Εισαγωγή
Η παρούσα μελέτη εξετάζει ένα άγνωστο στο ευρύ κοινό επεισόδιο της Ελληνικής Επανάστασης και της ναυτικής ιστορίας της Ανατολικής Μεσογείου: την υπόθεση του Υδραίικου πλοίου “Ηρακλής” και την κατηγορία για πειρατεία εις βάρος του, καθώς και την μετέπειτα εξορία του πληρώματός του στην Αυστραλία. Το ζήτημα συνδέεται με την ευρύτερη κατάσταση που επικρατούσε στα ελληνικά και μεσογειακά ύδατα κατά τα έτη 1821–1828, όταν η πειρατεία είχε λάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Στόχος είναι να αναλυθούν οι συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή την κατηγορία, να αξιολογηθούν οι πηγές που την τεκμηριώνουν ή την αμφισβητούν, και να παρουσιαστεί το πώς οι πρώτοι Έλληνες που βρέθηκαν στην Αυστραλία είχαν σχέση με τη ναυτοσύνη, το κούρσεμα και την Επανάσταση του 21.
Θαλάσσιες επιδρομές (πειρατεία- καταδρομή- κούρσα)
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, οι ένοπλες επιθέσεις στη θάλασσα για απόκτηση λαφύρων ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, γι’ αυτό και τα περισσότερα εμπορικά πλοία έφεραν οπλισμό. Πολλά κράτη, για να ενισχύσουν τη ναυτική τους ισχύ με χαμηλό κόστος, εξόπλιζαν ιδιωτικά πλοία και τα εξουσιοδοτούσαν να επιτίθενται σε εχθρικά πλοία, να καταλαμβάνουν το φορτίο τους, να αιχμαλωτίζουν πληρώματα και σε ορισμένες περιπτώσεις, να δημεύουν τα ίδια τα πλοία. Το κράτος ή η θρησκευτική αρχή που παρείχε την εξουσιοδότηση λάμβανε ποσοστό από την αξία των λαφύρων.
Με τον καιρό, η ανάγκη επιβίωσης, η απληστία και το προσδοκώμενο κέρδος, ώθησαν ορισμένα πλοία σε ανεξέλεγκτες επιθέσεις, δηλαδή σε πειρατεία (Piracy). Ο πειρατής δρα ιδιωτικά, χωρίς καμία κυβερνητική ή θρησκευτική εξουσιοδότηση, αποκλειστικά για ίδιον όφελος, με στόχο την κλοπή, την καταστροφή ή την κατάληψη πλοίων και φορτίων. Η πειρατεία θεωρείται διεθνώς εγκληματική δραστηριότητα και τιμωρείται με ποινικές κυρώσεις.

Διαφορετική είναι η περίπτωση του καταδρομέα (Privateer), ο οποίος δρα με κυβερνητική άδεια, γνωστή ως «Letter of Marque», για λογαριασμό ενός κράτους και εναντίον εχθρικών πλοίων ή παραλιακών πόλεων, σε περίοδο πολέμου. Σκοπός του ήταν η παρεμπόδιση του εχθρικού εμπορίου, η κατάσχεση φορτίων και η διάθεση της λείας σύμφωνα με το «δίκαιο των λειών», με ποσοστιαία διανομή των κερδών στον διοικητή/αρχηγό, στους πλοιοκτήτες, στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα.
Ο κουρσάρος (Corsair), από την ιταλική λέξη corso, συνδύαζε στρατιωτικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς στόχους. Οι επιθέσεις του είχαν συχνά θρησκευτική διάσταση — π.χ. Χριστιανοί εναντίον Μουσουλμάνων και το αντίστροφο. Στη Μεσόγειο, το κούρσεμα ήταν συνηθισμένο και κουρσάροι μπορούσαν να είναι μέλη θρησκευτικών ταγμάτων, όπως οι Ιωαννίτες της Μάλτας, ή ιδιώτες που λάμβαναν άδεια από θρησκευτικές αρχές (Αλγερία, Τυνησία, Ταγγέρη, Αίγυπτος) ή από πολιτειακές οντότητες και τοπικούς άρχοντες (Μάλτα, Ελλάδα).
Στην Ελλάδα που είχε επαναστατήσει το 1821, κάθε πλοίο που είχε συναλλαγές με την Οθωμανική Αυτοκρατορία θεωρούνταν νόμιμος στόχος. Έτσι, πολλά βρετανικά και ιδίως αυστριακά, πλοία έπεσαν θύματα ελληνικών καταδρομών και κούρσου, καθώς η Αυστρία διατηρούσε σχέσεις συνεργασίας με τους Οθωμανούς.

Η καταδρομή και το κούρσος είχαν κοινό πλαίσιο: διεξάγονταν σε περίοδο πολέμου, με οργανωμένο τρόπο, από εξοπλισμένα εμπορικά πλοία που είχαν εξουσιοδότηση/άδεια και εκτελούσαν εντολές του κράτους τους.
Στόχος ήταν ο έλεγχος των θαλάσσιων μεταφορών των εμπολέμων και η κατάσχεση φορτίων που εξυπηρετούσαν τον εχθρό. Οι επιχειρήσεις περιλάμβαναν νηοψίες, επιθέσεις σε βάσεις και αρπαγή λαφύρων. Για τους ναυτικούς, το κούρσος αποτελούσε ευκαιρία για πολύ μεγαλύτερα κέρδη από την εργασία σε εμπορικά πλοία ή στην αλιεία.
Ωστόσο, το νομικό πλαίσιο για τις εξουσιοδοτημένες επιδρομές ήταν συχνά ασαφές. Η έλλειψη σαφούς αναγνώρισης της τοπικής κυριαρχίας οδηγούσε σε διαφωνίες για το αν ένα πλοίο ήταν νόμιμος καταδρομέας ή απλώς πειρατής.
Η πειρατεία στην Ανατολική Μεσόγειο και στις Ελληνικές θάλασσες
Κατά την περίοδο 1821–1828, η πειρατεία στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο ήταν έντονη, λόγω της επανάστασης των Ελλήνων για απελευθέρωση τους από τους Οθωμανούς. Οι εσωτερικές έριδες, τα οικονομικά προβλήματα και οι αυξημένες ανάγκες θαλασσίων μεταφορών σε συνδυασμό με τη γεωγραφική θέση της χώρας που είναι στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, επέτρεψαν σε πολλά πλοία να στραφούν σε καταδρομικές ενέργειες εναντίον πλοίων αλλά και παραθαλασσίων εχθρικών πόλεων. Όσο ο αγώνας συνεχιζόταν, τόσο οι καταδρομικές ενέργειες συνεχιζόταν για την αποδυνάμωση των Οθωμανικών δυνάμεων.
Οι πειρατές / καταδρομείς / κουρσάροι, δρούσαν κυρίως σε στενά περάσματα θαλάσσιων οδών, προκαλώντας σοβαρές διαταραχές στο εμπόριο και στις μεταφορές και χρησιμοποιούσαν συνήθως μικρά, ευέλικτα σκάφη — τα γνωστά μύστικα με ιστίο και κουπιά,— με τα οποία μπορούσαν να πλησιάσουν τα εμπορικά, να τα ληστέψουν και να διαφύγουν στα νησιά του Αιγαίου ή στις απόκρημνες ακτές της Πελοποννήσου και της Κρήτης.
Σε όλο το ελληνικό νησιωτικό σύμπλεγμα, περισσότερα από 150 βρετανικά πλοία δέχθηκαν επιθέσεις μεταξύ Μαρτίου 1825 και Οκτωβρίου 1827. Η πιο διαβόητη βάση κουρσάρων ήταν στη Γραμβούσα, ένα νησάκι στη δυτική Κρήτη, απ’ όπου οι πειρατές/κουρσάροι, φέρονται να κατέλαβαν συνολικά 487 εμπορικά πλοία, 93 εκ των οποίων ήταν βρετανικά. Η πειρατεία συνεπώς, δεν ήταν απλώς ελληνικό ή οθωμανικό πρόβλημα, απειλούσε το διεθνές εμπόριο και προκαλούσε τις μεγάλες δυνάμεις όπως η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία, να αναλάβουν δράση.
Ο Αντιναύαρχος Σερ Έντουαρντ Κόδριγκτον (Sir Edward Codrington), διοικητής του στόλου της Μεσογείου, ασκούσε μεγάλες πιέσεις σε τοπικές αρχές και ιδιαίτερα στην ελληνική διοίκηση για περιορισμό της πειρατείας, ενώ ταυτόχρονα τα βρετανικά, γαλλικά και ρωσικά πλοία περιπολούσαν στο Αιγαίο. Ακόμα και η Αμερικανική Μεσογειακή Μοίρα είχε μονίμως στη περιοχή μια Μοίρα από 7 πολεμικά για την προστασία της εμπορικής ναυτιλίας. Αυτά ήταν οι φρεγάτες USS North Carolina και USS Constitution, τα μπρίκια USS Fairfield, USS Lexington και USS Ontario, και οι σκούνες USS Porpoise και USS Warren.
Το 1826–1827 η πειρατεία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο έφτασε σε πρωτοφανή έξαρση, με κύρια βάση τη Γραμβούσα, όπως αναφέραμε, και με δράση μικρών γρήγορων και ευέλικτων εξοπλισμένων σκαφών (γαλέρες τύπου μύστικα -mistikos), που επιτίθεντο ακόμη και σε συνοδευόμενα πλοία στις Ελληνικές θάλασσες. Όμως, παρά τις διπλωματικές πιέσεις και τις επιχειρήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, όπως και των Αμερικανών, τα περιστατικά συνεχίζονταν, προκαλώντας σοβαρά διπλωματικά επεισόδια.
Στις 3 Μαΐου 1826 ο Βρετανός πλοίαρχος Χάμιλτον, διοικητής μοίρας πλοίων στο Αιγαίο, απηύθυνε μια απειλητική διακοίνωση προς την επιτροπή των Ψαριανών στην Αίγινα, με την οποία ζητούσε την απαγόρευση των καταδρομών και την πώληση των λειών. Στην Αίγινα υπήρχαν πολλές αποθήκες λειών, όπως και εμπορικά μαγαζιά που διακινούσαν τα λάφυρα.
Μέσα Μαΐου 1826 — πέντε ψαριανά πλοία λήστεψαν βρετανικό εμπορικό που μετέφερε την οικοσκευή του Βρετανού πρέσβη Στράτφορντ Κάνινγκ·(Stratford Canning), εξαδέλφου του Βρετανού πρωθυπουργού, στη Κωνσταντινούπολη και η ενέργεια αυτή προκάλεσε Γαλλική στρατιωτική επέμβαση, που με αποστολή 2 Γαλλικών φρεγατών, ανέκτησε τα λάφυρα και κατέστρεψε 14 πειρατικά πλοία, στην Αίγινα. Αμέσως μετά αποβιβάστηκε στη Αίγινα με εντολή της Ελληνικής Διοίκησης, ο λόχος του Γάλλου φιλέλληνα Κάρολου Φαβιέρου από το Ναύπλιο που με τη συνδρομή των Ψαριανών προκρίτων στην Αίγινα, έκαψε τα υπόλοιπα πειρατικά πλοία εξαλείφοντας ουσιαστικά την παρουσία τους στη περιοχή.
Πειρατικά επεισόδια στις ελληνικές θάλασσες το Α’ 6μηνο του 1827
Παρά τις διεθνείς πιέσεις, τις ναυτικές επιχειρήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και τις υποσχέσεις της ελληνικής διοίκησης για καταπολέμηση της, η πειρατεία συνέχισε να προκαλεί σοβαρά επεισόδια:
- 4 Φεβρουαρίου 1827 — Το βρετανικό HMS Zebra κατέστρεψε πειρατικό σκάφος του Nicolo Cipriotti στο Κατάκολο και απελευθέρωσε εμπορικό πλοίο που είχε δημευθεί
- 4 Μαρτίου 1827 — Στη Ζέα (Κέα) το ίδιο πλοίο εντόπισε δύο πειρατικές λέμβους· μία καταστράφηκε και η άλλη χάθηκε στο σκοτάδι. ενώ στο στενό του Κάβο Ντόρο (ανάμεσα σε Καφηρέα–Άνδρο) πέντε πειρατικά σκάφη παρενόχλησαν το Zebra πριν διαλυθούν στο σκοτάδι.
- Απρίλιος 1827 — Ο πλοιοκτήτης του πλοίου Superba από τη Μάλτα κατήγγειλε ότι το σκάφος του λεηλατήθηκε πλήρως στη περιοχή μεταξύ Μάλτας και Κρήτης.
- 27 Ιουνίου 1827 — Οι βρετανικές φρεγάτες HMS Cambrian και HMS Rose εντόπισαν και έλεγξαν κοντά στην Άνδρο μια γαλέρα με ένα πυροβόλο. Το πλήρωμα (30–35 άνδρες) διέφυγε στην ακτή, ενώ στο πλοίο βρέθηκαν το ημερολόγιο του βρετανικού εμπορικού Nimble, που είχε πρόσφατα λεηλατηθεί, καθώς και εμπορεύματα από άλλα θύματα πειρατείας (Nimble , Brothers κ.α.).
Η εικόνα αυτή δείχνει πόσο δύσκολο ήταν να τεθεί υπό έλεγχο η πειρατεία, ακόμη και με συνεχείς ναυτικές επιχειρήσεις Βρετανών, Γάλλων και Ρώσων κατά των πειρατών, με κορύφωση τον Ιανουάριο 1828, με την καταστροφή της μεγαλύτερης βάσης των πειρατών στη Γραμβούσα. Παρόλο που καταγράφηκαν πολλές πειρατικές επιθέσεις, οι περιπτώσεις σύλληψης των πειρατών μέχρι τότε ήταν λίγες και συχνά συνδέονταν με τις ναυτικές επιχειρήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στη περιοχή.
Το περιστατικό με το εμπορικό Άλκηστις και το εξοπλισμένο εμπορικό Ηρακλής
Στις 29 Ιουλίου 1827 συνέβη το περιστατικό που αποτέλεσε την αφορμή για το σημερινό άρθρο.
Το εμπορικό πλοίο Άλκηστις (Alceste), μπρίκι νηολογημένο στη Μάλτα και με βρετανική σημαία, ταξίδευε από τη Μάλτα προς την Αλεξάνδρεια, φορτωμένο εμπορεύματα και προμήθειες. Στη διάρκεια του ταξιδιού του δέχθηκε επίθεση από το ελληνικό πλοίο Ηρακλής (Heracles/Erakles/Heraklis) από την Ύδρα.
Όταν το πλοίο βρισκόταν στη περιοχή μεταξύ Κρήτης και Λιβύης, περίπου 40 νμ από τις Λιβυκές ακτές, η πορεία του ανακόπηκε από τον 23χρονο καπετάνιο του Υδραίικου πλοίου, Αντώνιο Μανώλη, που διέταξε νηοψία και στη συνέχεια κατάσχεση μέρους του φορτίου.
Οι Έλληνες επιδρομείς με υψωμένη την Ελληνική σημαία, πραγματοποίησαν νηοψία, κατάσχεσαν τα έγγραφα και μέρος του φορτίου του πλοίου, ισχυριζόμενοι ότι δρούσαν στα πλαίσια επιχειρήσεων απαγόρευσης μεταφοράς όπλων και φορτίων που προοριζόταν για τις Οθωμανικές δυνάμεις.
Το πλοίο Άλκηστις, μετέφερε στρατιωτικό εξοπλισμό (military supplies) από τη Μάλτα προς την Αλεξάνδρεια και είχε τα νόμιμα χαρτιά για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στην Οθωμανική διοίκηση. Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν μετά τη νηοψία πως το φορτίο ήταν πιπέρι (pepper), θείο (sulfur), είδη ναυσιπλοΐας και χρήσιμα αντικείμενα (navigation and utility items), σκοινιά (ropes) και πανιά (sails).
Στην πραγματικότητα με την πράξη τους αυτή, θεώρησαν πως εμπόδισαν τους Βρετανούς να προμηθεύσουν τον Αιγυπτιακό στόλο, με όπλα και πολεμικό υλικό. Όλα έγιναν χωρίς να βλάψουν κανέναν μέλος του πληρώματος και στη συνέχεια το άφησαν να φύγει.
Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων, την αγάπη τους στην ελευθερία, που τόσους ποιητές και ζωγράφους ενέπνευσε, το νεαρό της ηλικίας όλων των μελών του πληρώματος, αλλά και τα γεγονότα, δεν μένουν σήμερα υπόνοιες για διάπραξη πειρατείας, όπως κατηγορήθηκαν.
Το εμπορικό πλοίο Ηρακλής, εξοπλισμένο με 2 κανόνια, εκτελούσε σίγουρα κάποιο «εμπορικό» δρομολόγιο στη μακρινή αυτή περιοχή, μεταφέροντας εμπορεύματα και ως εκ τούτου αφενός δεν είχε χώρο να βάλει το «θειάφι» που το Άλκηστης μετέφερε, αφετέρου ο αγώνας δεν το είχε ανάγκη αφού η Ελλάδα είχε δικά της μεταλλεία από τις ηφαιστειογενείς περιοχές (τόξο του Αιγαίου).
Απεναντίας ανάγκη μεγάλη υπήρχε στο να μην εφοδιαστεί ο Αιγυπτιακός στόλος (συσκευές ναυτιλίας, σχοινιά και ιστία πλοίων), που σε συνεργασία με τον Τουρκικό, πολιορκούσαν τις επαναστατημένες ελληνικές περιοχές.
Αν το πλήρωμα είχε στο μυαλό του τη ληστεία, θα προσπαθούσε να δημεύσει και το πιπέρι, το πιο συνηθισμένο και αγαπητό μπαχαρικό, που είχε μικρότερο όγκο – μεγαλύτερη αξία ανά κιλό- και που άφηνε σταθερό και σίγουρο κέρδος. Όμως τίποτε από αυτά δεν έγινε, ούτε και κατέστρεψαν τα φορτία. Απλά δεν ήθελαν την ενίσχυση του Αιγυπτιακού στόλου! Τέλος αν το πλοίο εκτελούσε «πειρατείες», τότε δεν θα πήγαινε κοντά στη Λιβύη και μακριά από τις βάσεις του, αλλά θα επιχειρούσε εκεί που ήξερε, στα στενά περάσματα του Αιγαίου πελάγους.
Δυο μέρες μετά, σύμφωνα με ναυτικά ημερολόγια και αρχεία, το πλοίο HMS Gannet (ένα 18 πυροβόλων brig-sloop ναυπήγησης 1814), αναζητώντας πειρατές νότια της Κρήτης, εντόπισε καταδίωξε και ακινητοποίησε το Ηρακλής κοντά στις Λιβυκές ακτές.
Κυβερνήτης του Αγγλικού πλοίου, ήταν ο Αντιπλοίαρχος Francis Brace (28.9.1824 – 14.8.1827), και Αξιωματικός Ναυτιλίας (Master) ο Υποπλοίαρχος Lachlin Gillies.
Το Ηρακλής ακινητοποιήθηκε στις 1 Αυγούστου και τα 43 μέλη του πληρώματος συνελήφθησαν για να μεταφερθούν στη Μάλτα. Στο πλοίο Ηρακλής που κατασχέθηκε, επέβη άγημα 6 ανδρών για την ασφάλεια του και το πλοίο ρυμουλκήθηκε στη Μάλτα. Το Βρετανικό πλοίο είχε ήδη 50 Τούρκους κρατούμενους που είχαν συλληφθεί το πρωί της 27ης Ιουλίου στη περιοχή νότια της Κρήτης, ενώ το πλοίο τους είχε κατασχεθεί και αυτό και οδηγείτο με Αγγλικό άγημα, στη Βαλέτα.
Το Ηρακλής, κατέπλευσε στη Μάλτα στις 9 Αυγούστου και πρόσδεσε δίπλα στο Τουρκικό.
Την επομένη οι 50 τούρκοι και οι 43 Έλληνες μεταφέρθηκαν στο λοιμοκαθαρτήριο και μετά σε κελιά των φυλακών Castellania Gaol, που ήταν στα υπόγεια του δικαστικού μεγάρου. Το μέγαρο αυτό ήταν πριν παλάτι των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη ενώ σήμερα στεγάζει το υπουργείο Υγείας της Μάλτας.
Τα 9 από αυτά τα άτομα, οδηγήθηκαν στις 21 Φεβρουαρίου 1828 σε δίκη για πειρατεία και υπό αμφιλεγόμενες συνθήκες, απαλλάχτηκαν δύο και καταδικάστηκαν οι υπόλοιποι επτά.
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τον χάρτη, θα δούμε πως ένα πλοίο από την Ύδρα, είναι απίθανο να βρισκόταν βόρεια από την Λιβύη για να κάνει «πειρατεία». Πειρατείες γινόταν την περίοδο εκείνη από Ελληνικά πλοία αλλά σε άλλες περιοχές. Η πειρατεία για την οποία κατηγορήθηκε το Ελληνικό πλοίο, μόνο από πείσμα και αυταρχισμό μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Γιατί ένα πλοίο με αναρτημένη τη σημαία του, το να σταματήσει ένα «φίλιο» πλοίο, να στείλει άγημα νηοψίας και μετά το άγημα λείας και να προβεί σε μερική κατάσχεση του φορτίου, χωρίς να σκοτώσουν, τραυματίσουν ή έστω χτυπήσουν κάποιο μέλος του πληρώματος του Βρετανικού εμπορικού, μάλλον αστεία υπόθεση ακούγεται. Μόνο ένας ανόητος, θα το επιχειρούσε και οι ναυτικοί μας κάθε άλλο παρά ανόητοι ήταν. Εξαιρετικοί ναυτικοί, θαρραλέοι και φιλόπατρεις ήταν.
O στόλος των επαναστατημένων Ελλήνων και το μπρίκι Ηρακλής
Με την έναρξη της επανάστασης του 1821, η Ελλάδα διέθετε μόνο εμπορικά πλοία στα οποία είχε προστεθεί οπλισμός. Τα πλοία αυτά είτε διατέθηκαν, είτε ενοικιάστηκαν, είτε δωρίσθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους, για τις ανάγκες του απελευθερωτικού αγώνα.
Ένα από τα πιο ηρωικά και θρυλικά «πολεμικά» σκάφη της επανάστασης ήταν το Άρης, ένα μπρίκι του 1818 με το όνομα «Αλέξανδρος Α, το οποίο ο πλοιοκτήτης του Αναστάσιος Τσαμαδός το εξόπλισε και το διέθεσε στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, μετονομάζοντας το σε «Άρης», προς τιμήν του θεού του πολέμου της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Επίσης το 1826, η Ελλάδα αγόρασε από την Αμερική το πλοίο Ελλάς (Hellas), ενώ το 1826 με χρήματα της ελληνικής κυβέρνησης και δωρεές φιλελλήνων, παρέλαβε από Βρετανία τη Φρεγάτα Καρτερία ( Kartería) που ήταν και το πρώτο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο. Η πρωτοβουλία αυτή, ήταν του Βρετανού πλοιάρχου Φρανκ Άμπνι Χάστινγκς, που ήταν και ο πρώτος κυβερνήτης της. Το πλοίο είχε 8 κανόνια 68 λιβρών, συμμετείχε σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις και διακρίθηκε στη μάχη του Ιτέα το 1827, όπου βύθισε 9 τουρκικά πλοία
Τα διασκευασμένα σε πολεμικά εμπορικά πλοία, τα οποία αποτέλεσαν τον Ελληνικό Στόλο, ήταν 59 πλοία από την Ύδρα, εκ των οποίων 4 είχαν το όνομα Ηρακλής, 44 πλοία από τις Σπέτσες εκ των οποίων ένα είχε το όνομα Ηρακλής και 41 πλοία από τα Ψαρά εκ των οποίων δύο είχαν το όνομα Ηρακλής. (https://www.wikiwand.com/el/articles/Ελληνικό_Ναυτικό_στην_Επανάσταση_του_1821 )
Οι νησιώτες πλοιοκτήτες εξόπλισαν άλλα πλοία με κανόνια μετατρέποντας τα σε κανονιοφόρους και άλλα τα διασκεύασαν ώστε να γίνουν πυρπολικά (μπουρλότα).
Τα Υδραίικα με το όνομα Ηρακλής ήταν:
- Ηρακλής του Νικολάου Βώκου 2. Ηρακλής του Αναγνώστη Παπαμανώλη
- Ηρακλής του Ανδρέα Μιαούλη 4. Ηρακλής του Αναστάση Τσαμαδού

Από τα 4 πλοία της Ύδρας με το όνομα Ηρακλής, αυτό που βρέθηκε κοντά στη Λιβύη και συνελήφθη για «πειρατεία» ήταν το πλοίο που ναυπηγήθηκε το 1816 και που σύμφωνα με αρχεία της Ύδρας, ανήκε κατά 3/4 στον Αναγνώστη Παπαμανώλη και κατά 1/4 στον Δημήτριο Βούλγαρη.
Πλοίαρχος του ήταν αρχικά ένας Λάζαρος Παπαμανώλης, ενώ στη περίπτωση μας ήταν ο Αντώνιος Μανώλης. Βέβαια στο πλήρωμα του υπήρχε και ένας Γκίκας Βούλγαρης, σίγουρα συγγενής του ιδιοκτήτη Δημητρίου Γ. Βούλγαρη.
Το πλοίο συνεπώς ήταν στην λίστα των πλοίων του Ελληνικού στόλου, όμως την συγκεκριμένη περίοδο, καλοκαίρι 1827, ατυχώς δεν είχε μαζί του την απαραίτητη εξουσιοδότηση (Letter of Marque), για την εκτέλεση καταδρομικής ενέργειας.
Το συμβάν με το εξοπλισμένο εμπορικό Ηρακλής, ήταν Καταδρομή, κούρσα ή πειρατεία;
Οι βρετανικές πηγές κατέγραψαν το περιστατικό ως πράξη πειρατείας. Ωστόσο, ελληνικές μαρτυρίες και μεταγενέστερες έρευνες δείχνουν ότι τα γεγονότα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Το Ηρακλής φέρεται να είχε άδεια κούρσου (letter of marque), δηλαδή λειτουργούσε ως κουρσάρος και όχι ως πειρατής με τη στενή έννοια. Το φορτίο λοιπόν του Άλκηστις, περιείχε πολεμικές προμήθειες που μπορούσαν να θεωρηθούν εχθρικές ή στρατηγικής σημασίας. Έτσι, σύμφωνα με το Ελληνικό πλήρωνα, η κατάσχεση μέρους του φορτίου, είχε νομικό έρεισμα στο πλαίσιο του πολέμου κατά των Οθωμανών.
Η διαφορά αυτή στην ερμηνεία — αν επρόκειτο για νόμιμη κουρσαρική ενέργεια ή για πειρατεία εις βάρος ουδέτερου πλοίου — είναι το σημείο που δημιούργησε διπλωματική κρίση. Πάντα, η διάκριση μεταξύ πειρατείας και νόμιμης κούρσας ήταν δύσκολη και κρίσιμη. Όμως, την εποχή εκείνη, τα ελληνικά πλοία σχεδόν πάντα, είχαν κυβερνητικές επιστολές, που τα εξουσιοδοτούσαν να καταλαμβάνουν εχθρικά ή ύποπτα πλοία γιατί αντίθετα, η κατάσχεση εμπορικού πλοίου χωρίς σαφή νομική βάση, θα μπορούσε να θεωρηθεί πειρατική ενέργεια.
Η διεθνής διάσταση
Το καλοκαίρι του 1827, η Ανατολική Μεσόγειος ήταν ήδη σε αναβρασμό: οι Μεγάλες Δυνάμεις προετοίμαζαν τη συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) και λίγους μήνες αργότερα θα εκδηλωνόταν η Ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβριος 1827) που κατέστρεψε τον ΤουρκοΑιγυπτιακό στόλο.
Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε πειρατικό περιστατικό λάμβανε δυσανάλογη βαρύτητα, γιατί μπορούσε να επηρεάσει τις ισορροπίες.
Οι Βρετανοί, ήδη ευερέθιστοι λόγω προηγούμενων επιθέσεων σε πλοία τους, αντιμετώπισαν το επεισόδιο της Άλκηστις ως απόδειξη ότι η ελληνική διοίκηση αδυνατούσε (ή δεν επιθυμούσε) να ελέγξει τα πλοία της. Έτσι το Ηρακλής στιγματίστηκε ως πειρατικό, παρά τις ενστάσεις ότι ενεργούσε ως πλοίο κουρσάρων.
Η πολιτικο-στρατιωτική κατάσταση στην Ελλάδα
Για να αποκτήσουμε μια γενική και σφαιρική εικόνα της κατάστασης στη περιοχή την εποχή εκείνη, πρέπει να αναφερθούμε στην Ελλάδα, στη Συνθήκη του Λονδίνου, στη Ναυμαχία του Ναβαρίνο και στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου.
Η επανάσταση των Ελλήνων το 1821 για την απελευθέρωση τους από τον Οθωμανικό ζυγό, είχε πλέον εδραιωθεί και η μια περιοχή ελευθερωνόταν μετά την άλλη. Στις 3 Απρίλιου 1827 η Εθνοσυνέλευση επέλεξε τον Κόμη Καποδίστρια, πρώην υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας, για πρώτο Κυβερνήτη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους.
Για την μεταφορά του στην Ελλάδα μερίμνησε η Βρετανική κυβέρνηση που έστειλε στην Αγκώνα την Αγγλική κορβέτα Γουόλφ (HMS Wolf) για την παραλαβή του. Στο ύψος της Κέρκυρας ο Καποδίστριας με το επιτελείο του μετεπιβιβάστηκαν στο Αγγλικό δίκροτο Οὐάρσπιτ (HMS Warspite), προκειμένου να περάσουν από την Μάλτα για να συναντηθεί, πριν πάει στην Ελλάδα, με τον Διοικητή του Αγγλικού στόλου της Μεσογείου, Αντιναύαρχο Σερ Έντουαρντ Κόδριγκτον.
Ο Κόδριγκτον ήθελε να τον γνωρίσει προσωπικά και να διαπιστώσει την πρόθεσή του σχετικά με την εφαρμογή των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου του 1827 και επίσης να δει τις προθέσεις του σχετικά με την αντιμετώπιση ης πειρατείας. Το Οὐάρσπιτ λοιπόν, κατέπλευσε στη Μάλτα στις 28 Δεκεμβρίου1827 και ο Καποδίστριας συναντήθηκε με τον ναύαρχο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την προσωπικότητα του Λόρδου Καποδίστρια και λόγω σύμπτωσης των απόψεων και αμοιβαίας κατανόησης των προβλημάτων, ο Καποδίστριας κέρδισε αμέσως την απόλυτη εμπιστοσύνη του Κόδριγκτον. Ο Κόδριγκτον τότε, με μια πρωτοφανή κίνηση ένδειξης εμπιστοσύνης προς τον Καποδίστρια που είχε υποσχεθεί πως θα καταπολεμούσε την πειρατεία, απελευθέρωσε πάνω από τριάντα πειρατές που την περίοδο εκείνη κρατούντο στις φυλακές της Μάλτας, περιμένοντας να δικαστούν. Επρόκειτο για τα άτομα του Ηρακλής που δεν είχαν εμπλακεί ενεργά με την υπόθεση του Άλκηστης. Επιπλέον δε, τους επετράπη να επιβιβαστούν στο Οὐάρσπιτ, για επιστρέψουν μαζί με τον κυβερνήτη, στην Ελλάδα.
Στη Συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) με την οποία αποφασίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) η ειρήνη στη περιοχή και η ίδρυση του φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο, Ελληνικού κράτους, πράγμα που δεν έγινε δεκτό από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β.
Οι μεγάλες δυνάμεις που την υπέγραψαν, είχαν τότε στο μυαλό τους τη καταστολή της πειρατείας στη περιοχή και την προστασία των εμπορικών τους συμφερόντων! Ήταν μία απόφαση που άλλαξε ουσιαστικά τα δεδομένα του ελληνικού ζητήματος και που οδήγησε δυόμισι χρόνια αργότερα, στην ίδρυση του Ελληνικού Κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Ωστόσο, ένα μυστικό άρθρο της συνθήκης, όριζε ότι οι σύμμαχοι θα επιβάλλουν ανακωχή αν οποιαδήποτε πλευρά επιλέξει να μην συμμετάσχει. Στις οδηγίες που εστάλησαν στους Βρετανούς, Γάλλους και Ρώσους ναυάρχους, τους ζητήθηκε να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες ως φίλους αν αποδεχτούν την ανακωχή. Οι ναύαρχοι εξουσιοδοτούνταν επίσης να εμποδίσουν την ανανέωση εφοδίων των οθωμανικών και αιγυπτιακών δυνάμεων, αν οι Οθωμανοί δεν τηρούσαν τη συνθήκη. Αργότερα, όταν οι Οθωμανοί και Αιγύπτιοι διοικητές δεν δέχτηκαν τους περιορισμούς που τους επιβλήθηκαν από τους συμμάχους, οι σύμμαχοι κατέστρεψαν τις αιγυπτιακές και οθωμανικές ναυτικές δυνάμεις στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827). Με την απώλεια αυτή του στόλου τους, ο πόλεμος θεωρήθηκε ουσιαστικά τελειωμένος για τους Οθωμανούς, αφού δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη θάλασσα και άρα δεν είχαν τη δυνατότητα να ανανεώσουν ή να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στην Ελλάδα.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) ή αλλιώς Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας, ήταν η πρώτη επίσημη, διεθνής διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος με όλα τα δικαιώματα –πολιτικά, διοικητικά, εμπορικά– που εκπορεύονταν από την ανεξαρτησία της.
Η δίκη για το συμβάν
Οι 34 άνδρες του Ηρακλής αφέθηκαν ελεύθεροι και επέστεψαν με τον Καποδίστρια στην Ελλάδα, ενώ οι 9 που ήταν τα μέλη του αγήματος που επιβιβάστηκαν για τη νηοψία στο «Άλκηστη», φυλακίστηκαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη για «πειρατεία». Από αυτούς ο Πέτρος Λάλαχος αφέθηκε ελεύθερος πριν την δίκη, καθώς δεν αναγνωρίστηκε από κανένα και επίσης του επετράπη να καταθέσει για την υπεράσπιση των άλλων.
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο επικεφαλής του Βρετανικού στόλου στο Ναβαρίνο, ναύαρχος Κόδριγκτον και μέλη τρεις Βρετανοί, τρεις Μαλτέζοι, τέσσερις Σικελοί, ένας Γάλλος και ένας Ισπανός.
Ο δημόσιος κατήγορος στο Βρετανικό Ναυτικό Δικαστήριο της Μάλτας, θέλοντας να στηρίξει την κατηγορία ότι οι οκτώ (8) Έλληνες που επιβιβάστηκαν στο εμπορικό ήταν «πειρατές, δηλαδή κοινοί εγκληματίες» υποστήριξε ότι οι Έλληνες ναυτικοί δεν «κατάσχεσαν» από το “Άλκηστη” πολεμικό υλικό, αλλά έκλεψαν μέρος του φορτίου και αυτό για ίδια χρήση.
Κατά την υπεράσπισή τους οι Έλληνες ναυτικοί, παρόλο που δεν διέθεταν εξουσιοδότηση (letter of marque), ισχυρίστηκαν ότι δεν ήταν πειρατές, πως ήταν καταδρομείς που αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία της χώρας τους, τη σημαία της οποίας είχαν στον ιστό. Η επιδομή τους ανέφεραν ήταν δικαιολογημένη, γιατί το βρετανικό πλοίο κατευθυνόταν στο λιμάνι που είναι η βάση του Αιγυπτιακού στόλου, συμμάχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και το φορτίο που είχε προοριζόταν για τον εχθρό, που θα του ήταν χρήσιμο για τον πόλεμο. Στο φορτίο του πλοίου υπήρχε πιπέρι, θειάφι, όργανα πλοήγησης και χρήσιμα ναυτιλιακά υλικά όπως ιστία και σχοινιά και οι «κουρσάροι» κατάσχεσαν τα πανιά (sails),τα σκοινιά (cordage), τα ναυτικά εργαλεία (nautical instruments) και τους χάρτες (charts), που προφανώς ήταν εφόδια για τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Το άγημα δεν άσκησε σωματική βία σε κανένα και κατάσχεσε μόνο ότι υλικά ήταν χρήσιμα για τον πόλεμο. Δηλαδή δεν πείραξε το πιπέρι και το θειάφι.
Μάταια ισχυρίζονταν όλοι οι κατηγορούμενοι, πως είχαν βάσει του διεθνούς δικαίου κάθε δικαίωμα, να «κατασχέσουν φορτίο από ένα πλοίο που προφανώς τροφοδοτούσε τον εχθρό τους έθνους τους, τη σημαία του οποίου έφεραν». Όμως το επιχείρημα που όλοι επαναλάμβαναν, δεν έπεισε το βρετανικό δικαστήριο.
Στην αγόρευση του ο εισαγγελέας επεσήμανε ότι αν δρούσαν «εθνικά» θα έπαιρναν και το θειάφι που είναι χρήσιμο στη πολεμική βιομηχανία, επιμένοντας πως «προσωπικά» αγαθά είχαν επίσης λεηλατηθεί και συνεπώς πρόκειται και για πειρατεία (ληστεία).
Στη δίκη που έγινε, παρούσα ήταν η μητέρα του Πιέτρου Μπούφη που όπως θα δούμε κρίθηκε αθώος.
Ναυτοδικείο Μάλτας (Vice-Admiralty Court),
Το ναυτοδικείο της Μάλτας ιδρύθηκε στις 5 Ιουλίου 1826 και δικαστής του διορίστηκε από το στέμμα ο Sir John Stoddart. Ο Sir John Stoddart προήχθη στις 26 March 1827 επικεφαλής δικαστής της κυβέρνησης της Μάλτας και από 1ης Ιανουαρίου 1828 μέχρι 4ης Ιουλίου 1832, εκτελούσε παράλληλα καθήκοντα νομικού συμβούλου της κυβέρνησης και επιτρόπου (King’s Advocate).
Η κανονική σύνθεση του δικαστηρίου Vice-Admiralty για τις ναυτικές υποθέσεις και αδικήματα, ήταν ένας δικαστής (Judge of the Vice-Admiralty) και ο Βασιλικός επίτροπος (King’s Advocate). Στην αίθουσα παρίστατο ένας γραμματέας (Registrar) που κρατούσε τα πρακτικά και καταχώριζε τις υποθέσεις και ένας Δικαστικός επιμελητής (Marshal) που ήταν υπεύθυνος για την επιβολή των αποφάσεων και την κατάσχεση των πλοίων.
Η πειρατεία δεν δικάζονταν από το τακτικό αυτό δικαστήριο, διότι θεωρούνταν σοβαρότατο κακούργημα (capital felony) και στις περιπτώσεις αυτές συγκροτούνταν μια ειδική κατά περίπτωση (ad hoc) επιτροπή πειρατείας (Piracy Commission) με επταμελή σύνθεση, για να αντισταθμίζει το θεσμό των ενόρκων και να προσδίδει κύρος στη θανατική δικαιοδοσία. Συνήθως στην επιτροπή ήταν ο δικαστής (Vice admiralty judge) και έξι ακόμη μέλη (ναυτικός διοικητής, κυβερνήτης πλοίου ή τοποτηρητής και 4 ανώτεροι αξιωματικοί του ναυτικού). Η επιτροπή λειτουργούσε σαν «ειδικό ποινικό δικαστήριο, το κατηγορητήριο καταρτιζόταν από το Στέμμα (τον Crown Advocate) και αναγιγνώσκετο στην έδρα. Οι κατηγορούμενοι είχαν δικαίωμα υπεράσπισης και η απόφαση λαμβανόταν με πλειοψηφία.
Στη περίπτωση του Ηρακλής που εξετάστηκε στις 21/2/1828, δεν έγινε κανονική δίκη στο Vice-Admiralty Court της Μάλτας, αλλά συστήθηκε μια μικτή ναυτική επιτροπή με πρόεδρο το Αντιναύαρχο Codrington, τον δικαστή Sir John Stoddart και μέλη εκπροσώπων των φίλιων δυνάμεων που καταπολεμούσαν την πειρατεία (Βρετανοί, Μαλτέζος, Σικελός, Γάλλος, Ισπανός) ώστε να δοθεί ειδικό βάρος στην απόφαση του καθώς και κύρος και πολυεθνική νομιμοποίηση στη καταπολέμηση της πειρατείας
Η απόφαση
Το δικαστήριο βρήκε ένοχους τους 7 από τους 8 κατηγορούμενους,. Ο Πιέτρος Μπουφης κρίθηκε αθώος και οι υπόλοιποι (Αντώνης Μανώλης, Γεώργιος Βασιλάκης, Δαμιανός Νίνης, Γεώργιος Λαρίτσος, Γκίκας Βούλγαρης, Κωνσταντίνος Στρόμπολης και Νικόλαος Παπανδρέας) ένοχοι, που καταδικάστηκαν σε θάνατο με σύσταση για επιείκεια στους πέντε από αυτούς.
Το μόνο ελαφρυντικό που φαίνεται ότι έλαβε υπόψη ήταν το νεαρό της ηλικίας τους, αφού κανείς τους δεν ήταν πάνω από 26 ετών.
Η δίκη φαίνεται πως ήταν επεισοδιακή αφού κράτησε μερικές μέρες και για να βγει η απόφαση χρειάστηκαν τρείς μέρες και μάλιστα ζητώντας ενδιαμέσως από το Λονδίνο νομικές διευκρινίσεις.
Από τα στοιχεία που έχουν δει τη δημοσιότητα, φαίνεται ότι η υπόθεση κατά του Ηρακλής πιθανότατα βασίστηκε σε ελλιπή, παραπλανητικά ή ακόμη και σκόπιμα για την εποχή, στοιχεία.
Η εμπλοκή συνεπώς του HMS Gannet πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω μέσω αρχείων prize money και καταθέσεων στο Vice-Admiralty Court της Μάλτας. Η τεκμηρίωση του φορτίου του Alceste και η ακριβής αναπαράσταση των γεγονότων μπορούν να ανατρέψουν την καθιερωμένη αφήγηση.
Οι καταδικασμένοι Έλληνες, άσκησαν έφεση στον Γραμματέα Αποικιών στο Λονδίνο και μειώθηκαν οι ποινές τους. Τρεις καταδικάστηκαν σε ισόβια στην αποικία της Τασμανίας ή στη Νέα Νότια Ουαλία και τέσσερις άνδρες καταδικάστηκαν σε 14 χρόνια καταναγκαστικής εργασία, στην αποικία της Νέας Νότιας Ουαλίας της Αυστραλίας
Οι καταδικασθέντες στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Αγγλία με το πλοίο Onyx και φυλακίστηκαν στις πλωτές φυλακές του Πόρτσμουθ, που ήταν παροπλισμένα πλοία, και συγκεκριμένα στο πλοίο Υόρκη (York), μέχρι να αναχωρήσουν για την Αυστραλία.
Η μετάβαση στην Αυστραλία
Μέσα Μαΐου του 1829, μεταφέρθηκαν από τις φυλακές (πλοίο Γιόρκ) στο πλοίο Norfolk που ήταν αγκυροβολημένο στο Spithead του νησιού Isle of Wight, μαζί με άλλους 200 κατάδικους, για να μεταβούν στη «σκληρή ήπειρο» της Αυστραλίας. Η Αυστραλία εκείνη την εποχή, ήταν μια από τις βρετανικές αποικίες που στελνόταν οι καταδικασμένοι για εγκληματικές πράξεις, προκειμένου να εκτίσουν τις ποινές τους και βέβαια το ταξίδι στην Αυστραλία που ήταν ένα ταξίδι τιμωρίας από μόνο του, διαρκούσε πάνω από 3 μήνες.
Το πλοίο Norfolk, με πλοίαρχο τον Alexander Greig, απέπλευσε από το Speedhead της νότιας Αγγλίας (απέναντι και νότια του Portsmouth) στις 22 Μαΐου 1829 με προορισμό το Port Jackson (Sydney). Το πλοίο έπλευσε νότια στον Ατλαντικό, κάνοντας στάση πιθανώς στα Κανάρια νησιά και Κέιπ Ταόυν για ανεφοδιασμό/συντήρηση, διέσχισε τον Ινδικό και Νότιο Ειρηνικό για να καταπλεύσει μετά από 97 μέρες στη Νέα Νότια Ουαλία, της Αυστραλίας.
Στο σκάφος επέβαιναν κρατούμενοι πολλών εθνικοτήτων και από πολλά μέρη της Αγγλίας όπως από το Lancaster, το Suffolk, το Wiltshire, το Surrey, το Norfolk, το Essex, το Λονδίνο, το Southampton, το Cambridge, το Warwick, το York, το Sussex, το Worcester, το Berkshire Suffolk, το Nottingham, Rutland τη Μάλτα, τη Τζαμάικα και τη Κέρκυρα. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν καταδικαστεί για πειρατεία, σε μια εποχή που η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε μόλις αρχίσει να καταδικάζει τους πειρατές και να τους στέλνει στην αγχόνη και από τους 200 επιβαίνοντες εξόριστους, πέντε πέθαναν από τις κακουχίες του ταξιδιού και μόνο 195 έφτασαν.
Οι εξόριστοι, μεταξύ των οποίων και οι 7 Έλληνες, έφτασαν στο Πορτ Τζάκσον του Σίδνεϋ, στις 27 Αυγούστου 1829 για να εκτελέσουν «καταναγκαστική εργασία» χωρίς να ξέρουν ούτε την Αγγλική γλώσσα. Μόνο ο Γκίκας ήξερε να γράφει και να μιλά Αγγλικά. Ένας εργάστηκε στα ναυπηγεία του λιμανιού του Σίδνεϊ και οι άλλοι διατέθηκαν για υπηρέτες ευγενών. Τρείς από αυτούς, που είχαν γεωργικές γνώσεις, σύντομα βρέθηκαν να εργάζονται στα κτήματα του γαιοκτήμονά Μακάρθουρ (MacArthur) στη Parramatta και στο Camden.
Οι επτά αυτοί Έλληνες που αναγκαστικά βρέθηκαν στην Αυστραλία δεν ενόχλησαν ποτέ τις αρχές με εξαίρεση τον Νίνη, ο οποίος τον Μάρτιο του 1831 προσπάθησε να δραπετεύσει από το Σίδνεϊ κρυμμένος στο πλοίο Wellington. Όμως, συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Hyde Park Barracks, όπου αναγκάστηκε να κάνει 21 ημέρες υποχρεωτικής εργασίας στον αλευρόμυλο της πόλης. Αργότερα, αναμφίβολα, απόλαυσε το γεγονός ότι η φήμη του μεγαλοποιήθηκε στον Τύπο του Σίδνεϊ, ο οποίος τον παρουσίαζε ως καπετάνιο πειρατικού πλοίου που έφερε το όνομά του, με 17 κανόνια και κυβερνούσε ένα μεγάλο πλήρωμα, το οποίο συνελήφθη μόνο μετά από έναν απελπισμένο αγώνα με ένα από τα Βρετανικά πολεμικά που καταπολεμούσαν την πειρατεία.
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.
Η αποκατάσταση
Μετά την καταπολέμηση της πειρατείας στην Ελλάδα, η Ελλάδα ήταν μεν ανεξάρτητο κράτος, αλλά εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή υποστήριξη, ειδικά από τη Βρετανία και τη Γαλλία, οι οποίες είχαν στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή. Η αθώωσή λοιπόν και η αναγνώριση των Ελλήνων πειρατών ως πρώην επαναστατών ή ως ήρωες, θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποφυγή εντάσεων με τις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις και έτσι το 1835αμφισβητήθηκε από την Ελλάδα η νομιμότητα της δίκης των επτά Ελλήνων στη Μάλτα που αφού τους χορήγησε αμνησία, ζήτησε την απελευθέρωση τους από την Βρετανία. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και έτσι στις 10 Ιουλίου 1836, οι επτά ναυτικοί απαλλάχθηκαν της ποινής τους.
Πέντε από τους επτά εγκατέλειψαν από το Σίδνεϋ την Αυστραλία τον Μάρτιο του 1837 για να επιστρέψουν στην Ελλάδα με έξοδα της Ελληνικής Κυβέρνησης, ενώ δύο, ο Μανώλης και ο Βούλγαρης, αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων. να παραμείνουν στην Αυστραλία και να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Ο Γκίκας είχε παντρευτεί το 1835 και ο Μανώλης ήταν σε σχέση. Στην πραγματικότητα, και οι δύο υπέβαλαν αίτηση τον Σεπτέμβριο του 1839 για να τους επιτραπεί να αποδεχτούν την αρχική προσφορά επαναπατρισμού και η άδεια χορηγήθηκε. Αλλά δεν την εκμεταλλεύτηκαν. Υπέβαλαν ξανά αίτηση για επιστροφή στην πατρίδα τους το 1840, αλλά ο κυβερνήτης τους την αρνήθηκε γιατί ως ανέφερε, δεν είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, όταν τους προσφέρθηκε.
Τέσσερις από τους πέντε πήγαν στο Λονδίνο και μετά μέσω Κέρκυρας έφτασαν στην Ελλάδα, ενώ ό άλλος δυστυχώς χάθηκε, όταν το πλοίο που επέβαινε ναυάγησε στις ακτές της Βραζιλίας.
Η αμνηστία στους επτά καταδικασθέντες για πειρατεία ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού πολιτικών, διπλωματικών και κοινωνικών λόγων, με στόχο:
α. Την εξομάλυνση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα.
β. Την ενσωμάτωση πρώην πειρατών στην κοινωνία και την επίσημη ναυτική δύναμη.
γ. Την αποφυγή διπλωματικών εντάσεων με τη Βρετανία και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.
δ. Την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, δίνοντας στους πρώην πειρατές την ευκαιρία να αποκατασταθούν και να συμβάλουν στην εδραίωση της νέας ελληνικής κοινωνίας.
Η αμνηστία αυτή ήταν, κατά κάποιο τρόπο, μια αναγνώριση του σημαντικού ρόλου που διαδραμάτισαν οι πειρατές και οι ναυτικοί στην Ελληνική Επανάσταση και την επίτευξη της ανεξαρτησίας, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να ενσωματώσει αυτούς τους ανθρώπους στον νέο πολιτικό και κοινωνικό ιστό της χώρας.
Οι πρώτοι Έλληνες στην Αυστραλία
Μετά το περιστατικό με το Άλκηστις, επτά μέλη του πληρώματος του Ηρακλής βρέθηκαν τελικά στην Αυστραλία. Αυτοί ήταν οι πρώτοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν εκεί, σηματοδοτώντας την απαρχή της ελληνικής παρουσίας στην ήπειρο. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν “πειρατές” με την αρνητική έννοια, αλλά κουρσάροι που αγωνίστηκαν για τον Αγώνα και αναγκάστηκαν, μέσα στις ιστορικές συγκυρίες, να βρεθούν τόσο μακριά από την πατρίδα. Από αυτούς, οι δύο που προτίμησαν να μείνουν στην Αυστραλία, ο Αντώνιος Μανώλης και ο Γκίκας Βούλγαρης, εργάστηκαν αρχικά ως υπηρέτες και μετά ο μεν πρώτος ως αμπελουργός, ο δε δεύτερος ως υπάλληλος.
Ο Αντώνης Μανώλης (Antonios Manolis), σύμφωνα με τα έγγραφα, είχε παντρευτεί την Ελίζαμπεθ Κόρεϊ (Elizabeth Corey) στην Καθολική Εκκλησία του Αγίου Βίδου στο Άπιν St Bede’s in Appin το 1843. Μαζί απέκτησαν έναν γιο, τον Τζέιμς. Δεν γνωρίζουμε πολλά ούτε για τη σύζυγο του Μανώλη ούτε για τον γιο του. Η Κέιτ Χολμς, αντιπρόεδρος της Ιστορικής Εταιρείας του Πίκτον, περιγράφει τον γάμο ως οτιδήποτε άλλο εκτός από ευτυχισμένο. «Δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι πότε ήρθε να ζήσει στο Πίκτον. Γνωρίζουμε ότι παντρεύτηκε το 1843 και ότι υπήρχε πρόβλημα στην ορθή καταγραφή του ονόματός του. Υποτίθεται ότι απέκτησε έναν γιο, αλλά δεν γνωρίζουμε πολλά για αυτόν και τη σύζυγό του Ελίζαμπεθ, επειδή φαίνεται ότι οι δυο τους δεν είχαν ευτυχισμένο γάμο. Πρέπει να έζησε στο Πίκτον και το 1852 αγόρασε δύο κτήματα, στην οδό Χιλ και στο Άπερ Πίκτον, όπου έζησε ως γαιοκτήμονας μέχρι το τέλος της ζωής του».
Ο Μανώλης, ο οποίος καταγράφεται εκείνη την εποχή ως Αντώνιος Μάνλες, εργάστηκε ως αμπελουργός. Μάλιστα, μαζί με τον Νικόλαο Παπανδρέα, ήταν για τουλάχιστον δύο χρόνια σε κτήματα της οικογένειας Μακάρθουρ στη περιοχή που σήμερα βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στην Παραμάτα (Parramatta) και στο Κάμντεν (Camden). Ο αμπελουργός και συγγραφέας James Busby, ευρέως γνωστός ως ο «πατέρας του αυστραλιανού κρασιού», αναφέρεται στους δύο αυτούς Έλληνες στο «Εγχειρίδιο Πρακτικής Αμπελουργίας» που γράφτηκε το 1830.
Επίσης το 1831, ο Σκωτσέζος τοπογράφος Αντισυνταγματάρχης Thomas Livingstone Mitchell , που τους είδε να βάζουν κλήματα πάνω σε πλέγματα, ανέφερε: «Έλληνες πειρατές εν ώρα εργασίας εκπαιδεύοντας αμπέλια… σύμφωνα με τη μέθοδο της χώρας τους».
Το 1854, ο Αντώνιος Μανώλης έγινε ο πρώτος Έλληνας που έγινε Βρετανός πολίτης στην Αυστραλία, ενώ το 1860 εγγράφηκε στον εκλογικό κατάλογο του Κάμντεν με το επώνυμο Μανλής (Manless).
Τον Ιανουάριο του 1864, η σύζυγος του Έλληνα πρωτοπόρου υπέβαλε μήνυση εναντίον του για εγκατάλειψη συζυγικής στέγης, αλλά η υπόθεση απορρίφθηκε καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Μόλις το 1870, δέκα χρόνια πριν από τον θάνατό του, το όνομά του εμφανίστηκε σωστά στα επίσημα έγγραφα της εποχής.
Ο Αντώνιος Μανώλης απεβίωσε στις 22 Σεπτεμβρίου 1880 σε ηλικία 76 ετών και στην επιτύμβια στήλη αναγράφεται: «In a strange land the stranger finds a grave far from his home beyond the rolling wave» που σημαίνει «Σε μια ξένη γη ο ξένος βρήκε τάφο μακριά απ’ το σπίτι του, πέρα από το κυλιόμενο κύμα»

Ο Γκίκας Βούλγαρης (Gikas Voulgaris), που ζούσε στο Μπρέιντγουντ (Braidwood) παντρεύτηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1835 στο Aron Prio», μια νεαρή Ιρλανδή, τη Μαίρη Αμέλια Λάιονς (Mary Amelia Lyons) με τη οποία απέκτησε δέκα παιδιά, 5 κορίτσια, 5 αγόρια και 52 εγγόνια.
Η Λάιονς ήταν ένα 19χρονο κορίτσι που είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία από την κομητεία Κορκ της Ιρλανδίας με το πλοίο Red Rover τέσσερα χρόνια πριν.
Το ζευγάρι μετακινούνταν συνεχώς στην περιοχή Μονάρο της νότιας Νέας Νότιας Ουαλίας όπου αγόρασε και δύο μεγάλα οικόπεδα και εργαζόταν ως κτηνοτρόφοι και το 1851 μετακόμισαν στο Μπουκαλόνγκ (Bukalong) όπου εργάστηκε στον σταθμό του Μπίμπενλουκ (Bibbenluke). Εκεί έκτισαν το σπίτι τους του οποίου υπολείμματα της λιθοδομής, συμπεριλαμβανομένων των θεμελίων του σπιτιού, του πέτρινου τοίχου και των ερειπίων μιας μικρής εκκλησίας, εξακολουθούν να είναι σήμερα ορατά.
Ο Βούλγαρης έγινε Αυστραλός πολίτης το 1861, ήταν ο δεύτερος Έλληνας που έγινε Αυστραλός, ο οποίος ήταν πιο γνωστός με το παρατσούκλι του Τζίντζερ (Ginger), και θεωρείται ο ιδρυτής της αυστραλο-ελληνικής κοινότητας. Οι οικογένειες των Μπούλγκαρι, ΜακΦάρλαν, ΜακΝτόναλντ και Στιούαρτ εικάζεται επίσης ότι κατάγονται από τον Γκίκα Βούλγαρη.
Ο Γκίκας πέθανε το 1874, σε ηλικία 65 ετών, στη Νέα Νότια Ουαλία. Ο τάφος του είναι στο νεκροταφείο Old Nimmitable Pioneer στη νοτιοανατολική Νέα Νότια Ουαλία και στην πλάκα αναγράφεται στα Ελληνικά: Ανδρών επιφανών, πάσα γή τάφος εστί.
Όσα είναι γνωστά για τη ζωή του Γκίκα είναι αμφιλεγόμενα γιατί το όνομά του είχε πολλές παραλλαγές, όπως Τζίγκερ Μπούλγκαρι, Τζεκιέρ Μπούλγκαιρ, Τζάικαρ Μπούλγκαρι και Τσίκας Μπολγκέρης.
Η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Καμπέρας και της Περιφέρειας, υπό τον πρώην Πρόεδρο Κώστα Τσούλια, τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση στον αναστηλωμένο τάφο του στις 23 Μαρτίου 2002 και πιο πρόσφατα, στις 6 Δεκεμβρίου 2020, τέλεσε επίσης επιμνημόσυνη δέηση ο Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Εθνικής Επιτροπής για την 200ή επέτειο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

Αμοιβές για κάθε πειρατικό πλοίο που συλλαμβάνεται.
Σύμφωνα με το δικαστήριο των λειών, για το κατασχεμένο πλοίο (το πειρατικό) γινόταν δημοπρασία και τα έσοδα (prize-money) μοιραζόταν ως εξής: Ο ναύαρχος, στη περίπτωση μας ο Αντιναύαρχος Κόδριγκτον, έπαιρνε το 1/12 δηλ. περίπου το 8,33%, ο Κυβερνήτης τού πλοίου, στη περίπτωση μας ο Πλοίαρχος Brace, έπαιρνε το 1/6 δηλαδή το 16.,67%, οι ανώτεροι αξιωματικοί το 1/8 δηλ. το 12,5%, οι κατώτεροι Αξιωματικοί και ανθυπασπιστές το 1/8 δηλ. το 12,5% και το υπόλοιπο πλήρωμα το ½, το μισό δηλαδή το 50%.
Επί πλέον αυτών των χρημάτων, όλοι οι προαναφερθέντες, αν το πλοίο ήταν πειρατικό, ελάμβαναν και άλλο ένα ποσό (σε λίρες–σέλινια–πένες), ανά κεφαλή των συλληφθέντων μελών του πληρώματος του πειρατικού πλοίου (Head-money) που καθοριζόταν επίσης από το δικαστήριο. Συνέφερε συνεπώς όλους, το πλοίο να είναι πειρατικό, για να έχουν ίδιο όφελος.
Νεότερα στοιχεία/πληροφορίες
Για την πολυκύμαντη εκείνη περίοδο, υπάρχουν ενδείξεις ότι το βρετανικό πολεμικό HMS Gannet επιδόθηκε σε ενέργειες που μπορούν να χαρακτηριστούν αληθινή πειρατεία, καθώς κατακρατούσε εμπορεύματα και κινούνταν πέραν του επίσημου πολεμικού του ρόλου. Γεγονός που συχνά παραβλέπετε στις βρετανικές αφηγήσεις, ενώ την ίδια στιγμή το υδραίικο Ηρακλής στιγματίστηκε διεθνώς. Η σύγκριση δείχνει τον άνισο τρόπο με τον οποίο κρίνονταν οι πράξεις των Ελλήνων σε σχέση με αυτές των Μεγάλων Δυνάμεων.
Πρόσφατα, η Αυστραλή συγγραφέας Shelley Dark , όταν ερευνούσε στο Εθνικό Αρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου στο Kew, τα ημερολόγια γέφυρας του HMS Gannet και το μητρώο του πληρώματος (Muster) του πλοίου, διαπίστωσε πως στις 31 Ιουλίου 1827 ήταν γραμμένο με μελάνι ότι το πλοίο είχε ερευνήσει ένα Ελληνικό πειρατικό πλοίο και συνέλαβε το πλήρωμά του που ήταν 43 άνδρες. Τα ονόματα όλων φαίνονται στη λίστα των επιβαινόντων αμέσως μετά τα ονόματα των Τούρκων πειρατών ( 50 Τούρκοι + 43 Έλληνες=93 άτομα).
Επίσης η Shelley Dark, κατά την έρευνα της, έπεσε σε μια αγγελία εφημερίδας του Λονδίνου του 1829, ότι το πρακτορείο John Atkins και υιός, είχε πουλήσει το «Erakles» και τα έσοδα είχαν διανεμηθεί σε ποσοστιαία κλίμακα, ανάλογα με τον βαθμό ιεραρχίας, στον ναύαρχο, στον καπετάνιο Μπρέις του πλοίου Gannet και στο πλήρωμά του.
Με τα στοιχεία λοιπόν αυτά, εύλογα μπορεί ο καθένας να αναρωτηθεί ποιο πλοίο έκανε πειρατεία; Το Ελληνικό ή το Βρετανικό;
Η Shelley Dark, όπως πληροφορούμαστε από τα ΜΜΕ, πρόσφατα τέλειωσε τη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος με τίτλο “Son of Hydra”, που αναφέρεται στην περιπέτεια του Γκίκα Βούλγαρη, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2025. Ανυπομονούμε να δούμε, τι άλλες πτυχές της υπόθεσης αυτής, θα ξεδιπλώσει.
Επίλογος
Η υπόθεση αυτή του εξοπλισμένου με κανόνια εμπορικού πλοίου «Ηρακλής», δείχνει την πολυπλοκότητα του αγώνα στη θάλασσα. Στη Δύση, πολλές φορές οι Έλληνες ναυτικοί αντιμετωπίστηκαν συλλήβδην ως πειρατές, ενώ στην πραγματικότητα δρούσαν σε ένα θολό πλαίσιο ανάμεσα στην νόμιμη κούρσα και στην πειρατεία. Η περίπτωση του Ηρακλής αποδεικνύει πόσο εύκολα η ιστορία μπορεί να γραφτεί μεροληπτικά, ανάλογα με το ποιος έχει τη δύναμη να επιβάλλει την αφήγησή του.
Οι Έλληνες τα μετέπειτα χρόνια, σταδιακά και σχεδόν πάντα μετά από πολέμους και καταστροφές, άρχισαν να μεταναστεύουν στην Αυστραλία, με το κύριο κύμα μετανάστευσης να γίνεται μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τον μεγάλο αριθμό ελληνικών κοινοτήτων στην Αυστραλία που γνωρίζουμε σήμερα. Πάνω από 600.000 σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, είναι οι Έλληνο-Αυστραλοί και αυτό τους φέρνει στην έβδομη μεγαλύτερη εθνότητα στην Αυστραλία, συμβάλλοντας στον πολιτισμό, τις παραδόσεις και την οικονομία της χώρας
Ο πρώτος Έλληνας έποικος της Αυστραλίας, ο Αντώνης Μανώλης (Antonios Manolis), ένας άδικα καταδικασμένος για πειρατεία, πέρασε στην ιστορία και με την εισαγωγή νέων μεθόδων καλλιέργειας σταφυλιών, που δεν τραυματίζουν και που ταυτόχρονα βοηθούν την ανάπτυξη των σταφυλιών στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας.
Ο δεύτερος Έλληνας έποικος της Αυστραλίας, ήταν ο Γκίκας Βούλγαρης (Gikas Voulgaris), που άδικα καταδικασμένος και αυτός για «πειρατεία», έζησε 45 χρόνια στην μακρινή Αυστραλία και απέκτησε δέκα παιδιά, και 52 εγγόνια.
Σήμερα, σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι αυτοί οι ναυτικοί — οι πρώτοι Έλληνες που πάτησαν στην Αυστραλία — δεν ήταν απλοί πειρατές, αλλά άνθρωποι που έζησαν στα όρια του πολέμου, της πολιτικής και της θάλασσας. Η ιστορία τους φωτίζει τις δυσκολίες του Αγώνα και ταυτόχρονα την αρχή της ελληνικής διασποράς στην άλλη άκρη του κόσμου.
Εν κατακλείδι, οι Έλληνες ναυτικοί από την Ύδρα, στάθηκαν πολύ άτυχοι και έπεσαν θύμα της αποικιοκρατικής πολιτικής και της επιζητούμενης Pax Britannica. Το αυτοκρατορικό Βρετανικό ναυτικό, ήθελε από τότε να ελέγχει όλους τους θαλάσσιους δρόμους του παγκοσμίου εμπορίου (maritime trade routes).