"Η Πάρος εις την μέσην έχει ένα βουνίν υψηλόν τσιμαρόλον και όλον το νησίν κάμνει κούδαν. Εις το ακρωτήρι του μεσημερίου έχει βουνόπουλον στρογγυλόν και απάνω στέκει κάστρο, το λέγουν Κέφαλον. Και από κάτω εις την μερέαν του γριέ- γου έναι λιμένας. Εις την δεξιάν σου αφήνεις έναν ακρωτήριν και έναι βουνόπουλον και ράσεις εις οργίας ιβ΄… "
Δυο χειρόγραφοι Ελληνικοί Πορτολάνοι, ΜΙΕΤ 2003.
Γράφει η Κατερίνα Καριζώνη
Ο Χαϊρεντίν σήκωσε το κεφάλι του απ΄ τον πορτολάνο και τίναξε την μακριά χιονάτη – κάποτε κοκκινόχρωμη – κόμη του απ΄ την οποία είχε πάρει το προσωνύμιο Μπαρμπαρόσα. Το χέρι του έδιωξε νευρικά μια τούφα που κατέβαινε ατίθαση στο φαρδύ του μέτωπο. Είχε πατήσει τα 70 ο Ρεϊς, ήταν πια ένας παλαίμαχος της θάλασσας, ωστόσο ακόμα μάχιμος και πάντα ετοιμοπόλεμος – είχε γεννηθεί με το όπλο στο χέρι- κι απ΄ ό,τι έδειχναν τα πράγματα με το όπλο στο χέρι θα πέθαινε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Τα μηνίγγια του χτυπούσαν. Ένιωθε άγχος ο αρχιπειρατής πριν απ΄ τη μάχη. Πάντα ένιωθε άγχος, παρόλο που ποτέ δεν το φανέρωνε. Θέλει κουράγιο για να κάνεις το κακό, χρειάζεται δύναμη για να χαλάσεις σπίτια και κορμιά, να διαγουμίσεις όνειρα. Θέλει συμβόλαιο με το σατανά. Κι αυτό ο Μπαρμπαρόσα το είχε εξασφαλίσει. Έσφιξε με πείσμα τις γροθιές του.

Η Πάρος μόλις που φαινόταν μέσα στους ατμούς –αρχές Δεκέμβρη του 1537 – η ομίχλη σκέπαζε τα νερά, έκρυβε την τουρκική αρμάδα. Η Παροικιά ήταν βυθισμένη σε νάρκη, το κάστρο σιωπηλό, το πόρτο ήσυχο και τα σκαριά λικνίζονταν μέσα στην καταχνιά. Ήταν γραφτό να γίνει δικό του το νησί, σκέφτηκε ο Χαϊρεντίν. Άλλωστε δεν του γλύτωνε ποτέ κανένα. Πριν από λίγο καιρό είχαν πέσει οι Κορφοί. Κι ύστερα ακολούθησαν οι Παξοί, η Πάργα, η Κεφαλλονιά και το Τζάντε. Το Ιόνιο παραδόθηκε στους Οθωμανούς μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Αρχές Νοέμβρη ο Χαϊρεντίν χτύπησε τα Κύθηρα και τα ερήμωσε, άρπαξε 800 κατοίκους απ΄ την Αίγινα, διαγούμισε την Κέα και την Κύθνο κι αφάνισε τη Σύρο.
Απ΄ όπου περνούσε ο Μπαρμπαρόσα άφηνε πίσω του καμένη γη κι όσοι γλύτωναν απ΄ το σπαθί του κατέληγαν στις τουρκικές γαλέρες. Μέσα σε λίγο καιρό είχε καταφέρει να διώξει τους Φράγκους και τους Βενετούς απ΄ το Αιγαίο και να υποτάξει τους ατίθασους Ρωμιούς, κυρίως αυτούς που τους λογάριαζε περισσότερο. Γιατί ήταν Ρωμιός κι ο ίδιος κι ας το έκρυβε. Αυτό το άτιμο αίμα έτρεχε στις φλέβες του – δεν μπορούσε να το αλλάξει. Στη Λέσβο είχε γεννηθεί ο Χαϊρεντίν από μάνα Ελληνίδα και πατέρα γενίτσαρο – τον είχαν αρπάξει κι εκείνον οι Τούρκοι απ΄ το Κουσάντασι και τον έκαναν δικό τους.
Οι πρώτοι γλάροι ακούστηκαν στο πέλαγος και οι γεμιτζήδες ανέβηκαν στο κάσσαρο, αγουροξυπνημένοι, ωστόσο πάνοπλοι, έτοιμοι για τη μάχη. Κι αμέσως μετά εμφανίστηκαν οι γκαλιοντζήδες, οι τοπτσίδες και πήραν τις θέσεις τους στα κανόνια. Οι μπούκες άνοιξαν. Ο Μπαρμπαρόσα ύψωσε το χέρι για να κάνει το σινιάλο. Το γιουρούσι άρχιζε.
Στο μεταξύ ψηλά στο φρούριο του Κεφάλου άλλαζαν οι νυχτερινοί βαρδιάνοι με τους πρωινούς, όταν οι τελευταίοι διέκριναν καπνό να βγαίνει απ΄τις βίγλες της ‘Αγουσας και είδαν ξαφνικά μπροστά τους τα κουρσάρικα του Μπαρμπαρόσα με τα κανόνια τους στραμμένα στο νησί. Ο Νικολάκης Μοστράτος, εικοσιενός ετών, γιος φτωχού ψαρά, του κυρ- Κουμέντη, άφηνε τη νυχτερινή του βάρδια κι επέστρεφε στο σπίτι του στην Παροικιά. Άυπνος, χτυπημένος απ΄ τον έρωτα, που του είχε πάρει το μυαλό και ούτε ύπνο είχε, ούτε ξύπνο, ούτε όρεξη για τίποτα πέρα απ΄ τη Δόνα Ευδοκία, τη Ραγούση- είδε μπροστά του ξαφνικά τους στρατιώτες να τρέχουν έξαλλοι στους δρόμους ξεφωνίζοντας:
-Ο Παρπαρούσης, ο Παρπαρούσης με τα πλοία του. Τρεχάτε χριστιανοί στο κάστρο να σωθείτε.

Στάθηκε προς στιγμήν σαστισμένος κι έριξε μια ματιά γύρω του. Οι Παριανοί έβγαιναν τρομαγμένοι απ΄ τις πόρτες των σπιτιών τους κι έπαιρναν βιαστικά την ανηφόρα για το κάστρο. Έκανε στροφή επιτόπου κι αντί να τρέξει στο φρούριο, τράβηξε για το σπίτι της αγαπημένης του. Έφτασε ως την εξώπορτα με την ψυχή στο στόμα κι άρχισε να τη χτυπάει σαν τρελός.
-Δόνα Ευδοκία… Ανοίξτε, ανοίξτε για το Θεό. Μας χτυπούνε τα τούρκικα σκυλιά. Πρέπει να φύγουμε. Του άνοιξε μετά από λίγο η Ευδοκία σαστισμένη φορώντας το καινούργιο νυφικό της που είχε φέρει για μια τελευταία πρόβα η μοδίστρα. Δεν πρόλαβε να κουμπώσει τα μαργαριταρένια του κουμπιά κι απ΄ το άνοιγμα του ντεκολτέ ξεχείλιζε πληθωρικό το στήθος της. Στάθηκε στην πόρτα και κοίταζε το Νικολάκη σαν χαμένη.
Σήμερα το μεσημέρι θα έβαζε στεφάνι με τον κόμη Δάνδολο από τη Βενετία. Ο κόμης είχε έρθει πριν από δύο μήνες στο νησί, γνώρισε τη δόνα Ευδοκία και την ερωτεύτηκε παράφορα. Αν και μεγαλύτερος στα χρόνια, δε δίστασε να τη ζητήσει από τους Ραγούσηδες που δέχτηκαν αμέσως να τη δώσουν και μάλιστα το θεώρησαν μεγάλη τους τιμή. Γιατί ο κόμης ήταν πάμπλουτος με ακίνητα, καράβια, λατομεία στην Αστυπάλαια και τη Νίσυρο κι ένα δικό του ναυπηγείο στη Σάμο. Οι Ραγούσηδες που ήταν άρχοντες κι αυτοί με πολλά εκτάρια γης, ελαιώνες κι αμπέλια, είπαν το ναι με μεγάλο ενθουσιασμό.
Η Ευδοκία παρήγγειλε νυφικό από βενετσιάνικο μετάξι, πέπλο από αιθέριο πανί του Μαρακές και πασούμια κεντημένα με μαργαριτάρια της Μαγιόρκας, αγορασμένα στα πειρατικά πα- ζάρια του νησιού. Κουμπάρος θα γινόταν ο Ενετός κυβερνήτης του νησιού Σαγρέδος Βερνάδο και μάλιστα είχαν συμφωνήσει να τους βαφτίσει και το πρώτο τους παιδί. Κι ενώ στο σπίτι έφταναν ήδη τα γαμήλια δώρα και η Δόνα Ευδοκία έκανε την τελευταία πρόβα νυφικού, την αποφράδα εκείνη μέρα της 1ης Δεκεμβρίου του 1537, ακούστηκαν οι πρώτοι κανονιοβολισμοί απ΄ τη θάλασσα και ο Μπαρμπαρόσα με τους πειρατές του βρέθηκαν έξω απ΄ τα σπίτια των δύστυχων κατοίκων. Βέβαια ο Νικολάκης ο Μοστράτος που ζούσε ένα δράμα όλον αυτό τον καιρό βλέ- ποντας την αγαπημένη του να παντρεύεται κάποιον άλλο, δεν ήξερε αν έπρεπε να στεναχωρηθεί, ή να χαρεί τώρα που όλα οδηγούσαν σε ακύρωση του γάμου.
Ας σημειωθεί ότι η δόνα Ευδοκία ουδέποτε είχε ανταποκριθεί στο απελπισμένο του αίσθημα. Τον αντιμετώπιζε συγκαταβατικά, καθώς ο άτυχος νέος είχε ταπεινή καταγωγή, ωστόσο πάντα με συμπάθεια.
-Τρέξε να ειδοποιήσεις τον πατέρα μου, του πέταξε. Πήγε ως τον υποπρόξενο Φραντσέσκο Γεράρδη μαζί με τον κόμη. Γρήγορα να τους προλάβεις.
Όμως οι άντρες του Μπαρμπαρόσα είχαν κάνει κιόλας απόβαση κρατώντας μουσκέτα και κραδαίνοντας χαντζάρες και είχαν αρχίσει να πλησιάζουν στην κατοικημένη περιοχή. Έφταναν ήδη οι αγριοφωνάρες τους απ΄ την ακτή, ενώ ταυτόχρονα ακού- γονταν τα ποδοβολητά απ΄ τους έφιππους Βενετούς στρατιώτες που είχαν πλημμυρίσει το νησί. Η Δόνα Ευδοκία πετάχτηκε αμέσως έξω -ούτε που πρόλαβε να βγάλει το νυφικό της- κι έτρεξε μαζί με τους άλλους στο κάστρο του Κεφάλου. Κανείς δεν τολμούσε να ξεμυτίσει από κει. Η Πάρος είχε γεμίσει πάνοπλους κουρσάρους. Ο Μπαρμπαρόσα εφάρμοζε όπως πάντα, την ίδια τακτική. Λεηλατούσε σπίτια, έκαιγε σοδειές, γκρέμιζε εκκλησίες, έσφαζε τους γέρους, σκλάβωνε τους άντρες, άρπαζε τα αγόρια για γενίτσαρους και τις γυναίκες για τα χαρέμια των πασάδων.

Ωστόσο το νησί αντιστεκόταν λυσσαλέα. Διέθετε βενετσιάνικο στρατό, κανόνια και πυρομαχικά. Οι μάχες δε σταματούσαν ούτε τη νύχτα. Έλληνες και Βενετσιάνοι πολεμούσαν ηρωικά. Φαίνονταν αποφασισμένοι να νικήσουν ή να πεθάνουν. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πολιορκούσε το κάστρο του Κεφάλου ο ρεϊς. Ο ουρανός γέμισε καπνό, ο τόπος λαβωμένους, τα κτίρια κάηκαν, τα νερά κοκκίνισαν απ΄ το αίμα, αλλά το φρούριο δεν έπεφτε. Ο Μπαρμπαρόσα τα χρειάστηκε. Είχε χάσει ήδη αρκετούς άντρες. Κατάλαβε πως δε θα νικούσε εύκολα τους νησιώτες. Την τέταρτη μέρα μάζεψε το στρατό του και σήμανε υποχώρηση. Οι κάτοικοι άρχισαν να πανηγυρίζουν. Πίστεψαν ότι είχαν εξαναγκάσει τον Τούρκο να αναδιπλωθεί. Αλλά έκαναν λάθος.
Νύχτα, το φεγγάρι στη χάση του και ο ουρανός μπουκωμένος από τα σύννεφα. Ο Μπαρμπαρόσα πηγαινοερχόταν εκνευρισμένος μέσα στην καμπίνα της γαλέρας του, ενώ δυο αξιωματικοί του μελετούσαν το χάρτη του νησιού. Ένας υπηρέτης μπήκε κρατώντας ένα δίσκο με μια ασημένια τσαγέρα γεμάτη τσάι κι άρχισε να το σερβίρει σε χαμηλά ποτήρια. Ο Μπαρμπαρόσα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε σκεφτικός.
-Χασάν, του είπε.΄Ελα εδώ!
-Στις διαταγές σου ρεΐς, προσκύνησε εκείνος.
-Κατέβα στο αμπάρι, έχουμε δυο σεντούκια με κλεμμένα. Βάλε γυναικεία ρούχα κι ένα μαξιλάρι στην κοιλιά σου να φαίνεσαι γκαστρωμένη, ετοιμόγεννη και μετά έλα πάνω. Ο υπηρέτης τον κοίταξε σαστισμένος, αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει γιατί.
-Αμέσως πλωτάρχα, απάντησε. Και κατέβηκε στο αμπάρι.
Άνοιξε ένα σεντούκι που είχαν κουρσέψει από φράγκικο πλοίο και βρήκε μια φαρδιά γυναικεία φορεσιά. Τη φόρεσε, έβαλε ένα μαξιλάρι μες στο σώβρακό του κι ανέβηκε πάνω. Ο αρχιπειρατής τον κοίταξε χαμογελώντας πονηρά.
-Φόρα και μια μαντήλα στο κεφάλι, πρόσθεσε. Να μοιάζεις με γυναίκα κι έτσι σινάμενη, κουνάμενη να πας μπροστά στην πύλη του κάστρου και να παριστάνεις ότι είσαι έγκυος στον ένατο μήνα και σ΄ έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Να πέσεις κάτω κλαίγοντας και να φωνάζεις: βοήθεια, χριστιανοί, ανοίξτε τις πόρτες να μπω, γιατί γεννάω. Με ψιλή φωνή, κοίταξε με νόημα τον υπηρέτη. Άκουσα ότι μιλάς ελληνικά… Αν πιάσει το κόλπο οι Παριανοί θα ανοίξουν την πύλη για να σε βάλουν μέσα και τότε θα ορμήσουμε εμείς.
-Είσαι ιδιοφυία ρεΐς, φώναξαν οι δυο αξιωματικοί μ΄ ενθουσιασμό στο Μπαρμπαρόσα.
-Κι εσείς πάτε να μαζέψετε το μπουλούκι σας, συνέχισε εκείνος. Να αρματωθείτε και να βγείτε αθόρυβα στη στεριά. Να μη σας καταλάβουν οι ντόπιοι. Θα τους πιάσουμε στον ύπνο. Κανείς δε ξέφυγε ποτέ απ΄ το Μπαρμπαρόσα. Κανείς. Χασάν , πρόσεχε να μη τα χάσεις. Σε σένα στηριζόμαστε, κατέληξε.
Έτσι όλοι ετοιμάστηκαν για το μεγάλο κόλπο. Ζώστηκαν τα άρματα, πήδηξαν αθόρυβα απ΄ τα πλοία κι ακολούθησαν τον Χασάν που ντυμένος γυναίκα κατευθύνθηκε προς την πύλη του κάστρου. Εκεί έπεσε μπροστά στην αμπαρωμένη πόρτα παρακαλώντας να του ανοίξουν, γιατί δήθεν τον έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Οι δύστυχοι Παριανοί τον πίστεψαν. Κατέβηκαν δύο φρουροί κι άνοιξαν την πορτάρα για να περάσει. Ένα λεφούσι άγριοι πειρατές χύμηξαν την ίδια στιγμή από το άνοιγμα της πύλης αλαλάζοντας.

Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Τα κορμιά έπεσαν όπως τα στάχυα που τα θερίζει το δρεπάνι. Η Πάρος αποδεκατίστηκε. Το αίμα έλουσε το κάστρο κι έφτασε ως τη θάλασσα. Οι Παριανοί νικήθηκαν και δήλωσαν υποταγή. Και μάλιστα έστειλαν στο Μπαρμπαρόσα μια επιτροπή και ζήτησαν εκεχειρία. Η πολιορκία λύθηκε. Οι βενετσιάνικες σημαίες κατέβηκαν απ΄ τα κάστρα κι ανέβηκε η ημισέληνος.
Για πάντα θα θυμούνται οι νησιώτες εκείνη την Τετάρτη του Δεκέμβρη του 1537. Πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων, αλλά αυτοί δεν θα γιόρταζαν τούτη τη χρονιά. Πένθος βαρύ σκέπαζε ολόκληρη την Πάρο. Ο Βενετός ηγεμόνας της Σαγρέδο την είχε παραδώσει άνευ όρων στον Μπαρμπαρόσα που άφησε στρατιώτες και φιρμάνια εξευτελιστικά για τους κατοίκους της.
Ύστερα φόρτωσε στα πλοία τα πλούτη του νησιού μαζί με σκλάβους κι έδωσε διαταγή να μαζευτούν στην παραλία όλες οι γυναίκες. Εκεί στους ήχους των τυμπάνων που έπαιζαν δυο νεαροί Οθωμανοί τις πρόσταξε να χορέψουν. Κι είπε στους πειρατές του να διαλέξουν όποιαν ήθελαν. Οι δύστυχες γυναίκες άρχισαν να χορεύουν με τσακισμένη την ψυχή, ενώ τα δάκρυα κυλούσανε ποτάμι απ΄ τα μάτια τους. Ήξεραν ότι δε θα ξανάβλεπαν τον τόπο τους. Δε θα ξαναγύριζαν ποτέ. Δε θα ξανάσμιγαν μ΄ εκείνους που αγαπούσαν.
Ο Νικολάκης Μοστράτος παρακολουθούσε το θέαμα, από μακριά κρυμμένος σε μια σπηλιά ψηλά στα βράχια. Διέκρινε την αγαπημένη του δόνα Ευδοκία να χορεύει με το σκισμένο νυφικό της και τα μαλλιά λυτά, τα μάτια της πλημμυρισμένα από τα δάκρυα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Ήθελε να ορμήσει και να την αρπάξει απ΄ τα χέρια των Τούρκων αλλά δεν τολμούσε. Θα ήταν άλλωστε μάταιο. Οι Οθωμανοί θα τον σκότωναν την ίδια στιγμή. Και τότε είδε ξαφνικά το Μπαρμπαρόσα να την πλησιάζει μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο χαδεύοντας τα μούσια του.
-Αυτή είναι για μένα, μούγκρισε κι έκανε νεύμα στους ναύτες του να φορτώσουν τη δόνα Ραγούση στη γαλέρα του.
Ο Νικολάκης ένιωσε σα να’ φαγε μαχαιριά. Η καρδιά του ράγισε, έγινε κομμάτια.
–Δόνα Ευδοκία, ψιθύρισε, αγάπη μου, φως των ματιών μου…σε χάνω … Την ίδια στιγμή ένας ελαφρύς θόρυβος τον έκανε να γυρίσει. Είδε τον κόμη Δάνδολο, πληγωμένο, αιμόφυρτο, με σκισμένα ρούχα κι ακάλυπτο κεφάλι. Ο γηραιός άντρας τον πλησίασε σκυθρωπός και στάθηκε πλάι του. Νικολάκη, του είπε παρατηρώντας τη θάλασσα.
–Την δόνα Ευδοκία δεν την πήρα ούτε εγώ, ούτε εσύ. Την πήρε ο Μπαρμπαρόσα.
–Ναι, μας την πήρε ο Μπαρμπαρόσα, κούνησε το κεφάλι του ο Μοστράτος και κοίταξε τον κόμη με συμπάθεια. Το μίσος που έτρεφε εναντίον του είχε εξατμισθεί. Ένιωσε ξαφνικά αλληλεγγύη. –Έλα να με βρεις στη Βενετία, συνέχισε εκείνος. Όπως βλέπεις φεύγουμε απ΄ το νησί. Δεν έχουμε πια καμιά εξουσία στην Πάρο. Ο Θεός τα κανόνισε αλλιώς… Έλα, όταν το αποφασίσεις, ξανάπε ζωηρά. Ίσως η τύχη σου να βρίσκεται εκεί- στη Βενετία.
* Σύμφωνα με την παράδοση όπως καταγράφεται απ΄τον Ιωάννη Φραντζή-Ντετόρο, το κάστρο του Κεφάλου πάρθηκε απ΄ τον Μπαρμπαρόσα με το ως άνω τέχνασμα, το οποίο όμως το συναντάμε και σε άλλες λαΪκές αφηγήσεις και δημοτικά τραγούδια. Βλ. Ν.Α. Κεφαλληνιάδη, Κουρσάροι στο Αιγαίο.
* Κάθε Αύγουστο γίνεται αναπαράσταση του χορού των γυναικών και της αρπαγής τους από τους πειρατές του Μπαρμπαρόσα στη Νάουσα της Πάρου.
* Το διήγημα αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για να γραφτεί το μυθιστόρημά μου «Ο χάρτης των ονείρων», εκδόσεις Καστανιώτη, 2011.