Γράφει ο Αναστάσιος Παπαδάκης
Είναι φθινόπωρο του 1914, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (Α’ Π.Π.) βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στο Δυτικό Μέτωπο και οι αντιμαχόμενες πλευρές, προς το παρόν, επιδίδονται σε έναν κινούμενο πόλεμο, ψάχνοντας το καίριο πλήγμα που θα φέρει τη νίκη μέχρι τα Χριστούγεννα, καθώς όλοι πίστευαν ότι ο πόλεμος αυτός θα ήταν ένας «σύντομος» πόλεμος.
Μετά την αποφασιστικής σημασίας νίκη των δυνάμεων της Entente στη μάχη του ποταμού Μάρνη (5 – 14 Σεπτέμβριου 1914), οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εισέρχονται στον λεγόμενο «Αγώνα προς την Θάλασσα», πριν καταλήξουν στον στατικό πόλεμο των χαρακωμάτων. Σε αυτό το στάδιο, τόσο οι Άγγλο-γαλλικές δυνάμεις όσο και οι Γερμανοί, κατευθύνονται βορειοδυτικά προς τις ακτές τις Μάγχης. Απώτερος σκοπός είναι να προσπεράσουν και να περικυκλώσουν τον αντίπαλο και να εξασφαλίσουν των έλεγχο των λιμανιών της Μάγχης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το σχετικά άγνωστο περιστατικό που θα περιγράψουμε παρακάτω.
Στις 28 Σεπτέμβριου του 1914, τα αυστριακής προέλευσης βαρέα πυροβόλα Skoda (η σημερινή αυτοκινητοβιομηχανία), που είχαν συνθλίψει τις οχυρώσεις της Λιέγης και του Ναμύρ, ξεκινούν να κατευθύνονται προς το λιμάνι της Αμβέρσας (καίριας σημασίας για τον ανεφοδιασμό των βρετανικών δυνάμεων στην Ευρώπη και τον έλεγχο της Μάγχης), όπως είχε προβλέψει ο Τσώρτσιλ στο ξέσπασμα του πολέμου.
Τρεις μέρες αργότερα, ο στρατηγός Ζώφρ, ο Διοικητής των Γαλλικών Δυνάμεων στο Δυτικό Μέτωπο, προσφέρει τη μεταφορά δύο μεραρχιών στην Αμβέρσα για την άμυνα της πόλης, αλλά στο τέλος στέλνει μόνο ένα σώμα πεζοναυτών. Αυτό περιορίζει τις διαθέσιμες δυνάμεις των συμμάχων σε περίπου 22.000 άνδρες, από 53.000 πριν.

Ο Στρατάρχης σερ Τζόν Φρεντς (Field Marshall John Dentonb Pinkstone French, 1st Earl of Ypres, Διοικητής της Βρετανικής Εκστρατευτικής Δύναμης 1914-1915), καθ’ οδόν από τo Αρμεντιέρ (πόλη της Γαλλίας στα σύνορα με το Βέλγιο) προς την Υπρ, επίσης υπαναχώρησε των αρχικών του δηλώσεων στον λόρδο Κίτσενερ (Field Marshal Horatio Herbert Kitchener, 1st Earl Kitchener, Υπουργός Πολέμου της Μ. Βρετανίας 1914-1916) ότι η άμυνα της Αμβέρσας ήταν υψίστης προτεραιότητας. Έτσι ο Τσώρτσιλ, Πρώτος Λόρδος του Βρετανικού Ναυαρχείου (1911-1915), προσφέρθηκε να αποστείλει προσωρινά την Ναυτική Μεραρχία του Βασιλικού Ναυτικού στην Αμβέρσα, προς ενίσχυση της άμυνας της πόλης, μέχρις ότου ένα τακτικό σώμα στρατού, υπό τις διαταγές του σερ Χένρι Ρόλισον, μπορούσε να την αντικαταστήσει.
Σε προσωπικό επίπεδο, ο Βρετανός πρωθυπουργός Άσκουιθ (Herbert Henry Asquith, 1908-1916) εξέφραζε προβληματισμό για μια τέτοια επιχείρηση, λέγοντας «θα ήταν σκέτη σφαγή η αποστολή μιας στρατιωτικής δύναμης σαν τον στρατό του Ουίνστων στο μέτωπο». Τελικά όμως, δεν απέρριψε την πρόταση σε επίσημο επίπεδο, αποδεχόμενος μάλιστα ο ίδιος ο γιος του, Αρθουρ, να είναι μέλος της αποστολής.
Νωρίς στις 3ης Οκτωβρίου 1914, με τον Ασκουιθ να λείπει στην Ουαλία, οι Κίτσενερ και Γκρέι (Sir Edward Grey, Υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, 19-5-1916), δίνουν το πράσινο φως για την αποστολή της Ναυτική Μεραρχίας στην Αμβέρσα, υπό την προϋπόθεση ο Τσώρτσιλ να πάει μαζί. Το σκεπτικό πίσω από την απόφαση ήταν πως έτσι θα αποκτούσαν καλύτερη εικόνα της κατάστασης και θα εξύψωναν το ηθικό των βελγικών δυνάμεων στην πόλη. Η ανάληψη στρατιωτικής δράσης από εν ενεργεία υπουργό ήταν κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο. Έτσι, ο Τσώρτσιλ ενημερώνει τις Βέλγικες αρχές πως την ίδια μέρα θα καταφτάσουν στην πόλη 2.000 πεζοναύτες, θα ακολουθούσαν σε τρεις μέρες 8.000 άνδρες της Ναυτικής Μεραρχίας, και τέλος σε δέκα μέρες θα κατέφθανε και το βρετανικό σώμα στρατού. Δεδομένου ότι οι ετοιμοπόλεμες ταξιαρχίες της Ναυτικής Μεραρχίας αριθμούσαν 6.000 άνδρες στις τάξεις τους, φαίνεται πως ο Τσώρτσιλ σκόπευε να στείλει ακόμα και νεοσυλλέκτους άνδρες. Η άφιξη του Τσώρτσιλ και των ανδρών πάντως φάνηκε να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς οι Βέλγικες δυνάμεις πείστηκαν να συνεχίσουν την υπεράσπιση της Αμβέρσας, όσο οι Σύμμαχοι μπορούσαν να διαφυλάξουν μια δίοδο διαφυγής.
Καθόλη τη διάρκεια του σχεδιασμού της επιχείρησης στην Αμβέρσα, οι επιτελείς στο Ναυαρχείο παρέμεναν άκρως επιφυλακτικοί για την αποτελεσματικότητα της. Αυτό φαίνεται στη σχετική προσωπική αλληλογραφία ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών, όπως του Πλοιάρχου Χέρμερτ Ρίτσμοντ, Αναπληρωτή Διευθυντή Επιχειρήσεων, που έγραφε τα εξής «Είναι μια τραγωδία ότι το Ναυτικό είναι σε τόσο τρελά χέρια μια τέτοια στιγμή». Ο Ναύαρχος Μπίτι έγραφε επίσης ότι «ο άνθρωπος πρέπει να είναι τρελός για να νομίζει πως μπορεί να υπερασπιστεί την Αμβέρσα με 8.000 ημι – εκπαιδευμένους άνδρες». Βέβαια η Αμβέρσα ήταν μια καλά οχυρωμένη πόλη, σχεδιασμένη να αντέξει πολιορκία.
«Είμαι πρόθυμος να παραιτηθώ της θέσης μου στο Ναυαρχείο και να αναλάβω διοικητής της στρατιωτικής δύναμης για την υπεράσπιση της Αμβέρσας, σε συνεργασία με τον Βελγικό στρατό», έγραψε ο Τσώρτσιλ σε επίσημη αλληλογραφία με το υπουργικό συμβούλιο στις 5 Οκτωβρίου 1914, «εφόσον μου δοθεί ο απαραίτητος βαθμός και η ελευθέρια κινήσεων στο πεδίο των επιχειρήσεων. Αισθάνομαι πως είναι το καθήκον μου να προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε αυτές τις συνθήκες, καθώς είμαι σίγουρος ότι θα μας δώσουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα». Όταν το παραπάνω αναγνώστηκε στο υπουργικό συμβούλιο, προκάλεσε έντονη θυμηδία μεταξύ των μελών, ανέφερε ο πρωθυπουργός Άσκουιθ. Από την άλλη, ο Κίτσενερ, επίσης μέλος του υπουργικού συμβουλίου, βρήκε την πρόταση του Τσώρτσιλ άκρως λογική και πειστική, και ήθελε να την επικυρώσει, κάνοντας τον Τσώρτσιλ Αντιστράτηγο, όσο ο σερ Χενρι Ρόλισον ετοίμαζε το σώμα στρατού που θα αποτελούσε το τρίτο και κύριο κύμα ενισχύσεων προς την Αμβέρσα.


O Τσώρτσιλ έφυγε για την Αμβέρσα σχεδόν αμέσως (7 Οκτωβρίου), αλλά αντί να φορέσει στρατιωτική στολή, έβαλε αυτή ενός ανώτερου μέλους της Βρετανικής Φαρικής Υπηρεσίας (Elder Brother – Trinity House, ιδρυθείσα το 1504). Η στολή περιελάβανε ναυτικού τύπου πηλήκιο, με τα σχετικά διακριτικά καθώς και ρεντιγκότα. Στα παραλειπόμενα, αναφέρεται, πως στην Αμβέρσα, ο Τσώρτσιλ συνάντησε έναν Βέλγο διπλωμάτη, βαθμού πρέσβη. Όταν τον ρώτησε ο Βέλγος τι είναι η στολή που φοράει, ο Τσώρτσιλ – σε μάλλον όχι και τόσο άπταιστα γαλλικά τα οποία όμως επέμενε να χρησιμοποιεί καθόλη τη διάρκεια της ζωής του – απάντησε «Moi je suis un frere aine de la Trinite – Είμαι ένα ανώτερο μέλος της Τριάδος». «Θεέ μου!» απάντησε ο Βέλγος, «Της Αγίας Τριάδος;!».
Από τις 7 έως της 8 Οκτωβρίου 1914, ο Βασιλιάς των Βέλγων, Αλβέρτος, πέρασε τον στρατό του μέσα από την Αμβέρσα, λαμβάνοντας θέσεις νότια και δυτικά της πόλης, στις όχθες του ποταμού Έιζερ. Στη συνέχεια, η Ναυτική Μεραρχία ακολούθησε τον βελγικό στρατό, λαμβάνοντας και αυτή την θέση της στη νέα αμυντική γραμμή. Τελευταίοι αποχωρήσαν από την Αμβέρσα η 2η βελγική μεραρχία καθώς και η φρουρά της πόλης, παίρνοντας τον ποταμό Σκάλδη. Κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων , ο Τσώρτσιλ βρισκόταν με τους άνδρες του στο πεδίο της μάχης. «Εξέθεσε τον εαυτό του πολλές φορές στα πυρά του εχθρού», έγραψε ο Αμερικάνος δημοσιογράφος Αλεξάντερ Πάουελ, αυτόπτης μάρτυρας, «και σε μια περίπτωση, γλίτωσε παρά τρίχα από μια γερμανική οβίδα έπεσε σε απόσταση αναπνοής».

Ο Τσώρτσιλ πίστευε ότι η επιχείρηση στην Αμβέρσα θα ήταν «η μεγάλη ευκαιρία». Όμως, με την απόσυρση των Γαλλικών δυνάμεων από την στρατάρχη Ζωφρ, οι Βέλγοι είχαν πλέον αποκαρδιωθεί. Έτσι, δεν υπήρχε ελπίδα ότι οι 8.000 γενναίοι αλλά άπειροι άνδρες της Ναυτικής μεραρχίας και ο Τσώρτσιλ θα μπορούσαν να κρατήσουν την Αμβέρσα από το να πέσει στα χέρια των Γερμανών. Τελικά, η Αμβέρσα έπεσε στις 10 Οκτωβρίου 1914. 215 βρετανοί έχασαν την ζωή ή τραυματίστηκαν κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στην Αμβέρσα, 936 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και περίπου 1.500 αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην ουδέτερη Ολλανδία, όπου και παρέμειναν για την υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου. Ο Τσώρτσιλ επέστρεψε στην Αγγλία από την Αμβέρσα στις 9 Οκτωβρίου, μια μέρα πριν την κατάληψη της πόλης από τους Γερμανούς.
Κατακλείδα και αξιολόγηση
Η αποστολή της Ναυτικής Μεραρχίας στην Αμβέρσα ήταν μια αμφιλεγόμενη απόφαση, καθώς εξέθεσε σε μεγάλο κίνδυνο μια στρατιωτική δύναμη, για έναν σκοπό που δεν ήταν σε θέση να εκπλήρωσει.
Η έλευση της Ναυτικής Μεραρχίας όμως, έδωσε αρκετό χρόνο (7 μέρες – Οι Βέλγοι ήταν έτοιμοι να παραδώσουν την Αμβέρσα από την 3η Οκτωβρίου, προκειμένου να την γλυτώσουν από τις καταστροφικές συνέπειες μιας πολιορκίας όπως στην Λιέγη) στις συμμαχικές δυνάμεις προκειμένου να ανασυνταχθούν και να απωθήσουν τους Γερμανούς στην 1η μάχη της Υπρ, στερώντας τους έτσι την χρήση των άλλων μεγάλων λιμένων της Μάγχης όπως η Δουνκέρκη και το Καλέ.
Ωστόσο, με καμία από τις αντιμαχόμενες πλευρές να έχει κερδίσει κάποιο συντριπτικό πλεονέκτημα το φθινόπωρο του 1914, η ψευδαίσθηση της νίκης μέχρι τα Χριστούγεννα αρχίζει να σβήνει. Ο πόλεμος σιγά σιγά θα γίνει στατικός στο Δυτικό Μέτωπο, μέσω τις χρήσης των χαρακωμάτων, κρατώντας μέχρι την 11η Νοέμβριου 1918.
Όσο για τον Τσώρτσιλ, θα επέστρεφε στο πεδίο των μαχών του Πρώτου Παγκοσμίου το 1916, για μια περίοδο «κάθαρσης» διαρκείας ενός χρόνου περίπου, μετά το φιάσκο της Καλλίπολης.
Προτεινόμενη Πηγή
Andrew Roberts, Churchill: Walking with destiny, Alain Lane, 2018