Γράφει ο Σπύρος Θεοδωράκης
«Σώστε την Βασιλεύουσα….», ήταν η κραυγή που, το 1453 βγήκε από τα βάθη στης ψυχής του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, με κύριους αποδέκτες όλα τα χριστιανικά Έθνη. Ωστόσο πολύ λίγοι ανταποκριθήκαν. Μεταξύ αυτών και χίλιοι πεντακόσιοι «κουζουλοί» Κρητικοί που θα οργανώσουν και θα κάνουν πράξη μια ναυτική εκστρατεία, με σκοπό να βοηθήσουν την πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη.
Αυτό αναφέρεται κατά λέξει σε ένα πολύτιμο χειρόγραφο το οποίο εντόπισε στα 1919 ο ιστορικός-ερευνητής και ποιητής Ι. Α.Κόντος στην βιβλιοθήκη της Βασιλικής και Πατριαρχικής Ιεράς Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου στο Άγιο Όρος. Στο θαμμένο για τεσσεράμισι αιώνες χειρόγραφο, περιγράφεται η ναυτική εκστρατεία των Κρητικών που έσπευσαν στο κάλεσμα για την σωτηρία της Κωνσταντινούπολης.
Το χειρόγραφο γράφτηκε καθ΄ υπαγόρευση του μοναχού Ιερώνυμου (κατά κόσμο Πέτρου Κάρχα ή Γραμματικού) από την Κυδωνία Χανίων, οποίος συμμετείχε στην εκστρατεία, πολέμησε στην πολιορκία όπου και τραυματίστηκε και κατά την επιστροφή του αποφάσισε να μείνει στο Άγιο Όρος.
Ο Ι.Α. Κόντος ενθουσιασμένος από την ανακάλυψη του χειρόγραφου, εμπνέεται απ’ αυτό και συνέθεσε ένα δίτομο “ιστορικό επικό ποίημα” με τίτλο: «Τα Κρητικά καράβια το 1453». Σε αυτό περιέχονται χιλιάδες εκφραστικοί στίχοι και ζωντανές σκηνές στη δημώδη κρητική διάλεκτο ενώ, ξεχωρίζει ο ποιητικός εθνικός του οίστρος.

Οι αυτόπτες μάρτυρες.
Πριν παρουσιάσουμε αποσπάσματα από το χειρόγραφο, είναι απαραίτητο να αναφέρθουμε στους δύο αυτόπτες μάρτυρες της Άλωσης, σύγχρονους του ιστορικού αυτού γεγονότος. Σημεία από αυτά που κατέγραψαν, ταυτίζονται και επιβεβαιώνουν τα γεγονότα που αναφέρονται στο χειρόγραφο.
Ο ένας είναι ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής κρατικός αξιωματούχος και συνεργάτης των τριών τελευταίων βασιλέων του Βυζαντίου, και ιδιαίτερα στενός συνεργάτης και οικείος του τελευταίου αυτοκράτορα. Το έργο του: «Χρονικόν της Αλώσεως», συνιστά ένα συνοπτικό, απομνημονευματικού χαρακτήρα χρονικό, καθόσον συνέγραψε το κείμενό του σε προχωρημένη φάση της ζωής του, όταν ήταν πλέον μοναχός.
Ο δεύτερος αυτόπτης μάρτυρας είναι ο Βενετός ευπατρίδης Νικολό Μπάρμπαρο (Nicolo Barbaro) που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ως ναυτικός ιατρός σε μια γαλέρα λίγο πριν αρχίσει η πολιορκία. Στο Ημερολόγιό του, υπό τον τίτλο: «Giornale dell ‘ assedio di Costantinopoli» καταγράφει καθημερινά και με μεγάλη χρονολογική ακρίβεια σχεδόν όλες τις εξελίξεις και ιδιαίτερα στα όσα διαδραματίστηκαν στη θάλασσα. Αποτελεί δε, την εκτενέστερη και πλέον αντικειμενική “δυτική” μαρτυρία της πολιορκίας.

Το χειρόγραφο.
Στα αποσπάσματα του χειρόγραφου που παρατίθενται πιο κάτω, περιγράφονται με ανάγλυφο τρόπο και με πολλές λεπτομέρειες στοιχεία της σπουδαίας ναυτικής εκστρατείας των Κρητικών. Γίνεται αναφορά στην οργάνωση, στην προετοιμασία, στα πλοία, στους πρωταγωνιστές αλλά και στο ταξίδι, τις ναυμαχίες που έδωσαν, τις μάχες και τις απώλειες στα τείχη της Πόλης και τέλος, στο ταξίδι της επιστροφής.
Το Κάλεσμα:
«Τήν δεκάτην πέμπτην τοῦ μηνός Μαρτίου θ’ ἐνιαυτοῦ ζ¨ ἰνδικτιῶνος, τόν καιρόν ὅπου ὁ Σουλτάνος Μουχαμέτης ἤρχισε νά περιζώνη μέ τά φουσάτα του τή Μεγάλη Πόλη μας, διά νά τήν πάρη, ὁ παλαιός Δρουγγάριος Μανοῦσος Καλλικράτης, μέγας καραβοκύρης, ἀρχηγός τῶν Σφακιῶν και ἄρχοντας τοῦ Σελίνου, ἡλικίας τότες ὀγδόντα χρονῶν, (οἱ δύο γυιοί του ἧσανε σκοτωμένοι τρεῖς χρόνους πρίν εἰς θαλασσοπόλεμον μέ Σαρακηνούς), ἐπῆρεν ἅξαφνα Βασιλικόν μήνυμα, χρυσόβουλον, ὅπου τοῦ ἔλεγε νά ὑπάγη το ὀγρηγορότερον μέ τά καράβια του καί μέ ὅσους ἐμπόρει περισσότερους ἄντρας είς την Βασιλεύουσαν, όπου έκιντύνευε. Το μήνυμα το έπήγεν εἰς τόν Μανοῦσον ὁ Βενετός πλοίαρχος Ἀρμάντος, συγγενής τοῦ ἄρχοντα της Βενετίας.»

Η Προετοιμασία:
«Ὁ Καπετάν-Μανοῦσος, ἐπῆρε τότες τέσερρις δρόμωνες καί ἕνα διάρμενον, οἱ τρεῖς δρόμωνες ἧταν χτῆμα ἐδικόν του καί ἐκυβερνοῦνταν ὁ εἷς, ὁ μεγαλύτερος, ἀπό τόν ἴδιον, ὁ ἄλλος ἀπό τόν Καπετάν-Γρηγόρη, γυιόν τοῦ Σήφη Μανιάκη, ἀπό Ἀσκύφου, ὅπου ἐπιάσθη ἀπό Σαρακηνούς καί ἐγδάρη ζωντανός εἰς Γαῦδον καί ὁ ἄλλος ἀπό τόν Καπετάν-Πέτρο, τόν Γραμματικόν, ἀπό τήν Κυδωνίαν. Τοῦτος, ἐπειδής πρίν ἧταν μοναχός ἐδῶ, εἰς τό Ἅγιον Ὅρος καί εἶχε μαθημένα καλά τά αρχαῖα Γράμματα, τόν ὠνόμαζαν Γραμματικό, ἐνῶ τό καθεαυτό παρανόμι του ἧταν Κάρχας. Ὁ τέταρτος δρόμωνας ἧτον χτῆμα τοῦ Καπετάν-Ἀντρέα, τοῦ Μακρῆ, ἀπό τήν Πάτμον καί ἐκυβερνοῦνταν ἀπό τόν ἴδιον. Τοῦτος ἧταν γυιός τοῦ Καπετάν-Γιαννίκου τοῦ Μακρῆ, ἀπό τό Ρέθεμνος…
Ὁ δρόμωνας τοῦτος τοῦ Μακρῆ εὑρέθη κατά τύχη εἰς τόν Χάντακα (Ηράκλειο), φορτωμένος μέ λάδια γιά τήν Φραγκιά καί ὁ Μακρῆς τόν ἐξεφόρτωσε, μόνο καί μόνο διά να πάρη τούς Καστρινούς πολεμάρχους καί νά πάγη καί τοῦτος εἰς τήν Πόλη. Τό διάρμενον ἧταν χτῆμα τοῦ Καπετάν-Νικόλα, τοῦ Στειακοῦ, ὅπου ἧτον παλαιά γραμμένος εἰς τήν Βενέτικης φλότταν καί ἐπειδής ἐλαβώθηκεν εἰς πόλεμον μέ Σαρακηνούς καί ἐκουτσάθη, ἔπαιρνε ἀπό τότες ταχτικό μηναῖο ἀπό τό Βενέτικον Ταμεῖον. Τό διάρμενον τοῦτο, ἐπειδής ὁ ἀφέντης του ἧταν ἀνήμπορος, διά μεγάλα ταξείδια, τό ἀνάλαβε ὁ Καπετάν-Παυλῆς, ὁ Καματερός, ἀπό τήν Κίσσαμο, παλαιός καραβοκύριος καί τοῦτος, μά μέ δίχως καράβια εἰς ἐτούτη τήν περίστασι,….
Εἰς τά πέντε καράβια ἐμπῆκαν χίλιοι πεντακόσιοι ἄντρες πάνω-κάτω. Οἱ πεντακόσιοι ἧσανε ἀπό μέσα ἀπό τόν Χάντακα, ἀπό τό Μαλεβύζιον, τό Τέμενος, τό Μονοφάτσι, τή Μεσαριάν, τήν Δίχτην καί τό Μεράμπελλον καί οὗλοι οἱ ἐπίλοιποι ἧσαν ἀπό τά Σφακιά, τό Σέλινον, τήν Κίσσαμον, τήν Κυδωνίαν, τόν Ἀποκόρωναν, τό Ἀμάριον καί τό Ρέθεμνον. Τούς ἄντρας τούς ἐμάζωξαν μέ τήν ἄδειαν τοῦ Δοῦκα τῆς Κρήτης ἀπό τη μεριά τοῦ Κάστρου ὁ Καπετάν-Καματερός ὁμάδι μέ τόν ἄρχοντα Θεόδωρον Χορτάτσην, γέρον τότες ὀγδοντάρην και φτωχόν…. καί ἀπό τήν ἐπίλοιπην Κρήτην, ὁ ἴδιος ὁ Δρουγγάριος μέ τούς Καπεταναίους Γραμματικόν καί Μανιάκην.»

Η Εκστρατεία:
«Τά καράβια ἐξεκίνησαν καί τά πέντε ὁμάδι εἰς τσή δεκαοχτώ Μαρτίου ἀπό τό λιμάνι τῆς Σούδας. Ἕως τα Δαρδανέλλια ἐταξείδεψαν χωρίς να συναπαντήσουν Ἀγαρηνόν….
Ἀλλά ὁ μεγάλος καί τρομερός κίνδυνος τούς ἀνάμενε μέσα εἰς τήν Προποντίδα, ὅταν τά καράβια ἔπλεγαν δίπλα ἀπό τό Προκονῆσι. Τότες ἐφάνηκαν ξαφνικά ἐμπρός των πάνω ἀπό ἑξῆντα Ἀγαρηνά πλοῖα, μικρομέγαλα, πού ἤρχονταν ἀπό τήν Ἀρτάκην, ὄπου ἧσαν πηγαιμένα διά τάρταλα καί σκλάβους καί πρό πάντων διά γυναῖκες. Τά Τούρκικα καράβια ἐπερικύκλωσαν τότες τά ἐδικά μας, ὅπου, διά μεγαλύτερη σιγουράντζα, ἔκαμαν τοῦτα Σταυρόν καί ἕνας πόλεμος φοβερός ἤρχισε ἀναμεταξύ τωνε, ὅπου ἐβάσταξε πλειά ἀπό δέκα ὧρες. Οἱ Τοῦρκοι εἰς τό διάστημα τοῦτο ἔκαμαν δώδεκα γιουρούσια, μέ σκοπό νά πάρουν τά καράβια μας, ἀλλά δέν τό ἐπέτυχαν.
…την τελευταία στιγμή ὁ Ἀρχηγός τῶν Τούρκων, ἕνας ὀνόματι Μουσταφάς, ἐδιάταξε νά ἀφίσουν τά γιουρούσια καί νά βάζουν φωτιά νά κάψουν τά Κρητικά καράβια. Καί ἤθελαν ὄντως νά τά κάψει, ὅπου ἧταν καί τό εὐκολότερον παρά νά τά πάρουν, ἄν ὁ γενναιότατος Δρουγγάριος, Καπετάν-Μανοῦσος Καλλικράτης καί ἑφτά νέοι πολεμάρχοι –μέσα σε τούτους ἧταν καί ὁ γυιός τοῦ Στειακονικόλα, ὁ Κωνσταντῆς- ὅπου νά εἷναι ἡ Ἁγία ἡ μνήμη τωνε εἰς αἰῶνα τόν ἅπαντα, δέν ἀναλάβαιναν νά θυσιαστοῦν ἐτοῦτοι μέ δυό καράβια, γιά νά βαρδάρουν τά τρία ἄλλα καί τούς δώσουν τόν καιρόν νά φύγουσι, ὅταν ἧρθε ἡ νύχτα. Εἰς τόν σωσμόν τῶν τριῶν τούτων Καραβιῶν ἐβοήθησε πρῶτα-πρῶτα ὁ Μεγάλος Θεός τῶν Χριστιανῶν καί ἡ Ἁγία Θεοτόκος, ἔπειτα ἡ μεγάλη γενναιότης τοῦ Δρουγγαρίου, ὅπου ἔκαμε καί τό σχέδιο…..»
[κατά τον Μπάρμπαρο: Στις 20 Απριλίου την τρίτη ώρα, είδαμε τρεις ολκάδες, που έρχονταν μέσα από τα Δαρδανέλλια στην Κωνσταντινούπολη προς επικουρία της πόλης.]
«Ὅταν οἱ δυό δρόμωνές μας, ἔφτασαν εἰς τήν Πόλη τήν αὐγή τῆς ἄλλης ἡμέρας καί ἐμπῆκαν μέσα εἰς τόν Κεράτιον χωρίς κανένα ἐμπόδιο….».
[κατά τον Φραντζή: Μέσα από την αλυσίδα παρέταξε τα πλοία που έτυχε να βρίσκονται εκεί, …μεταξύ αυτών και τρία από την Κρήτη, δηλαδή ένα από τον Χάνδακα (Ηράκλειο) και δύο από την Κυδωνία (Χανιά).]

Οι Μάχες:
«….ἐχώρισαν τούς πολεμάρχους (κρητικούς) σε δύο τοῦρμες (ομάδες) καί τή μιά, μέ άρχηγούς τόν Ἀνδρέαν, τόν Γρηγόρη καί τόν Γραμματικόν, ἔβαλε να φυλάξη τούς τρεῖς Πύργους, -τοῦ Βασιλείου, τοῦ Λέοντος καί τοῦ Ἀλεξίου,- καί τήν ἄλλη τούρμα νά φυλάξη τήν «Ὡραία Πύλη», πού εἷναι κάτω ἀπό τούς πύργους αυτούς, μέ Ἀρχηγό, τόν Καπετάν-Παυλῆ καί ὅταν ἐμέστωσε καλά ὁ Πόλεμος, ὁ Καπετάν-Παυλῆς ἐκλήθη νά βοηθήση στη μάχη τῆς Πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ὅπου ἡ μεγάλη μπομπάρδα τοῦ Οὐγγαρέζου ἔκανε θραῦσι καί στους ἄντρας καί στα κάστρα. Ἐκεῖ ὁ Καπετάν-Παυλῆς καί οἱ περισσότεροι ἄντρες του σκοτώθηκαν τήν παραμονή πού ἔπεσεν ἡ Πόλη, μαζί με τόν Βασιλέα Κωνσταντίνον, πού έπεσε κι αὐτός, πολεμῶντας, σἄν ἁπλός στρατιώτης»
Η Άλωση:
«…Καί, ὅταν ἔπεσεν ἡ Πόλη καί οἱ Τοῦρκοι ἐμπῆκαν μέσα, ὡς διακόσες χιλιάδες περίπου Ταχτικοί καί Ἄταχτοι, ἄλλοι ἀπό τήν Κιρκόπορτα καί ἄλλοι ἀπό τό ρῆγμα του Ἁγ. Ρωμανοῦ, καί ὅλοι οἱ Πολεμάρχοι ἐγκατάλειψαν τά θέσεις των διά νά σωθούν, εἰς τά πλοῖα ἤ ὀπουδήποτε άλλοῦ, μονάχα ἡ τούρμα τῆς Κρήτης, ὅσοι ἐζοῦσαν, μέ ἀρχηγόν τόν Καπετάν-Γραμματικόν, ἄν καί τραυματισμένον κι΄αὐτόν σέ πολλά μέρη τοῦ κορμιοῦ του, ἐσκέφτηκεν ὅτι θα ἧταν καλύτερον νά μείνη στα πόστα της καί νά ἐξακολουθήση νά πολεμά, μέχρις ὅτου σκοτωθοῦν οὗλοι, παρά νά παραδώσουν τά ὅπλα. Καί ὅταν πρός τό βράδυ πλέον ὁ Σουλτᾶνος εἷδε καί κατάλαβεν, ὅτι ἐμεῖς δεν εἴχαμε σκοπόν νά παραδοθοῦμε, ἔστειλεν ἕνα Πασσᾶ μέ δυό ἀξιωματικούς, πού ὁ ἕνας ἐκρατοῦσε λευκή σημαία καί ὁ ἄλλος ἧταν δραγουμᾶνος, καί μᾶς εἷπε: – «Ὅτι, ἐπειδής -λέγει- ὁ Σουλτᾶνος ἐκτιμᾶ τήν ἀντρειά μας, μᾶς ἁφίνει ἐλεύθερους νά φύγωμε γιά τό νησί μας μέ τά ὅπλα μας καί μέ ἕνα ἀπό τά καράβια μας»
[κατά τον Φραντζή: Έτσι έγιναν κύριοι (οι τούρκοι) ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, -την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι- εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολεμούσαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωναν πολλούς Τούρκους και δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνα τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους. Όμως με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν.]

Η Επιστροφή:
«Τότες ἀλάβωτοι καί λαβωμένοι, τό ὅλον ἑκατόν ἑβδομῆντα, ἐκατεβήκαμεν ἀπό τούς πύργους μας, μέ τά ἅρματά μας καί ἐμπήκαμεν εἰς ἕνα δρομῶνι, πού μᾶς ἔδωκαν. Καί ὅταν ἐβγαίναμεν ἀπό τό λιμάνι εῐχεν εἰδοποιηθῆ ὁ Τούρκικος Στόλος νά μή μᾶς πειράξη. Καί ἐπειδής ὅλοι οἱ Καπεταναῖοι ἧσανε σκοτωμένοι καί ἐγώ, ὁ Γραμματικός, βαρειά λαβωμένος δέν ἠμπόρουν νά κυβερνήσω, ἀνάθεσα εἰς ἕνα γενναῖον ἄνδρα, τόν Παναγῆ Χαλκούσην, ἀπό τόν Χάνδακα, νά κυβερνήση αὐτός τό καράβι.
Ὅταν ὅμως ἐβγήκαμεν ἀπό τά Δαρδανέλλια, ἐζήτησα ἀπό τόν Καπετάν-Χαλκούση νά βάλη πλώρη στό Ἅγιον Ὄρος καί νά μέ ἀφήση ἐμέν ἐκεῖ, στό μοναστήρι τού Βατοπεδίου, ὅπου ἤξερα, ὅτι ὐπῆρχε πάντα γιατρός, διά νά περιποιηθή τσή πληγές μου. Καί αὐτό καί ἔγινε.
Καί ἐδῶ εἰς τήν Μονήν ὅταν ὁ Γραμματικός ἐπῆρε καί πάλι τό μοναχικό σχῆμα, μέ τό ὄνομα Ἱερώνυμος, ἔγινε καλά, χάρις εἰς τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ καλοῦ γιατροῦ καί ἔζησεν ἀκόμη ὀχτώ ἔτη, χωλός μέν ἀπό τόν ἕνα πόδα, ἀλλά χωρίς αὐτό νά τόν ἐμποδίζει εἰς τά καθήκοντά του, ὡς ἱερέως. Ἒπειδής ὅμως εἶχεν ἐξασθενήσει ἡ ὅρασις του καί τό δεξιό του χέρι ἔτρεμεν ἀπό ἕνα τραῦμα πού εἶχε πάρει ἐκεῖ, ἀνέθεσεν εἰς ἐμέ, τόν συμπατριώτην καί Μοναχόν εἰς τήν ἰδίαν Μονήν, νά γράψω ἐγώ τήν παροῦσαν ἱστορίαν, πρός δόξαν καί αἰώνιον μνημόσυνον ὅλων τῶν γενναίων άνδρῶν τῆς Κρήτης, πού ἀγωνίσθηκαν καί ἀπέθαναν διά τήν Πίστην τοῦ Χριστοῦ καί τήν πατρίδα καί νά τήν ὑπογράψω ἐγώ, ἀντίς αὐτοῦ.».
Κλείνοντας, στο χειρόγραφο, ο καθ΄ υπαγόρευση γράφων, μας δίνει και τα στοιχεία του:
«Καλλίνικος, Μοναχός τής Μονής Βατοπεδίου Άγίου Όρους, έξ Άνωπόλεως, Σφακίων».
Σημείωση (1): Ο Δρόμων ή Δρόμωνας υπήρξε ο επικρατέστερος τύπος πλοίου του Βυζαντινού πολεμικού ναυτικού και θεωρείται η εξέλιξη της Αθηναϊκής τριήρους. Έφερε μία ή δύο σειρές κουπιών, ένα ή περισσότερα τριγωνικά πανιά (λατίνια) και «σίφωνα» στην πλώρη, από το οποίο εκτοξευόταν το περίφημο υγρό πυρ. Είναι σαφές ότι οι “δρόμωνες” που αναφέρονται στο χειρόγραφο δεν ήταν τέτοια πλοία. Ήταν εμπορικά πλοία αποκλειστικά με πανιά, ανήκαν σε καραβοκύρηδες-εμπόρους και η ονομασία τους: δρόμωνας, ήταν «δάνειο» από το μακρινό παρελθόν.
Σημείωση (2): Ολόκληρο το σπουδαίο χειρόγραφο, μαζί με τις επισημάνσεις των Γ. Φραντζή και Ν. Μπάρμπαρο, υπάρχουν στο βιβλίο: “Με άρωμα Κρήτης – δώδεκα στιγμές, σαν ιστορήματα” (Εκδόσεις Γραφοτεχνική) του Σπύρου Θεοδωράκη.
Τα πρόσημα.
Σήμερα στο χωριό Καλλικράτης του Δήμου Σφακίων, μια μαρμάρινη πλάκα σε στήλη αποδίδει: «ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟΥΣΟ ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΗΓΗΘΗΚΕ ΤΗΣ ΠΑΓΚΡΗΤΙΑΣ ΕΚΣΤΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ».
Όμως είναι αυτό αρκετό; Αναδεικνύει τα πρόσημα μεγαλοψυχίας και αυταπάρνησης που άγγιξαν αυτούς τους ανθρώπους, καθώς και τα ιδανικά που τους διακατείχαν; Τι είδους συναίσθημα είναι αυτό της αυτοθυσίας, από πού πηγάζει και πως μετριέται; Σήμερα θα μιλάγαμε για κίνητρα αλλά, πια τα κίνητρα, τότε, εκείνων των κουζουλών κρητικών, να αποτολμήσουν μια ναυτική εκστρατεία με αποτέλεσμα σχεδόν προδιαγεγραμμένο;
Αναπάντητα ερωτήματα αλλά, τελικά το θέσφατο είναι ένα: H μεγαλοψυχία να είναι το μελάνι που μ΄ αυτό γράφεται η Ιστορία και η Ιστορία να υποκλίνεται πάντα στους αληθινά μεγαλόψυχους.-

Βιβλιογραφικές αναφορές:
Κελαιδής, Π. (1991). Σφακιανοί, Οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου. Αθήνα: Εκδόσεις Καράβι και τόξο.
Φραντζής, Γ. & Μπάρμπαρο, Ν. (1993). Η Πόλις Εάλω. Αθήνα: Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη.
Μιχαλόπουλος, Δ. (2014). Η εξέλιξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας στο πέρασμα των αιώνων. Αθήνα: Έκδοση Ινστιτούτο Ιστορίας Εμπορικής Ναυτιλίας (ΙΙΕΝ).