Γράφει ο Άρης Μπιλάλης
Ο Ναύαρχος Επ. Καββαδίας αναφέρει στο βιβλίο του «Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940 όπως τον έζησα» την παρακάτω συνάντηση που είχε στο Σουέζ τον Ιούλιο του 1941:
«Αλλά μιαν ημέραν κατέπλευσεν ένα μέγα θωρηκτόν, το οποίον ηγκυροβόλησε πολύ μακράν. Ανεγνώρισα το σκαρίφημα των νεότευκτων τύπου «ΓΕΩΡΓΙΟΣ V». Οι Άγγλοι Κυβερνήται προγευματίζοντες επί του ΑΒΕΡΩΦ, την ημέραν εκείνην, ήσαν εξαιρετικώς ολιγόλογοι επί της παρουσίας του. Μετά δυο ημέρας, κατά νυκτερινόν βομβαρδισμόν, παρετήρησα οτι το Α/Α πυρ του εγένετο μόνο δια 2 – 3 πυροβόλων. Την επομένην εισέπλεεν εις την Διώρυγα και δεν εχρειάσθη μεγάλη προσπάθεια δια να αποκαλυφθεί οτι επρόκειτο περί χονδροειδούς ομοιώματος, αφού με τον ελαφρόν άνεμον επάλλοντο τα εξ οθόνης τοιχώματα των πύργων του. […] Δεν ήκουσα να έκαμε τι σπουδαίον. Ήτο άλλωστε τόσο εμφανής η απομίμησις, ώστε τα πληρώματα μας το είχον βαπτίσει μόλις το είδον «Ψευτοθόδωρον».»
Όμως δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που το ελληνικό Ναυτικό ερχόταν σε επαφή με ομοιώματα θωρηκτων, καθώς ορισμένα τέτοια πλοία είχαν δράσει στο Αιγαίο κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ιδέα της απομίμησης θωρηκτών ανήκε στον Ουίντστον Τσώρτσιλ. Τρια χρόνια πριν την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τσώρτσιλ είχε ήδη εκφράσει την άποψη του περί χρησιμότητας ύπαρξης τέτοιων σκαφών. Τον Οκτώβριο του 1914, λίγους μόλις μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, οι Βρετανοί είχαν μόλις απωλέσει το θωρηκτό AUDACIOUS από γερμανική νάρκη, ενώ άλλα τέσσερα θωρηκτα βρίσκονταν εκτός μάχης λόγω μηχανικών προβλημάτων. Έχοντας και αυτά κατά νου ο Τσώρτσιλ, όντας πλέoν Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, έγραφε σχετικά:
«Είναι αναγκαίο να κατασκευαστεί χωρίς καθυστέρηση ένας ψεύτικος στόλος. Δέκα εμπορικα πλοία πρέπει άμεσα να επιλεγούν. Κατόπιν θα καταμεριστούν σε διαφορετικά ναυπηγεία που εκείνο το διάστημα δεν θα επιτελούν άλλες πολεμικές ναυπηγήσεις. Και τότε θα «μασκαρευτούν» ώστε να προσομοιάζουν στα γρήγορα θωρηκτά του Πρώτου και του Δεύτερου Στόλου Μάχης. Δεν είναι απαραίτητο το μέγεθος τους να ταιριάζει ακριβώς, καθώς είναι γνωστή η δυσκολία να εξακριβωθεί το πραγματικό μέγεθος ενός πλοίου εν πλώ και ακόμη και αντιτορπιλικά συχνά αναγνωρίζονται λανθασμένα ως καταδρομικά.
Κρατάμε κατά νου ιδιαίτερα την από αέρος ή από περισκόπιο κατόπτευση όπου η εξαπάτηση είναι πολύ πιο εύκολη. Θα χρειαστεί πολύ λίγη χρήση σιδήρου και πρακτικώς η όλη εργασία θα πρέπει να γίνει με ξύλα ή καραβόπανα.
Ακόμη και όταν ο εχθρός αντιληφθεί οτι έχουμε ένα τέτοιο στόλο, η ύπαρξη του θα περιπλέκει τα σχέδια του και θα αποσπά τη δράση των υποβρυχίων του. Πάντα θα αναρωτιέται για το ποιός είναι ο πραγματικός και ποιός ο ψεύτικος στόλος.»
Έτσι λοιπόν το βρετανικό Ναυαρχείο προχώρησε άμεσα και με μυστικότητα στην επιλογή δεκατεσσάρων πλοίων για να μετατραπούν σε απομιμήσεις θωρηκτών με σκοπό να δημιουργηθεί σύγχυση στις εχθρικές δυνάμεις και να παρουσιάζεται πλήρης ο βρετανικός Στόλος ανεξαρτήτως αν κάποια πραγματικά θωρηκτά βρίσκονταν εκτός μάχης. Αντί της πρότασης του Τσώρτσιλ, όλα τα πλοία στάλθηκαν το Νοέμβριο του 1914 στα ναυπηγεία Harland & Wolff, στο Μπέλφαστ της βόρειου Ιρλανδίας, ίσως σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η γνώση γύρω από την πραγματοποίηση αυτών των μετασκευών.
Στα ναυπηγεία δυο χιλιάδες τεχνίτες δούλευαν επί μήνες νυχθημερόν προκειμένου να ολοκληρωθούν οι εργασίες το συντομότερο δυνατόν. Τα εμπορικά πλοία απογυμνώθηκαν από ιστούς, μπίγες και αφαιρέθηκαν τμήματα από τις υπερκατασκευές τους. Τοποθετήθηκαν ιστοί πολεμικών πλοίων, γέφυρες μάχης και κατεύθυνσης βολής, ψεύτικοι πυργίσκοι με πυροβόλα και άλλα αντικείμενα, όλα φτιαγμένα από ξυλεία. Τα καταστρώματα στρώθηκαν με τεντωμένα καραβόπανα για να μοιάζουν με τα λεία σιδηρά καταστρώματα των πολεμικών. Προστέθηκαν ξύλινες υπερκατασκευές και φουγάρα μέσα στα οποία τοποθετήθηκαν μηχανισμοί παραγωγής καπνού ώστε η εν πλω εικόνα τους να είναι ρεαλιστική για θωρηκτό. Επίσης τοποθετήθηκαν ψεύτικες πλώρες με έμβολα όπως των θωρηκτών και έγιναν μετατροπές και στις πρύμνες τους.
Προκειμένου να μειωθεί το βύθισμα τους και να προσομοιάζουν περισσότερο σε θωρηκτά, φορτώθηκε το καθένα με εννέα χιλιάδες τόνους από πέτρα και τσιμέντο. Τα πλοία αυτά μετασκευάστηκαν ώστε να απεικονίζουν τα παρακάτω θωρηκτά και καταδρομικά μάχης:
ST. VINCENT (πρώην φορτηγό πλοίο CITY OF OXFORD, ναυπήγησης 1882, 4.019 κ.ο.χ.)
COLLINGWOOD (πρώην υπερωκεάνιο MICHIGAN, ναυπήγησης 1887, 4.982 κ.ο.χ.)
IRON DUKE (πρώην υπερωκεάνιο MONTEZUMA, ναυπήγησης 1900, 7.394 κ.ο.χ.)
KING GEORGE V (πρώην υπερωκεάνιο RUTHENIA, ναυπήγησης 1899, 8.106 κ.ο.χ.)
CENTURION (πρώην υπερωκεάνιο TYROLIA, ναυπήγησης 1899, 7.535 κ.ο.χ.)
ORION (πρώην υπερωκεάνιο ORUBA, ναυπήγησης 1889, 5.857 κ.ο.χ.)
MARLBOROUGH (πρώην MOUNT ROYAL, ναυπήγησης 1898, 8.039 κ.ο.χ.)
AUDACIOUS (πρώην υπερωκεάνιο MONTCALM, ναυπήγησης 1897, 5.748 κ.ο.χ.)
AJAX (πρώην γερμανικό υπερωκεάνιο KRONPRINZESSEN CECILIE, ναυπήγησης 1906, 8.689 κ.ο.χ.)
VANGUARD (πρώην υπερωκεάνιο PERTHSHIRE, ναυπήγησης 1893, 5.865 κ.ο.χ.)
QUEEN MARY (πρώην υπερωκεάνιο CEVIC, ναυπήγησης 1893, 8.455 κ.ο.χ.)
INDOMITABLE (πρώην φορτηγό πλοίο MANIPUR, ναυπήγησης 1906, 7.654 κ.ο.χ.)
INVINCIBLE (πρώην υπερωκεάνιο PATRICIAN, ναυπήγησης 1901, 7.474 κ.ο.χ.)
TIGER (πρώην υπερωκεάνιο MERION, ναυπήγησης 1902, 11.621 κ.ο.χ.)
Τα πρώτα από τα υποτιθέμενα θωρηκτά παραδόθηκαν στο βρετανικό Στόλο στις αρχές Δεκεμβρίου του 1914 και στάλθηκαν στη ναυτική βάση του Scapa Flow στα νησιά Όρκνεϋ. Οι αξιωματικοί τους προέρχονταν από την τάξη των εφέδρων του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού, ενώ το κατώτερο πλήρωμα ήταν εμποροναύτες. Τότε έγινε αντιληπτό οτι εκτός από ορισμένα που μπορούσαν να κινηθούν με ταχύτητα 15 κόμβων, τα υπόλοιπα μετά βίας επιτύγχαναν ταχύτητα 9 κόμβων ενώ το PERTHSHIRE (υποτιθέμενο θωρηκτό VANGUARD) κινείτο με μόλις επτά κόμβους. Η περιορισμένη ταχύτητα του «ψεύτικου Στόλου» σήμαινε οτι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τον Στόλο Μάχης στην ανοιχτή θάλασσα όπου ανέπτυσσε ταχύτητα είκοσι κόμβων. O Ναύαρχος Τζέλικο θεώρησε οτι από τη στιγμή που τα ομοιώματα δεν μπορούσαν να αναπτύξουν τη ταχύτητα ενός πραγματικού θωρηκτού, τότε οι Γερμανοί θα αντιλαμβάνονταν οτι δεν είναι αληθινά. Έτσι τα πλοία έμειναν αγκυροβολημένα στο Scapa Flow, σε εξωτερικές θέσεις αγκυροβολίας προκειμένου να είναι οι πρώτοι στόχοι σε τυχόν διείσδυση γερμανικού υποβρυχίου. Κατόπιν ορισμένα στάλθηκαν στη Βόρεια Θάλασσα για να χρησιμεύσουν ως «δόλωμα» ώστε τα συνοδά σκάφη να εντοπίσουν και να βυθίσουν το όποιο γερμανικό υποβρύχιο επιτεθεί στο «θωρηκτό». Τελικά, τα πλοία χαρακτηρίστηκαν ως Πλοία Ειδικών Υπηρεσιών και καθηλώθηκαν σε ναυτικές βάσεις. Ένα εκατομύριο λίρες και χιλιάδες πολύτιμες εργατοώρες στα ναυπηγεία είχαν σπαταληθεί για ένα εγχείρημα που στην πράξη απέτυχε.
Τουλάχιστον πέντε από αυτά τα πλοία στάλθηκαν στις αρχές Μαρτίου του 1915 στα Δαρδανέλια όπου λάμβαναν χώρα επιχειρήσεις της Αντάντ. Ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί η εντύπωση στους εχθρούς ότι ο βρετανικός Στόλος διέθετε ισχυρές μονάδες στην περιοχή. Αφενός θα αποθάρρυναν τυχόν έξοδο του καταδρομικού μάχης GOEBEN από τα Στενά, αφετέρου η εικονική αποδυνάμωση του βρετανικού Στόλου στη Βόρεια Θάλασσα μπορεί να ενθάρρυνε την πολυπόθητη για τους Βρετανούς έξοδο του γερμανικού Στόλου. Τέλος, τα πλοία θα λειτουργούσαν ως «δολώματα» προσελκύοντας τα πυρά των παράκτιων τουρκικών πυροβολαρχιών καθώς και τα εχθρικά υποβρύχια με στόχο να αποφευχθούν επιθέσεις σε πιο πολύτιμα πλοία.
Το Φεβρουάριο του 1915 το βρετανικό Ναυαρχείο ανέθεσε στoν εβδομηντάχρονο Πλοίαρχο W. B. Forbes, τον δεύτερο γηραιότερο ενεργό αξιωματικό του, την μεταστάθμευση τεσσάρων Πλοίων Ειδικών Αποστολών στο Αιγαίο. Ο Forbes, ο οποίος είχε επανέλθει εθελοντικά σε ενεργό υπηρεσία κατά την κήρυξη του πολέμου, ανέλαβε την διακυβέρνηση του MERION (απομίμηση του καταδρομικού μάχης HMS TIGER) και απέπλευσε μαζί με το MANIPUR (απομίμηση του καταδρομικού μάχης HMS INDOMITABLE). Τα δυο πλοία πέρασαν τα Στενά του Γιβραλτάρ υπό τη κάλυψη του σκότους, προκειμένου να μη γίνει αντιληπτή η πραγματική τους ταυτότητα σε τυχόν εχθρικούς παρατηρητές, και στις 12 Μαρτίου έφθασαν στην Τένεδο. Αμέσως ανέλαβαν υπηρεσία διαδρομώντας στα ανοιχτά του Ακρωτηρίου Έλλη και κατόπιν συμμετείχαν σε συνοδείες νηοπομπών προς τη μεγάλη βάση της Αντάντ στη Λήμνο. Λίγες εβδομάδες αργότερα κατέπλευσε στο Αιγαίο και το PATRICIAN (απομίμηση του καταδρομικού μάχης HMS INVICIBLE), ενώ η αποστολή του τέταρτου σκάφους, του CEVIC (απομίμηση του καταδρομικού μάχης HMS QUEEN MARY) αναβλήθηκε λόγω προσάραξης του.
Στις 30 Μαΐου 1915 το γερμανικό υποβρύχιο UB-8 (Κυβερνήτης Ernst von Voigt) εντόπισε το MERION να πλέει στην θαλάσσια περιοχή νότια της Λήμνου και αναγνώρισε το σκάφος ως βρετανικό πολεμικό, κάτι που το καθιστούσε πολύτιμη λεία, οπότε αποφάσισε να αφήσει να διαφύγουν τα πέντε έμφορτα μεταγωγικά πλοία της νηοπομπής προκειμένου να εστιάσει στο «πολεμικό». Στις 20.10’ το υποβρύχιο εξαπέλυσε μια τορπίλη που πέτυχε το MERION στο μηχανοστάσιο, προκαλώντας έκρηξη που εκτόξευσε στον αέρα κομμάτια βράχων και τσιμέντου από το πρόσθετο έρμα του πλοίου. Τέσσερα μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους, ενώ οι υπόλοιποι επιβιβάστηκαν με τάξη στις σωσίβιους λέμβους και κατόπιν περισυνελέγησαν με ασφάλεια. Το MERION, το μεγαλύτερο από τα πλοία του Στολίσκου Ειδικών Υπηρεσιών, χρειάστηκε αρκετές ώρες μέχρι να βυθιστεί στις 31 Μαΐου έχοντας παρασυρθεί προς τις βόρειες ακτές του Αγίου Ευστράτιου. Ένας από τους – υποτίθεται βάρους εκατοντάδων τόνων – πύργους πυροβόλων έμενε να πλέει στην επιφάνεια της θάλασσας με τα κανόνια στραμμένα προς τον ουρανό… Ωστόσο αυτό δεν έγινε αντιληπτό από τον κυβερνήτη του υποβρυχίου που ανέφερε τη βύθιση ενός βρετανικού πολεμικού.
Σύντομα αποδείχθηκε οτι ο «ψεύτικος Στόλος» δεν πρόσφερε ουσιαστικά ωφέλη, πέρα του οτι δυο γερμανικά εμπορικά πλοία παραδόθηκαν στη θέα του «θωρηκτού» QUEEN MARY όταν το συνάντησαν να περιπολεί στο βόρειο Ατλαντικό. Έτσι, τον Ιούνιο του 1915 αποφασίστηκε η διάλυση του Στολίσκου Ειδικών Υπηρεσιών, οπότε τα MANIPUR και PATRICIAN επέστρεψαν στη Βρετανία για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε διαφορετικούς ρόλους.
Οι Βρετανοί είχαν δημιουργήσει μια προκεχωρημένη βάση στον Κέφαλο της Ίμβρου απ’όπου υποστήριζαν τις επιχειρήσεις στα Στενά. Το μικρό αλιευτικό λιμάνι δεν πρόσφερε προστασία στον αυξανόμενο αριθμό πλοίων και έτσι αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένας κυματοθραύστης βυθίζοντας μια σειρά από παλαιά πλοία. Αρχικά επιλέχθηκαν δυο παλαιά ιταλικά ατμόπλοια αλλά μια σφοδρή κακοκαιρία στις 17-18 Νοεμβρίου απέδειξε οτι ο κυματοθραύστης δεν ήταν επαρκής. Έτσι αποφασίσθηκε να συμπληρωθεί με το ORUBA (απομίμηση του θωρηκτού HMS ORION). Το σκάφος συμπλήρωσε το έρμα του με τσιμέντο και κατόπιν βυθίστηκε δίπλα στα ιταλικά ατμόπλοια, με το κατάστρωμα του να παραμένει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στις 22 Νοεμβρίου μια ισχυρή θύελλα έθραυσε το ένα ιταλικό ατμόπλοιο στα δυο με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές στις εγκαταστάσεις και στα αγκυροβολημένα πλοία. Επίσης προκλήθηκαν ζημιές στις υπερκατασκευές του ORUBA που επικάθησε κατά δυο μέτρα. Ο αρμόδιος Ναύαρχος Wemyss ζήτησε από το Ναυαρχείο να βυθίσει ένα παλαιό θωρηκτό όπως το TERRIBLE, αλλά το Ναυαρχείο αρνήθηκε και ευσπεσμένα απέστειλε από την Αγγλία το MICHIGAN (απομίμηση του θωρηκτού COLLINGWOOD). Μέχρι αυτό να φθάσει ο Wemyss βύθισε στις 13 Δεκεμβρίου ένα ακόμη ιταλικό ατμόπλοιο ως προσωρινή λύση. Το MICHIGAN έλαβε τη θέση του στον κυμματοθραύστη του Κέφαλου την 1η Ιανουαρίου 1916, αφού πρώτα ανελκύστηκε το ιταλικό ατμόπλοιο. Τα ναυάγια των δυο ψευτο-θωρηκτών έμειναν για χρόνια στα αβαθή, όπως καταδεικνύει ένα βρετανικό σχέδιο για την ανέλκυση τους το 1922.
Από τα υπόλοιπα έντεκα πλοία, απαλλασόμενα πρώτα από τις πρόσθετες κατασκευές, το ένα μετετράπη σε εξοπλισμένο εμπορικό καταδρομικό, στα οχτώ τοποθετήθηκαν δεξαμενές για να χρησιμεύσουν ως πετρελαιοφόρα και τα υπόλοιπα δυο μετετράπησαν σε βοηθητικά του βρετανικού Στόλου.
Παρά την προσπάθεια να διατηρηθεί το εγχείρημα της απομίμησης θωρηκτών ως μυστικό, ήδη από το τέλος του 1914 γινόντουσαν αναφορές στον αμερικανικό τύπο που σίγουρα δεν θα διέφυγαν της προσοχής των Γερμανών. Αν και τα αποτελέσματα του «ψεύτικου στόλου» ήταν μάλλον αμφίβολα, οι Βρετανοί προχώρησαν και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε ένα αντίστοιχο πρόγραμμα, μικρότερης όμως εμβέλειας αφού μόνο τρία εμπορικά πλοία μετασκευάστηκαν το 1939. Το φορτηγό πλοίο PAKEHA μετετράπη για να μοιάζει στο θωρηκτό REVENGE, το αδελφό του WAIMANA μετετράπη για να μοιάζει στο θωρηκτό RESOLUTION, ενώ το φορτηγό πλοίο MAMARI μετασκευάστηκε για να μοιάζει στο αεροπλανοφόρο HERMES. Τα αμπάρια τους γεμίσαν με χιλιάδες άδεια βαρέλια προκειμένου να αποκτήσουν μεγαλύτερη πλευστότητα σε περίπτωση που δεχόντουσαν εχθρικό πλήγμα. Τον Ιούνιο του 1941 το “HERMES” προσάραξε σε ένα ναυάγιο και ανήμπορο καθώς ήταν έγινε στόχος γερμανικών τορπιλακάτων οπότε και καταστράφηκε. Τα δυο επιζώντα πλοία απαλλάχθηκαν στα μέσα του 1941 από τις περιττές υπερκατασκευές και επανήλθαν σε καθήκοντα πολεμικών μεταφορών.
Η τελευταία απόπειρα απομίμησης ενός θωρηκτού έγινε στις αρχές του 1941 όταν το γηραιό και αφοπλισμένο θωρηκτό HMS CENTURION «μασκαρεύτηκε» για να μοιάσει στο νεότευκτο θωρηκτό HMS ANSON της κλάσης KING GEORGE V. Το σκάφος είχε ναυπηγηθεί το 1911 και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αφοπλιστεί για να χρησιμεύσει επί σειρά ετών ως πλοίο-στόχος. Αν και το σκάφος δεν κατέπλευσε στο Αιγαίο, συμπεριλήφθηκε στο παρόν άρθρο μιας και απασχόλησε τα ελληνικά πληρώματα που το συνάντησαν στην Αίγυπτο και την Ινδία. Οι μετατροπές που έγιναν στο CENTURION περιλάμβαναν την τοποθέτηση ψεύτικων υπερκατασκευών και πυροβόλων, ενώ οι κενοί χώροι των πυργίσκων έγιναν δεξαμενές πετρελαίου. Επίσης, τοποθετήθηκε ένα ψεύτικο υπόστεγο αεροσκαφών πάνω στο οποίο ζωγράφισαν πυροβόλα των έξι ιντσών. Το πλοίο έφτασε τον Ιούλιο του 1941 στο Σουέζ – όπου το είδε ο Ναύαρχος Καββαδίας – με αρχικό σκοπό να βυθιστεί σκόπιμα στην Τρίπολη της Λιβύης για να φράξει την είσοδο του λιμένα. Η επιχείρηση όμως ματαιώθηκε καθώς ο Ναύαρχος Cunningham εκτιμούσε οτι η χαμηλή ταχύτητα του CENTURION το καθιστούσε εύκολο στόχο και δεν θα κατάφερνε να φθάσει ως την Τρίπολη. Τελικά το πλοίο αναχώρησε για το Άντεν αλλά καθοδόν συνάντησε κακοκαιρία και ο πρωραίος ξύλινος πύργος παρασύρθηκε απο τα κύματα. Έτσι τον Αύγουστο του 1941 κατέπλευσε στη Βομβάη όπου το συνάντησαν τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων που είχαν πλεύσει εκεί για επισκευές.
Ο Πλωτάρχης Γ. Ήμελλος αναφέρει στο βιβλίο «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι πολεμιστές του Ναυτικού θυμούνται…» τα παρακάτω:
«Οι Άγγλοι, για να παραπλανήσουν τους Ιάπωνες οτι είχαν στόλο σ’ αυτά τα νερά [στον Ινδικό], είχαν εφεύρει τους «Ψευτοθόδωρους». Ήταν εμπορικά επάνω στα οποία, με ξυλεία, σχημάτιζαν θωρηκτά. Ήταν τόσο επιτυχημένη η κατασκευή των ξύλινων αυτών θωρηκτών που έπρεπε να πας πολύ κοντά για να δεις οτι τα κανόνια υποβαστάζονταν από όρθια λεπτά καδρόνια. Τέτοιους «Ψευτοθόδωρους» συναντήσαμε τέσσερεις στα διάφορα λιμάνια της Ινδικής χερσονήσου. Μάλιστα, ελέγετο οτι ένα ιαπωνικό υποβρύχιο ετορπίλλησε έναν από αυτούς και όταν έβγαλε το περισκόπιο να δει το αποτέλεσμα, είδε τους πύργους, τις γέφυρες και τα κανόνια που επέπλεαν».
Παρατηρούμε ότι η φημολογία πολλαπλασίασε τον έναν «ψευτοθόδωρο» σε τέσσερεις και ότι τα της βύθισης του MERION κατά τον προηγούμενο πόλεμο είχαν προσαρμοστεί στις εξιστορήσεις του νέου πολέμου.
Το Μάιο του 1942 το CENTURION επέστρεψε στην Αίγυπτο όπου πριν λίγους μήνες ο βρετανικός Στόλος είχε δει τα θωρηκτά VALIANT και QUEEN ELIZABETH να τίθονται εκτός δράσης από την δράση Ιταλών σαμποτέρ στην Αλεξάνδρεια. Με την παρουσία του, το CENTURION θα έδινε την εντύπωση στον εχθρό οτι η Βρετανία εξακολουθεί να φρουρεί την περιοχή με θωρηκτά αποτρέποντας μια τυχόν επίθεση του ιταλικού Στόλου στην Αλεξάνδρεια. Στις 12 Ιουνίου 1942, η κρισιμότητα της κατάστασης στη Μάλτα και η έλλειψη πολεμικών μονάδων υποχρέωσε τους Βρετανούς να καταφύγουν ακόμη και στη χρήση του CENTURION. Αν και ως οπλισμό έφερε μόνο είκοσι ένα αντιαεροπορικά το πλοίο συμπεριλήφθηκε στην επιχείρηση Vigorous ως συνοδό της νηοπομπής, με το σκεπτικό ότι στην όψη του δεν θα πλησίαζαν εχθρικές μονάδες επιφανείας. Η νηοπομπή των έντεκα μεταγωγικών αναχώρησε από το Πορτ Σάιδ στις 12 Ιουνίου συνοδεία 8 καταδρομικών, 26 αντιτορπιλικών και του CENTURION. Καθοδόν για τη Μάλτα η νηοπομπή έγινε στόχος εχθρικών αεροσκαφών και τορπιλακάτων με αποτέλεσμα να βυθιστούν δυο μεταγωγικά, το καταδρομικό HERMIONE και τρία αντιτορπιλικά, ενώ αρκετά άλλα σκάφη υπέστησαν ζημιές. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το CENTURION που δέχθηκε ένα πλήγμα από βόμβα στην πλώρη του αλλά απαντώντας με τα αντιαεροπορικά του κατέρριψε ένα Stuka. Η μεγαλύτερη απειλή για το πλοίο ήταν να ξεσπάσει πυρκαγιά στα μέρη όπου υπήρχαν οι ξύλινες κατασκευές. Εξαιτίας των μεγάλων απωλειών της νηοπομπής, της μείωσης των πολεμοφοδίων των συνοδών και της αναμενόμενης εμφάνισης ιταλικών θωρηκτών, η νηοπομπή επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια. Το CENTURION μετέβη στο Σουέζ όπου παρέμεινε αγκυροβολημένο μαζί με το Γ. ΑΒΕΡΩΦ συνεισφέροντας με τα αντιαεροπορικά τους στην αεράμυνα της περιοχής. Τον Ιανουάριο του 1944 επέστρεψε στη Βρετανία και στις 9 Ιουνίου 1944 ολοκλήρωσε τα καθήκοντα του όταν βυθίστηκε σκόπιμα στις ακτές της Νορμανδίας για να λειτουργήσει ως κυματοθραύστης στη ζώνη απόβασης «Omaha». Το ναυάγιο του μεταπολεμικά διαλύθηκε επιτόπου για παλιοσίδερα.























































