Του Δημήτρη Μπαλόπουλου
Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι
Μανώλης Αναγνωστάκης, Επίλογος
Εισαγωγή
Η ανάδειξη στο ιστορικό προσκήνιο κάποιων μορφών μνήμης, από αυτές που ονομάζουμε «λησμονημένες» είναι μια αναγκαιότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Μιχάλης Ακύλας αποτελεί μια άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς η «μικρή» εικόνα του αξιωματικού έρχεται να συναντήσει τη «μεγάλη» εικόνα της Ελλάδας, ως πολιτικής και κοινωνικής οντότητας, σε μια περίοδο που από όλες τις απόψεις χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό δυσκολίας.
Η απόπειρα διαφυγής
Η εντός της ελληνικής επικράτειας αντίσταση στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν) και του Λιμενικού Σώματος(Λ.Σ) αλλά και των ανώνυμων ή κατά περίπτωση επώνυμων κυβερνητών στα καϊκια της «διαφυγής», αναπτύχθηκε παράλληλα με τη δράση των 210 αξιωματικών, 434 υπαξιωματικών και 2.944 ναυτών που είχαν φύγει τον Απρίλιο του 1941 με τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού για την Αλεξάνδρεια, προκειμένου συνεχίσουν τον αγώνα στο πλευρό των συμμάχων.
Τη νύχτα της 31/3/1942 προς την 1/4/1942 γίνεται μια απόπειρα διαφυγής οκτώ αξιωματικών και πέντε πολιτών με ένα καΐκι από το Ν. Φάληρο, στη σημερινή περιοχή της Ακτής Δηλαβέρη όπου βρισκόταν το μικρό κέντρο «Η Λάμψη της Σελήνης». Αυτοί που επρόκειτο να διαφύγουν είχαν καταβάλλει το εισητήριο τους αξίας 60.000 δραχμών (τρεις φορές ο μηνιαίος μισθός εκείνης της εποχής) και είχαν διανυκτερεύσει στην παρακειμενη ταβέρνα Δουράμπεης.
Χαράματα της 1/4/1942 επιβιβάστηκαν στο καϊκι οι: Επισμηναγός Μιχαήλ Ακύλας (πρώην αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού [Π.Ν], που μετατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία και πολλά υποσχόμενος λογοτέχνης και ποιητής της γενιάς του ’30), Σμηναγός Κωνσταντίνος Καραγιάννης, οι Υποπλοίαρχοι του Π.Ν Μενέλαος Χριστόπουλος και Επαμεινώνδας (Έπης) Πανάς, Οι Υποπλοίαρχοι του Λιμενικού Σώματος [Λ.Σ] Γεώργιος Κωτούλας, Ηλίας Καζάκος, Σπύρος Παπαμιχαήλ, ο Έφεδρος Υποπλοίαρχος Λ.Σ Γεώργιος Τούγιας και οι πολίτες Μεμάς Μεταξάς και ο αδελφός του Αντώνιος, Μεμάς Ποταμιάνος, Σωτήριος Χατζηδάκης Γεώργιος Αναγνωστόπουλος και οι προδότες Ρένος Αργυρίου και Μπινιάρης. Κυβερνήτης στο καϊκι διαφυγής ήταν ο Παναγιώτης Θυμαράς και μηχανικός ο Γεώργιος Σκαραμαγκάς. Ο Μπινιάρης (ο ένας εκ των δύο προδοτών όπως κατονομάζεται από τον Μενέλαο Χριστόπουλο, Αρχικελευστής του Π.Ν τελικά αποβιβάστηκε.
Η απόπειρα διαφυγής αποτυγχάνει κατόπιν προδοσίας όπως προαναφέρθηκε και συνελήφθησαν επιβάτες και πλήρωμα.
Την ίδια περίπου ώρα συλλαμβάνεται από ένα γερμανικό περιπολικό έξω από τις Φλέβες ένα άλλο καϊκι με 27 επιβάτες και κυβερνήτη τον Δημήτριο Γιαγκουδάκη.
Οι επιβάτες και τα πληρώματα των δύο καϊκιών οδηγήθηκαν στη Γκεστάπο και από εκεί στις Φυλακές «Αβέρωφ», όπου ο έτερος προδότης Αργυρίου αποφυλακίστηκε την επόμενη ημέρα. Ακολούθησε η μεταφορά όλων των κρατουμένων στα «Παραπήγματα» πρώην Στρατιωτικές Φυλακές της οδού Βουλιαγμένης. (Ιωάννα Τσάτσου, Φύλλα Κατοχής, Εστία, 1987, Ε’ Έκδοση, σ.43 7 Απρίλη 1942)
[..] Είμαστε αναστατωμένοι. Πριν τέσσερις μέρες δοκίμασε να φύγη ο Μιχάλης Ακύλας. Αυτός ο Αεροπόρος ποιητής από την πρώτη στιγμή της Κατοχής μια σκέψη έχει στο μυαλό του. Να φτάση στην ελεύθερη Ελλάδα, να πολεμήση για την πατρίδα του. Έφευγαν μαζί του και άλλοι αξιωματικοί. Δεν είχαν τύχη. Τους έπιασαν όλους. Τρέμομε για την τύχη τους[..]
Στις 29 Μαϊου ανακοινώθηκε στους κρατουμένους ότι θεωρούνται «όμηροι» οι οποίοι θα εκτελούντο, αν κάποιο σαμποτάζ γινόταν σε βάρος των δυνάμεων κατοχής.
Νωρίς το πρωί της 4/6/1942 ο Διοικητής των «Παραπηγμάτων» ζήτησε εκ νέου τα στοιχεία όλων των αξιωματικών και ποιοι ήταν οι τρεις αρχαιότεροι από αυτούς. Ήταν σαφές ότι κάτι είχε συμβεί. Στις 8 μ.μ της ίδιας μέρας αναγνώστηκε ο τελικός κατάλογος που αποτελείτο από τους Ακύλα, Κωτούλα, Καζάκο, Αναγνωστόπουλο, Θυμαρά, Γιαγκουδάκη και τους φοιτητές Ε. Κιοσσέ και Ν. Μοσχόπουλο οι οποίοι προστέθηκαν στη λίστα την τελευταία στιγμή.
Τα χαράματα της 5/6/1942 έγινε η εκτέλεση στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Οι γερμανικές αρχές ανέφεραν ως λόγο μια απόπειρα σαμποτάζ σε σιδηροδρομική γραμμή πλησίον των Αθηνών. Οι οκτώ αυτοί πατριώτες ήταν οι πρώτοι «όμηροι» που εκτελέστηκαν από τις γερμανικές αρχές Κατοχής. Το Μητρώο της Πολεμικής Αεροπορίας αναφέρει ημερομηνία εκτέλεσης την 3η ή την 4η Ιουνίου 1942, η δε Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, τόμ. Δ΄ της Υπηρεσίας Ιστορίας της Αεροπορίας μνημονεύει την 4η Ιουνίου. Ωστόσο, οι αναμνήσεις (βλ. βιβλιογρ.) του συγκρατούμενου του Ακύλα Μ. Χριστόπουλου (ΑΜ 255) την τοποθετούν στις 5 Ιουνίου η οποία πρέπει να είναι η ακριβέστερη.
Μερικές φορές η τύχη παίζει περίεργα παιχνίδια αλλάζοντας την πορεία των γεγονότων. Οι Χριστόπουλος και Πανάς ήταν αρχαιότεροι από τους Κωτούλα και Καζάκο αλλά μάλλον το γεγονός ότι οι δυο τελευταίοι ήταν μεγαλύτεροι στην ηλικία οδήγησε του Γερμανούς στο συμπέρασμα ότι αυτοί θα έπρεπε να είναι οι αρχαιότεροι μεταξύ ομοιοβάθμων.
Οι τελευταίες στιγμές
Απόσπασμα από την αφήγηση Μενέλαου Χριστόπουλου
[..] Με σφιγμένη καρδιά αποχαιρετιστήκαμε εν μέσω μιας απεριγράπτου πενθίμου ατμοσφαίρας….Όταν έσγιγγα το χέρι του Ακύλα, μου λέει με ένα πικρό χαμόγελο ότι «αυτό που του γίνεται, του γίνεται για καλό (εννοώντας μάλλον ότι τελειώνουν τα βάσανα του στη φυλακή)». Ο Κωτούλας είπε «καλύτερα έτσι γρήγορα, παρά να εξακολουθούμε αυτό το μαρτύριο». Ο Καζάκος ευχήθηκε «Καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο». Φύγανε με το κεφάλι ψηλά και με ηθικό εν γένει πολύ υψηλό για την τραγική αυτή περίσταση. Κανείς τους δεν δείλιασε, κανείς τους δεν ελιποψύχησε…… Πολλήν εκτίμηση και σεβασμό αισθανόμουνα για τον Επισμηναγό Ακύλα. Κατά πολύ μεγαλύτερος μου προήρχετο από το Πολεμικό Ναυτικό και κατόπιν μετετάγη στην Πολεμική Αεροπορία. Όταν ήμουν Δόκιμος υπηρετούσε ως Υποπλοίαρχος Επιτηρητής στη Σχολή και μου είχε κάνει εντύπωση η σοβαρότης και η αξιοπρέπεια του. Εις την φυλακήν μου εδόθη η ευκαιρία να εκτιμήσω ακόμη πιο πολύ τον ήρεμο και σχεδόν φιλοσοφικό χαρακτήρα του. Ενέπνεε την αγάπη και τον σεβασμό. Πως να μη στοιχίσει η απώλεια ενός τέτοιου συντρόφου; [..]
Απόσπασμα από το προσωπικό αρχείο Δημητρίου Δούση
[..] Ο Αντισμήναρχος Ακύλας, που προήρχετο από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και είχε μεταταγεί στην Αεροπορία, σαν αρχαιότερος μας φώναξε και μας τακτοποίησε όπως – όπως κοντά στους άλλους. Ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος, σπάνιας μόρφωσης που επεβάλλετο αμέσως με την ευγένεια του….Με τον Ακύλα που ήτανε λογοτέχνης και ποιητής είχαμε ωραίες συζητήσεις….Στις 4 Ιουνίου είχαμε κινήσει στη διπλανή «σάλα»….Κόντευε να νυχτώσει όταν είδαμε να βγαίνουν συνοδεία έξι άτομα με επικεφαλής τον Ακύλα…..Παγώσαμε όλοι. Τι γίνεται ρε παιδιά; Έγινε σαμποτάζ; Περνούσαν μπροστά μας, θέλαμε να τους μιλήσουμε. Τότε ακούστηκε ο Αντισμήναρχος Ακύλας, ο γενναίος ποιητής, να φωνάζει σταθερά, σαν να απήγγειλε ποίημα: «Μην ανησυχείτε παιδιά, θα ακουστεί ο Εθνικός μας Ύμνος άλλη μια φορά. Ζήτω η Ελλάδα» Πίσω του ο Υποπλοίαρχος Καζάκος κι ο Κωτούλας με χειρονομίες συμφωνούσανε με τα λόγια του Ακύλα….Ακολουθούσαν δυο καπεταναίοι, ο Γιαγκουδάκης και ο Θυμαράς, και ο Αναγνωστόπουλος με βήμα σταθερό. Μάθαμε ότι προστέθηκαν και δύο νεαροί φοιτητές από άλλο θάλαμο. Την άλλη μέρα επιβεβαιώθηκε η εκτέλεση[..].
Έγγραφη αναφορά προς τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό του ιερέα Αντ. Αντωνόπουλου που κοινώνησε τους μελλοθάνατους.
«Προ της αναχωρήσεως εκάστης ομάδος (προς το απόσπασμα) οι μελλοθάνατοι μας ενηγκαλίζοντο καταφιλούντες τας χείρας μας και το μέτωπόν μας, ως επίσης και ημείς αυτούς, θέαμα προκαλέσαν σπαρακτικάς συγκινήσεις. Οι μελλοθάνατοι κατείχοντο από υπερχειλίζουσαν πίστιν και θερμότητα πατριωτισμού. Ιδιαιτέρως οφείλω να εξάρω την απόλυτον ψυχραιμίαν και απάθειαν αληθούς φιλοσόφου, του αντισυνταγματάρχου (;) Μιχ. Ακύλα».
Μετά την εκτέλεση
Ιωάννα Τσάτσου, Φύλλα Κατοχής, Εστία, 1987, Ε’ Έκδοση, σ.43
[..] τούτο το σημερινό είναι αφόρητο. Τέλειωσαν οι προπολεμικές ώρες πνευματικής χαράς. Δε θα τις ξαναβρούμε ποτέ πια όπως ήταν τότε. Ένα βόλι έκοψε τη ζωή του Μιχάλη Ακύλα. Δεν καταλαβαίνουν αυτοί οι θύτες ποιον έχουν μπροστά τους και σκοτώνουν. Σκοτώνουν το πνεύμα, σκοτώνουν αυτή τη σπάνια ευαισθησία πούναι χίλιες ζωές μαζί. Και τώρα γύρω μας ο «Ιούδας» του, οι «Σωκρατικοί του διάλογοι», απογυμνωμένοι μοιρολογάνε. Στο σαλόνι μας, στην ίδια πάντα θέση, είναι η πολυθρόνα όπου καθότανε, διαλεκτικός, απλός αληθινός [..]
Μια σταδιοδρομία σε δύσκολα χρόνια
Ο Μιχάλης Ακύλας του Αντωνίου, γεννήθηκε στο Άργος το 1900. Εισήχθη στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στις 22/10/1915 με αριθμό Μητρώου 345. Η φοίτηση του στη σχολή εντάσσεται στο πολιτικά φορτισμένο κλίμα εκείνης της περιόδου και τις αντιπαραθέσεις και τις διώξεις που είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται ως αποτέλεσμα της έκρυθμης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε.
Μετά την εγκατάσταση στην Αθήνα το 1917 της κυβέρνησης «Εθνικής Άμυνας» που είχε εγκαταστήσει στη Θεσσαλονίκη ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μεγάλος αριθμός στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού απομακρύνθηκε. Στο πλαίσιο αυτό απολύθηκαν τον Ιανουάριο του 1918 από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων εννέα (9) Ναυτικοί Δόκιμοι, το πιθανότερο για πολιτικούς λόγους, μεταξύ των οποίων και ο τριτοετής Δόκιμος Μιχάλης Ακύλας. Οι απολυθέντες Δόκιμοι επανήλθαν αργότερα εκτός από έναν (τον Ν. Σπυρόπουλο) που είχε αποβιώσει προσβληθείς από την ισπανική γρίπη.
Ο Ακύλας ονομάστηκε Σημαιοφόρος την 21η Ιουλίου 1922 λογιζομένης όμως της ονομασίας του από την 4η Μαϊου 1920 σύμφωνα με το ΦΕΚ 161/26.7.22Γ.
Το 1924 ο Ανθυποπλοίαρχος πλέον Ακύλας συμμετέχει στην «Απεργία του Ναυτικού» έχοντας υπογράψει το σχετικό πρωτόκολλο υποβάλλοντας και την παραίτηση του. Για τη συμμετοχή του αυτή τιμωρήθηκε διά «Αργίας Προσκαίρου Παύσεως».
Τι ήταν όμως αυτή η «Απεργία του Ναυτικού»;
Την άνοιξη του 1924 ορκίζεται η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, η πρώτη κυβέρνηση της πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας,, Πρόεδρος της οποίας ήταν ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Παρόλη τη φαινομενική ηρεμία ένα απρόοπτο γεγονός πυροδότησε ξαφνικά μια πολιτική ένταση η οποία πήρε διαστάσεις. Ο Υπουργός Ναυτικών Χατζηκυριάκος, αποφάσισε να προαγάγει τον έβδομο στη σειρά αρχαιότητας Αντιπλοίαρχο Κολιαλέξη σε Πλοίαρχο. Ήταν μια ακραία επιλογή και μια μεγάλη ομάδα αξιωματικών του Ναυτικού ξεκίνησε να κυκλοφορεί ένα πρωτόκολλο διαμαρτυρίας. Οι αξιωματικοί ζήτησαν από τον Παπαναστασίου να τους δεχτεί για να του εκθέσουν τα επιχειρήματα τους αλλά εκείνος αρνήθηκε, γεγονός που οδήγησε στην παραίτηση 82 αξιωματικών. Σε λίγες μέρες οι παραιτήσεις έφτασαν τις 133 σε σύνολο 234 μονίμων αξιωματικών. Τελικά και υπό την πίεση των γεγονότων αυτών η κυβέρνηση Παπαναστασίου έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης και λίγο αργότερα οι παραιτηθέντες αποκαταστάθηκαν.
Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στο Ναυτικό ο Ακύλας φοίτησε στη Σχολή Πυροβολικού (1924), και τη Σχολή του Αεροφαλήρου (1929-1930), έλαβε δε Πτυχίο Εξειδίκευσης Πυροβολικού και Εναέριου Παρατηρητή, Υπηρέτησε σε πλοία επιφανείας και μονάδες της Ναυτικής Αεροπορίας, χρημάτισε δε καθηγητής στο μάθημα της κοσμογραφίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (1928-1929). Ως Υποπλοίαρχος διετέλεσε Κυβερνήτης του πετρελαιοφόρου ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ (1925) και του τορπιλοβόλου ΔΩΡΙΣ (1929). Το 1929 εκπαιδεύτηκε ως παρατηρητής αεροπόρος, και μετατάχθηκε στο νέο όπλο της Πολεμικής Αεροπορίας στις 09.10.1931, ως ιπτάμενος παρατηρητής, με το βαθμό του Σμηναγού και το 1932, προήχθη σε Επισμηναγό. Ήταν ένας από τους 42 αξιωματικούς Ναυτικούς Αεροπόρους που μετετάγησαν την περίοδο 1929 -33, διατηρώντας όμως πάντοτε την περηφάνεια για την προέλευση τους από το Πολεμικό Ναυτικό. Αποστρατεύτηκε αργότερα και ανεκλήθη ως έφεδρος επισμηναγός κατά το πόλεμο του 1940-1941. Στις 30.09.1945, μεταθανατίως, προήχθη σε Αντισμήναρχο (αναδρομικά από 27.11.1934) και σε Σμήναρχο (αναδρομικά από 30.12.1938).
Στις 24.08.1945, του απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξης, επειδή: αγωνιζόμενος τον ιερόν αγώνα αντιστάσεως κατά των κατακτητών, έπεσεν υπέρ Πατρίδος, εκτελεσθείς υπό των Γερμανών.
Παράλληλα, ο Μιχάλης Ακύλας ασχολήθηκε με την ποίηση και τον πεζό λόγο, συνεργαζόμενος με λογοτεχνικά έντυπα, τυπώνοντας μόνο δύο βιβλία: Το 1934, το διήγημα «Οι τελευταίες μέρες του Ιούδα» και το 1935 τη συλλογή «Ποιήματα».
Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, με αφορμή τη φυλάκιση και την εκτέλεση των Ελλήνων αιχμαλώτων στην Καισαριανή, το 1946 έγραψε ένα αφήγημα στο περιοδικό «Γράμματα» με τον τίτλο «Η Δάφνη», το οποίο εξέδωσε και σε βιβλίο τη δεκαετία του ’60. Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ελευθερία» (27 Οκτωβρίου 1963) αναφέρεται στο περιστατικό της εκτέλεσης και χαρακτηρίζει τον επισμηναγό Ακύλα «πνευματικότατο άνθρωπο».

Οι σχέσεις του Ακύλα με τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ηλία Βενέζη είναι γνωστές. Μάλιστα, ο τελευταίος σε επιστολή του στη «Νέα Εστία» (τ. 430, 15/5/1945) αναφέρεται στη θυσία του ήρωα-ποιητή και δικαιολογεί για ποιον λόγο δεν τόλμησε το 1943, όταν κυκλοφόρησε η «Αιολική Γη», να αφιερώσει όπως σκόπευε αυτό το βιβλίο στο νεκρό φίλο του. Ευρισκόταν, όπως λέει, και ο ίδιος στις φυλακές «Αβέρωφ» όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο και ο εκδότης του τον συμβούλευσε να μην επιβαρύνει τη θέση του με αυτή την αφιέρωση. Σήμερα η «Αιολική Γη» είναι αφιερωμένη «Στη μνήμη του φίλου μου Μιχάλη Ακύλα, αντισμήναρχου – ποιητή που πέθανε για την Ελλάδα από σφαίρες Γερμανών στα 1942».
Ο Μιχαήλ Ακύλας διατηρούσε επίσης στενές σχέσεις και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και με άλλους ποιητές και λογοτέχνες της περήφημης γενιάς του ’30. Είναι σίγουρο ότι μαζί με αυτούς θα πορευόταν αλλά το καθήκον για την πατρίδα ήταν σημαντικότερο και οι δρόμοι τους χωρίστηκαν.
Επίλογος
«Μην πεις τίποτα, ποτέ μην πεις: εματαιώθη. Μπορεί και να διαβεί χρόνος πολύς Και να ξεχάσεις και την προσμονή σου ακόμη. Μα υπάρχουν πάντα μέσα μας και ζούνε οι παλιοί πόθοι. Μην πεις ποτέ, για τίποτα μην πεις: εματαιώθη»
Μιχάλης Ακύλας
Πηγές
- Μενέλαος Χριστόπουλος, «Αναμνήσεις από την αιχμαλωσίαν μου 1942 – 1945» οι οποίες εκδόθηκαν από την Νίτσα Χριστοπούλου (μεταγραφή) ως ..Έμπλεοι πάσης τιμής.., Έκδοση Ναυτικού Μουσείου, 1995
- Ιωάννα Τσάτσου, Φύλλα Κατοχής, Εστία, 1987
- Δημήτρης Καρυάμης, «Μιχάλης Ακύλας: Ο αργείτης ποιητής στο εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών, εφημερίδα Τα Αργολικά, Αρ. φύλλου 206. Σάββατο 23 Ιουνίου 2012
- Τίτος Αθανασιάδης και Ιωάννης Μαραγκουδάκης, Έλληνες ναυτικοί στην Εθνική Αντίσταση 1941 – 1945. Οι μυστικές οργανώσεις, οι αγώνες και οι θυσίες για την ελευθερία της πατρίδας.
- Στυλιανός Ι. Χαρατσής, 1023 Αξιωματικοί και 22 Κινήματα, Libro, Αθήνα, 1985
- Αναστάσιος Δημητρακόπουλος, Βιογραφικό Λεξικό των αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, Αθήνα, Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, Αθήνα, 2006
- Δημήτρης Μπαλόπουλος, Ναυτικό Ημερολόγιο – Ταξιδεύοντας στη Χρονογραμμή, ΕΛΙΝΙΣ, Αθήνα, 2025