Κείμενο Ηλίας Μεταξάς
(Τηρείται η ορθογραφία και η γλώσσα σύμφωνα με την επιθυμία του συγγραφέα)
Το Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό εξωπλισμένο με λίγα κανόνια πολλά χρόνια προ της Επαναστάσεως, διά να αντιμετωπίζει του Πειρατές, μετετράπη σε ΠΟΛΕΜΙΚΟ και κέρδισε τον Αγώνα του 1821, χαρίζοντας μας την Ελευθερία και την ίδρυση ενός κράτους, έστω και μικρού.
Οι Ηρωικοί Θαλασσομάχοι μας φυσικά δεν φορούσαν στολές και διακριτικά βαθμών διά τον απλούστατον λόγον ότι δεν υφίσταντο διαβαθμίσεις μεταξύ τους. Οι Ναύτες ανεγνώριζαν ως ανώτερο τους και υπάκουαν μόνον τον Καπετάνιο τους. Όλοι φορούσαν την τοπική ενδυμασία τους, την νησιωτική βράκα. Οι Πλοίαρχοι και προ της Επαναστάσεως φορούσαν κάτι πλουσιώτερο και μεγαλοπρεπέστερο, ακριβώς διά να ξεχωρίζουν από τους υπολοίπους μέσα στο ‘’τσούρμο’’.
Κατά την Πρώτη Συνέλευση της Επιδαύρου το 1821, αλλά και κατά την Δευτέρα του Άστρους, κατέβαλαν προσπάθειες διά την επιβολή κάποιας ομοιομόρφου εμφανίσεως, αλλά ποιος από αυτούς τους ατρομήτους Ναυμάχους θα πειθαρχούσε; Οι Αξιωματικοί εξακολουθούσαν να φορούν τις βράκες τους. Στο φέσι τους έβαζαν το Εθνόσημο που είχε θεσπίσει η ιδία Εθνοσύνέλευση της Επιδαύρου. Το 1833 επί Όθωνος το εθνόσημον ετροποποιήθη.
Το 1827 ο ΚΟΧΡΑΝ ως Αρχιναύαρχος προσπάθησε να καθιερώσει την ναυτική στολή.
Τον Ιανουάριο 1828 έφθασε ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ και βρήκε εννέα Ναυάρχους και Αντιναυάρχους. Υπ’ αυτές τις συνθήκες η Γραμματεία (Υπουργείον) επί των Ναυτικών δεν είχε καμμίαν επιρροή πάνω σε τέτοια ελεύθερα πνεύματα. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι Θαλασσάνθρωποι του Αγώνος της Παλιγεννεσίας με την σύσταση του αρτιπαγούς Κράτους αλλά και κατόπιν επί βασιλείας Όθωνος, συνέχιζαν να επανδρώνουν τα λίγα εναπομείναντα καράβια μας. Φυσικά αδιαφορούσαν διά τους Κανονισμούς και δεν υπελόγιζαν κανέναν.
Στις 08-7-1829 ο γνωστός Πολιτικός Αλέξανδρος ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ (1791 – 1865), ως Μέλος του «Γενικού Φροντιστηρίου» και του «Πανελληνίου» (Συμβουλευτικόν Σώμα του Καποδιστρίου), αρμόδιος διά τις υποθέσεις του Ναυτικού και ιδιαιτέρως της Εμπορικής Ναυτιλίας, διέταξε να κάνουν απογραφή διά τα υπόλοιπα του ιματισμού, στις αποθήκες του Πόρου. Μεταξύ των άλλων κατέγραψε στην Έκθεση του τα εξής :
«Ενώ πρότερον ήτο δύσκολον να γενή ναυτολογία διά περισσοτέραν των τριών ή τεσσάρων μηνών διάρκεια, ήδη είναι εύκολον τούτον δι’ έν έτος και πλέον. Αρκεί να έχη η Κυβέρνησις σταθερά τα μέσα και ασφαλείς τους χρηματικούς πόρρους διά να ενεργήσει την απογραφήν των αναγκαίων Ναυτών διά διετίαν, ή τριετίαν. Ο δε προσδιορισμός της ιεραρχίας δεν έγινεν ωσαύτως διά Διατάγματος, ενηργήθη όμως πραγματικώς επί των Εθνικών ή εις Εθνικήν Υπηρεσίαν πλοίων. Η Κυβέρνησις ευκόλως ήδη θέλει δυνηθή να προσδιορίσει την Ναυτικήν ιεραρχίαν διά Διατάγματος επισήμου».
Στις 20-12-1831 ο Γεώργιος ΓΛΑΡΑΚΗΣ (1789 – 1855), Ιατρός, Φιλόσοφος, Πολιτικός, τότε είχε το αξίωμα του Γραμματέως της Επικρατείας επί των Εξωτερικών και του Εμπορικού Ναυτικού. Είχε συντάξει στην δική του Έκθεση μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Πλημμελής ήτο και η ναυτολογία. Προ των ανταρτικών γεγονότων του Πόρου ελήφθη η προσήκουσα μέριμνα, αλλ’ οι μισθοί επληρώνοντο ατάκτως ελλείψει χρημάτων, και το σύστημα απέτυχεν. Διό τότε θ’ αποκτήσωμεν Προσωπικόν, όταν διατεθούν χρήματα αδρά, διότι τότε μόνον θέλει δυνηθή ν’ απογράψη Ναύτες διά τριετίαν ή και περαιτέρω. Το Προσωπικόν της Υπηρεσίας του Ναυτικού μέχρι Ιουλίου 1829 ήτο ρυθμισμένον κατά τον εις τα Εμπορικά πλοία συνειθιζόμενον Οργανισμόν.
Τουτέστιν ο διοριζόμενος Πλοίαρχος, πλοίου τινός, ναυτολογών διένειμεν κατ’ αρέσκειαν βαθμούς εις τους συγγενείς του ή σχετικούς του εκ του Πληρώματος. Το σύστημα ήτο ολέθριον, διότι απλή αλλαγή του Πλοιάρχου, επέφερε την ανατροπήν όλης της διευθύνσεως του Πληρώματος και οι Αξιωματικοί ηναγκάζοντο ν’ απέλθουν διά να δώσουν τόπον εις τους συγγενείς του νέου Κυβερνήτου. Εναυτολογούντο δε εις άλλα πλοία ως απλοί Ναύται, και ούτω εμαραίνετο πάς ζήλος των Αξιωματικών.
Το πλημμελές τούτο σύστημα έπαυσε να ισχύη από της ειρημένης εποχής εφ’ ής διερρυθμίσθη η βαθμολογία των Αξιωματικών αναλόγως με τας περιστάσεις και τας ανάγκας της υπηρεσίας. Έκτοτε εδίδοντο τακτικά εις τους Αξιωματικούς και τους Υπαξιωματικούς τα διπλώματα του βαθμού και αφίνετο εις έκαστον ανοικτόν το στάδιον».
Η επομένη ουσιαστική προσπάθεια διά την εμφάνιση τους έγινε στις 03-11-1833 με το Βασιλικό Διάταγμα το οποίον ερύθμιζε λεπτομερώς τα περί στολών. Όμως επ’ ουδενί ήθελαν να συμμοσρφωθούν και να φορέσουν τα Ευρωπαϊκά ρούχα τα οποία αντιπαθούσαν και ονόμαζαν περιφρονητικώς «στενά». Βεβαίως υπήρχαν και άλλοι λόγοι, οι περισσότεροι εξ’ αυτών δεν είχαν χρήματα διά να αγοράσουν τα «Φράγκικα». Μάλιστα στον πάρωνα (Brig) «Νέλσων», έγινε στάσις του Πληρώματος αρνουμένου να τα φορέσει. Όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα μπορούσαν να παραγγείλουν τα εξαρτήματα της στολής τους, δηλαδή τρίπτυχα, Επωμίδες, Αμφιμασχάλια, Ξίφη κ.ο. στο εξωτερικό.
Τον Ιούνιο 1836, ήδη είχαν παρέλθει τρία χρόνια από της δημοσιεύσεως αυτού του Κανονισμού, αλλά η «Γραμματεία των Ναυτικών» απελπισμένη που δεν ήταν σε θέση να τον επιβάλλει και να επιτύχει την καθολική εφαρμογή του εξέδωσε Οδηγίες και συνιστούσε στους Κυβερνήτες τα κάτωθι :
«Πάντες να ενδύωνται κατά τον κεκανονισμένον τρόπον, οσάκις τουλάχιστον προσορμίζονται εις λιμένας όπου ευρίσκονται και Ξένα Πολεμικά, εις τα οποία θα φαίνεται παράδοξος η αταξία αυτή».
Κατά τα έτη 1839-41 υπάρχουν στα Αρχεία αναφορές ότι ακόμη και Υπαξιωματικοί, φορούν φέσι αντί του Πιλίσκου και Βράκα αντί της Περισκελίδος. Οι δε Αξιωματικοί φορούν τα πολιτικά τους και επί των Βασιλικών Πλοίων.
Ο Αντινάυαρχος και Ακαδημαϊκός Στυλιανός ΛΥΚΟΥΔΗΣ (1878 -1958) είχε αναφέρει ότι είχε δεί μία παλαιά φωτογραφία του Πλοιάρχου Α’ Τάξεως Εμμανουήλ ΜΟΔΙΝΟΥ. Αυτός κατήγετο από την Μήλο και ήταν Βετεράνος Αγωνιστής. Είχε πολεμήσει και στην ναυμαχία του Ναυαρίνου ως Πλοηγός στην Ναυαρχίδα της Γαλλικής Μοίρας «Sirene». Η Γαλλία τον είχε τιμήσει με το Παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής. Στην εν λόγω φωτογραφία φορούσε το ιμάτιον Ανωτέρου Αξιωματικού, αλλά αντί της περισκελίδος την Νησιωτική Βράκα. Ευκόλως συνάγεται ότι οι ηρωικοί Θαλασσομάχοι μας ενδεχομένως να υποχωρούσαν διά κάποιο άλλο είδος της στολής, αλλά ήσαν ανένδοτοι διά το βασικώτερον ένδυμα τους, την βράκα. Αυτήν την ‘’υβριδική’’ στολή φορούσαν επί Όθωνος.
Το 1846 το Υπουργείον των Ναυτικών διά να ανακουφίσει τα βάρη των Αξιωματικών απλούστευσε την στολή και τους επέτρεψε να φορούν μπλέ πολιτικά με επωμίδες και χρυσά κομβία. Το Διευθυντήριον επρομηθεύετο από το εξωτερικόν το ύφασμα και τα αναγκαία εξαρτήματα, παρακρατούσε την αξία τους με δόσεις από τον μισθό τους. Εν τούτοις εξηκολούθη η ιδία κατάσταση. Εδιορθώθη κάπως όταν απεστρατεύθησαν και οι τελευταίοι Θαλασσομάχοι της Επαναστάσεως.






















































