
Θαλασσινά Καϊκια & Βάρκες του Τόπου μας (Β’ έκδοση)
Υπότιτλος: Ένα ταξίδι στον κόσμο των ξύλινων σκαριών της θάλασσας και του πολιτισμού μας
Συγγραφέας: Νικόλας Βλαβιανός
Επιμέλεια έκδοσης: Άρης Τσικοντούρης, Εικονογράφηση:«Αρτέον»
Σελίδες:118
Διάσταση:28 x 24 εκ. (σκληρό εξώφυλλο)
116 εικονογραφημένες σελίδες / 36 λεπτομερείς αποτυπώσεις ξύλινων σκαριών / 12 αποτυπώσεις ναυτικών σκηνών
Η παρουσίαση ενός βιβλίου στο αναγνωστικό κοινό περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων, και την προσέγγιση του συγγραφέα, ώστε να μας δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσουμε τη ζωή του, τη σκέψη του και τον τρόπο που βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του και την τέχνη του. Το κείμενο που ακολουθεί έχει γραφτεί από τον Νικόλα Βλαβιανό, τον συγγραφέα του βιβλίου ο οποίος είναι και μέλος του «Ελληνικού Ινστιτούτου Ναυτικής Ιστορίας», και σας προτείνουμε να το διαβάσετε ως μια πολύ προσωπική και συναισθηματική αναφορά ενός ανθρώπου που αφιέρωσε τη ζωή του στην παραδοσιακή ναυπηγική και παράδοση.
Συντακτική Ομάδα
Γράφει ο Νικόλας Βλαβιανός
Για μένα η θάλασσα δεν ήταν απλώς κάτι όμορφο ή μαγευτικό. Από παιδί με τραβούσε σαν οντότητα που σου μιλάει — αλλά πρέπει να μάθεις να την ακούς. Τα καΐκια και οι βάρκες δεν τα είδα ποτέ σαν «παραδοσιακά αντικείμενα», αλλά σαν φορείς μνήμης, γνώσης και τέχνης, εργαλεία ζωής, κομμάτια του πολιτισμού μας. Η αγάπη μου γι’ αυτά γεννήθηκε από το βίωμα και την αγανάκτηση για τη συνεχή κακοποίηση και απαξίωσή τους, ποτέ όμως από νοσταλγία ή ανάγκη βιοπορισμού.
Με σεβασμό, παρατηρούσα τον τρόπο που οι μαστόροι πελεκούσαν το ξύλο με ένα μοναδικό αρμονικό ρυθμό και σχεδόν χειρουργική ακρίβεια με μια ιδιαίτερα μερακλίδικη κίνηση που τη διέκρινε η σοφία της οικονομικής και δυναμικής διαχείρισης ενέργειας, γεμάτη σκοπό και όνειρο. Το κάθε καρφί που κάρφωναν δεν συνέδεε μόνο ξύλα· στερέωνε μέσα μου τη μνήμη, την ταυτότητα, τη συνέπεια και τη συνέχεια. Και το καΐκι όταν το αγκαλιάσει ο γιαλός, αυτό δεν πλέει μόνο· θυμάται και αποκαλύπτει.
Η ανάγκη μου δεν ήταν να γράψω ένα βιβλίο νοσταλγίας, αλλά να μην αφήσω να ξεχαστεί κάτι ζωντανό. Τα καΐκια χάνονται, μαζί με τους μαστόρους, όχι γιατί μας λένε πως φταίει η κακιά Ευρωπαϊκή Ένωση (έχω χάσει την θετική μου άποψη για αυτή την ένωση). και ένιωθα πως κάτι άλλο φταίει και δεν έπρεπε η ασύμμετρη τάση μας για υπερμοντερνισμό να τα πάρει όλα όπως το κύμα τραβάει ό,τι βρει στην παραλία στην άβυσσο της και στη λήθη. Ήταν χρέος μου να μαζέψω και να ενορμίσω, τις μορφές τους, τις ιστορίες τους και όσα λαογραφικά στοιχεία είχα από βιώματα όσο αυτά ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη μου αλλά και πολλά που ξεθάφτηκαν.
Και επαναλαμβάνω! Η ναυτική παράδοση δεν πέθαινε από την πρόοδο, αλλά από την αδιαφορία και τον υπερμοντερνισμό. Πεθαίνει όμως καθημερινά απο τον εξευτελισμό και τη ταπείνωση, γιατί δεν την κοιτάμε κατάματα, δεν τη μελετάμε σοβαρά, δεν της δίνουμε τον χώρο που της αξίζει. Ήθελα να καταθέσω μια μαρτυρία και να μείνει η φωνή όσων δεν κατάφεραν ή δεν μπορούσαν γράψουν ένα βιβλίο, αλλά κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανή τη ναυτική ψυχή.
Ήθελα να διορθώσω το βλέμμα που έχουμε πάνω στα ελληνικά καΐκια —το ρηχό, επιφανειακό βλέμμα που τα βλέπει σαν “παλιά πλεούμενα” εικόνα σε ένα τσιμεντένιο λιμανάκι ως φόντο και τίποτα παραπάνω— και να δείξω ότι αυτά τα πλεούμενα, αυτά που έχουν χαθεί από την εγκληματική αδιαφορία μας πολύ πριν την εφαρμογή της αλιευτικής οδηγίας είναι οι φορείς του πολιτισμού μας πολιτισμού, τέχνης, δεξιοτήτων, αισθητικής, καθημερινής πάλης και ηρωισμού. Και αυτά δεν είναι οι θαλαμηγοί ή τα γιωτ. Και προς θεού δεν είναι τα παραδοσιακά μας γιωτ, (traditional yachts), όπως θέλουν να τα ονομάζουν κάποιοι κύκλοι.
Ήθελα να προτείνω έναν τρόπο να μιλήσουμε γι’ αυτά με σεβασμό, όχι με τάχα ρομαντισμούς ή φολκλόρ, ούτε με σκηνοθετημένα δάκρυα· να τα εντάξουμε ξανά στη ζωή μας, στην παιδεία, στον πολιτισμό, στην έρευνα. Ήθελα να γράψω για έναν κόσμο που χάσαμε: των νοικοκύρηδων ναυτικών και των μαστόρων της θάλασσας και του ξύλου, που δούλευαν με μέτρο, τιμιότητα και σιωπή, αυτό που αξίζει να τους αναγνωριστεί.
Και πάνω απ’ όλα, ήθελα να διασώσω ό,τι προλάβαινα: τύπους ελληνικών καϊκιών, λέξεις, λογικές, αισθητικές αξίες, έθιμα, ακόμα και μοιρολατρίες.
Ξέρετε! Όταν χάνεται ένα καΐκι, χάνεται ένας τρόπος να δεις τον κόσμο.

Αν έπρεπε να το ονομάσω, θα έλεγα πως είναι πράξη μνήμης με μορφή δώρου στις επόμενες γενιές, για να μη χρειαστεί να ψάχνουν στο σκοτάδι αυτό που εμείς χάσαμε στο φως. Δεν είναι καταγραφή· είναι κατάθεση ψυχής που ζητά να μείνει ζωντανή στον χρόνο.
Ήθελα λοιπόν αυτό το βιβλίο να είναι πράξη πίστης: στο σκαρί, στον μάστορα, στον ναυτικό· στα έργα που ένωσαν τη στεριά με τη θάλασσα μέσα στον χρόνο. Ειναι ένα δώρο στους επόμενους, όσους θέλουν να το δουν ως δώρο, για να μη χρειαστεί να ψάχνουν ό,τι αφήσαμε να χαθεί.
Αλλά… το μέγα πρόβλημα που μου έχουν επισημάνει πολλοί, είναι η γλώσσα.
Υπάρχει μια παροιμία που λέει: «Κάθε Λαγκαδάκι το δικό του αεράκι!»
Η γλώσσα των ναυτικών δεν είναι απλώς λέξεις· είναι κύματα που κυλούν στον χρόνο, κουβαλώντας ιστορίες, εμπειρίες και μνήμες της θάλασσας. Κάθε παραφθορά, κάθε αλλαγή της φωνής ή νοήματος δεν είναι λάθος· είναι σημάδι ότι η γλώσσα ζει, αναπνέει, δημιουργείται μέσα στον κόσμο του πλοίου και του ανοιχτού πελάγους.
Λέξεις που στη στεριά μπορεί να έχουν ένα νόημα, στη θάλασσα αποκτούν άλλο. Η «μαγκιά» δεν έχει να κάνει με τη λεβεντιά· και η παραφθορά των λέξεων είναι ένας κώδικας επικοινωνίας, είναι αντοχή στα κύματα, θάρρος στις θύελλες, δεξιοτεχνία που κερδίζεται μέρα με τη μέρα. Το «καραβόσχοινο» γίνεται «καραβόσκοινο», το «φινιστρίνι» «φιλιστρρίνι» όχι όμως όπως το «καΐκι «παραδοσιακό σκάφος», ή ακόμα ποιο κραυγαλέα παραποίηση ή σύγχυση μεταξύ «μπαστέκας» «ματσαπλιού», η φωνή συντομεύεται, η λέξη απλοποιείται, μα το νόημα βαθαίνει. Και δεν είναι μόνο η πρακτικότητα· είναι η ταυτότητα. Οι ναυτικοί δημιουργούν μια γλώσσα που τους ανήκει, πόσο μάλλον τους Παλαιούς μας ναυτικούς που τους δένει μεταξύ τους, που τους διαφοροποιεί από τους στεριανούς. Η παραφθορά εδώ δεν είναι λάθος· είναι τέχνη, είναι δημιουργία, είναι πολιτισμός.
Η γλώσσα των ναυτικών είναι ζωντανή μαρτυρία της σχέσης ανθρώπου και θάλασσας, ειναι ο καθρέφτης που ο ναυτικοί βλέπουν με καμάρι τον εαυτό τους και την αντοχή τους. Μέσα στις λέξεις κρύβεται η ιστορία τους, η περιπέτεια, η σοφία που αποκτήθηκε στον ήλιο, στον άνεμο και στα κύματα.
Κάθε φθορά φέρνει μαζί της νόημα· κάθε αλλαγή λέξης είναι μια μικρή νίκη της ζωής πάνω στην καθημερινότητα, μια διαρκής σύνδεση του παρόντος με την αιώνια ναυτική παράδοση. η φωνή συντομεύεται, η λέξη απλοποιείται, και το νόημα βαθαίνει.
Αυτό το βιβλίο λοιπόν δεν απευθύνεται μόνο στους μυημένους οι οποίοι ψάχνουν για λάθη… Είναι ένα πλεούμενο που αγωνίζεται να κρατήσει στην επιφάνεια τη ναυτική ψυχή του λαού μας.
Να θυμόμαστε πάντα: η θάλασσα μας βλέπει, μας ακούει και δεν ξεχνά. Αυτά τα λίγα ήταν τα πολύ δύσκολα να διαχειριστώ ώστε να μπορεί αυτό το βιβλίο να μην απευθύνεται μόνο στους μυημένους.
Είναι ένα πλεούμενο το οποίο δεν πλέει στο γιαλό έχει κουπιά και πανιά αλλά αγωνίζεται χωρίς σωσίβιο να κρατήσει στην επιφάνεια την ναυτική υπόσταση του λαού μας.