καμάρι, αφοσίωση και μεράκι. Στολισμένα με ξυλάκια, σπάγκους πολύχρωμα χαρτιά, και άλλα στολίδια και κανένα κεράκι να φωτίζει όλο το δημιούργημα. Και φρόντισαν τα παιδιά, να το βάλουν κάπου μετά τη μεγάλη πόρτα του σπιτιού, κοντά στο τζάκι ή την ξυλόσομπα. Και γυρίζοντας από τα κάλαντα, εισέρχονταν στο σπίτι και τα είχαν στραμμένα έτσι σα να είχαν κάνει τη δική τους συμβολική «Μικρή» και «Μεγάλη Είσοδο» μέσα στο σπίτι, όπως η Είσοδος του Ιερέα στη λειτουργία. Με το Ακάτιο πανί στο πλωριό ιστό στο παιδικό καραβάκι, όπως ο φλόκος με την πρύμνη να δείχνει μέσα στο σπίτι υπονοώντας έτσι την αναμενόμενη επιστροφή των ναυτικών στο πατρικό.
Άλλωστε στα νησιά, το παιχνίδι των αγοριών ήταν συνυφασμένο με τη θάλασσα και το κολύμπι, ειδικά τόσους ζεστούς μήνες το Καλοκαίρι. Ήθελαν και αυτά το δικό τους σκαρί. Έτσι έφτιαχναν με τα παιδικά τους χεράκια με ότι υλικά περίσσευαν το δικό τους καράβι. Το καλοκαιρινό…Γιατί έφτιαχναν και αυτό των Χριστουγέννων. Ο Καρκαβίτσας κι εδώ μας «ταξιδεύει» με την λογοτεχνική αυτοβιογραφία του στο απόσπασμα του έργου του «Θάλασσα»:
«…Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ' ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ' ακολούθησα κολυμπώντας ώς την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν…».
John Doe Tweet
Το παιχνίδι των παιδιών και η αγάπη τους για τη θάλασσα που έγινε έθιμο
Πόσο τελικά κάποια πράγματα είναι μεταξύ τους «συνδεδεμένα»; Ο Άγιος Νικόλαος, ο προστάτης των Ναυτικών, γιορτάζει 6 Δεκεμβρίου. Κάπου εκεί γύρω, οι πιτσιρικάδες σε πολλά νησιά αρματώνανε τα καραβάκια τους. Να τα έχουν έτοιμα για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, ως τα Φώτα.
Και πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Το έθιμο με το Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι βρίσκει «μπροστά» του το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο. Ένα άλλο έθιμο, που «έπιασε» ή πιο ευγενικά, ο χρόνος και ο κόσμος το καθιέρωσε και στη χώρα μας. Και το καραβάκι προσπαθεί να διατηρηθεί στο πέρασμα του χρόνου, μέσα στην θαλασσοταραχή των γιορτών του 12ημερου.
Τα καραβάκια πια, τα βρίσκουν τα παιδιά σχεδόν έτοιμα, σε μαγαζιά με παιχνίδια και είδη δώρων και δεν είναι απαραίτητο να τα κατασκευάσουν, αυτοσχέδια όπως παλιά. Τα επιλέγουν ακόμη ως έθιμο, ναυτιλιακές εταιρείες, λιμενικά ταμεία, λιμεναρχεία, ενώσεις αλιέων, μαρίνες, δημόσιες υπηρεσίες, ως στοιχείο και διάκοσμο τις μέρες αυτές. Προσθέτουν όμορφα ηλεκτρονικά λαμπάκια που περίτεχνα το συνθέτουν και το «αγκαλιάζουν», φωτίζοντάς το για να δίνει το δικό του παρόν, ως εορταστικό συμβολικό στοιχείο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς μας. Επίσης σε αρκετά λιμάνια ή πλατείες, φροντίζουν να βρίσκεται μια κανονική βάρκα ή μικρό καΐκι, πλαστικό ή ξύλινο και το έχουν διακοσμημένο με πολύχρωμες λάμπες και γιρλάντες. Μια εκδήλωση συναισθημάτων για τις μέρες αυτές.
Το έθιμο επιβιώνει ιδίως στα νησιά και σε άλλες περιοχές. Δεν είναι κυρίαρχο απέναντι στο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο. Όμως σαν έθιμο, ανθίσταται, προσδίδοντας ευχές για υγεία και χαρές στους ναυτικούς και στις οικογένειές τους. Καλοτάξιδα καράβια, ήρεμες θάλασσες! Καλά ανταμώματα!
Στη Χίο τα τελευταία χρόνια, πραγματοποιείται από τοπικούς φορείς και με τη συμμετοχή κόσμου διαγωνισμός με μοντέλα καραβιών, που μπορεί να φθάσουν σε μήκος και 5μ. τιμώντας έτσι συμμετέχοντες και συντελεστές με αυτό τον τρόπο, τους ναυτικούς της και τον Ελληνικό στόλο.
Το καραβάκι υπήρξε ως έθιμο και σε περιοχές της Μικράς Ασίας. Αλησμόνητες στιγμές γιορτής και ευλάβειας από τα Χριστούγεννα στη Μικρασία της καρδιάς μας, μεταφέρει στο pontos-news.gr η ιστορικός Αρχοντία Β. Παπαδοπούλου, πρόεδρος Ένωσης Μαγνησίας Μ. Ασίας.
«Χριστούγεννα 1921. Τελευταία φορά που μοσχοβόλησε ο αέρας της Μικρασιατικής Γης (με τον ευρύτερο γεωγραφικό όρο) από τις παραδοσιακές μυρωδιές των χριστουγεννιάτικων γλυκισμάτων και φαγητών μας. Τελευταία φορά που ακούστηκαν τα Κάλαντα στην ευλογημένη πανάρχαιη γη μας. Στα ζεστά σπιτικά τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα τόνιζαν μεγάλα κλαδιά οπωροφόρων δένδρων όπου κρεμούσαν καρπούς, πορτοκάλια. Γνωστά ήταν και τα στολισμένα έλατα ή μεγάλα κλαδιά πεύκου. Το βράδυ της Παραμονής έβγαιναν στους δρόμους να ψάλουν τα κάλαντα ομάδες παιδιών και μεγάλων. Κρατούσαν φαναράκια για να φέγγουν το δρόμο, ένα καράβι φτιαγμένο από τους ίδιους, εικόνισμα της Βρεφοκρατούσας Παναγιάς. Συνηθιζόταν τα κάλαντα να συνοδεύονται και από παραδοσιακά όργανα. Στις ποντιακές περιοχές, όπου δονούσαν τη μυστηριακή ατμόσφαιρα η λύρα και το νταούλι, και σε άλλες μικρασιατικές περιοχές έλεγαν τα κάλαντα το πρωί της Παραμονής, επειδή το κρύο ήταν έντονο την νύχτα στα ορεινά, αλλά και για άλλους λόγους.
Τα σπίτια άνοιγαν πρόθυμα στους καλαντιστές που καλοτύχιζαν και εύχονταν στους νοικοκυραίους. Ανταμοιβή τους ήταν καρποί, φρούτα, γλυκίσματα».
Μιλώντας με την κ. Σοφία Αμπερίδου για τον πίνακα της «Κάλαντα Πόντου» μας είπε: «το συγκεκριμένο έργο, το έκανα από τις δικές μου μνήμες στο χωριό μου στην Πιερία. Θυμάμαι σαν παιδάκι που έβγαιναν κάποιοι μεγαλύτεροι που είχαν όργανα και ακολουθούσαν μικρά παιδάκια μαζί. Αν προσέξετε στη ζωγραφιά, πάνω στο δέντρο, έχω κάνει ένα άγγελο που κρατάει κάτι σαν μπαλόνι, στο οποίο μέσα ζωγραφίζεται ο χάρτης του Πόντου, σαν νοερό, νοητό θέμα. Οι Πόντιοι όταν στολίζουν το δέντρο, είναι σα να στολίζουν την ψυχή τους, σαν να στολίζουν την πατρίδα τους. Πρόσφυγες υπάρχουν κι άλλοι, αλλά εμείς δεν έχουμε αναφορά πλέον σε Πατρίδα, σε γη Δεν «υπάρχει» η γη του Πόντου πλέον και υπάρχει στην ψυχή μας, σε βιβλία και αυτή ήταν η σκέψη μου να δημιουργήσω το έργο και στο πάνω μέρος δεξιά, αν προσέξετε, υπάρχει το άλλο έθιμο, το Καλαντόνερο, το Αμίλητο Νερό, που πάνε τα κορίτσια και παίρνουν».
Ας διατηρήσουμε ότι μας άφησαν παρακαταθήκη οι προηγούμενες γενιές
Στα έθιμα μας, υπάρχει, θα υπάρχει και θα μας πλουτίζει τη ζωή μας και το στολισμένο Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι. Που «παλεύει» χάρη στην ευαισθησία πολλών να κρατηθεί στο ύψος του και να «επιπλεύσει» μέσα στην ευρύτερη αίσθηση συμβολισμών του 12ημερου των Χριστουγέννων και απέναντι στο Χριστουγεννιάτικο Δένδρο. Και τα δυο μαζί μπορούν να συνυπάρχουν κάθε χρόνο τις ξεχωριστές αυτές ημέρες. Αρκεί όλοι μας, να μη το ξεχάσουμε σαν στοιχείο κι έθιμο και να το συντηρούμε, ως αναπόσπαστο μέρος της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς μας.
Μακάρι, το Πολεμικό Ναυτικό, η Ακτοφυλακή-Λιμενικό Σώμα, Ναυτιλιακές εταιρείες, σύλλογοι και δήμοι νησιωτικών περιοχών, να φροντίζουν να το προστατέψουν ως έθιμο και στα γραφεία τους ας υπάρχει διακοσμημένο, ένα έστω, μεγάλο ή μικρούλι Χριστουγεννιάτικο Καραβάκι, σε πείσμα των καιρών, αλλά και ως μια δική μας, ελληνική παράδοση.






















































