Κεντρική εικόνα άρθρου: Φάρος Ψαθούρα, 1895
Φωτοβολία 19 μίλια. Εστιακό ύψος 40 μέτρα. Πύργος στρογγυλός, ύψους 26 μέτρων στη μέση της κατοικίας των φυλάκων. Βρίσκεται στη βορειότερη των Θεσσαλικών Σποράδων
Από το βιβλίο του Γήση Παπαγεωργίου ‘’Ελληνικοί Πέτρινοι Φάροι, Έκδοση ΕΛ.Ι.Ν.ΙΣ και Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη, 2019.
Κείμενο Δημήτρης Μπαλόπουλος
Η συνύπαρξη ανθρώπου και θάλασσας στον ελλαδικό χώρο είναι μια σχέση ζωής εδώ και χιλιάδες χρόνια και σ’ αυτούς τους δρόμους της θάλασσας συναντήθηκαν η ναυτοσύνη, το εμπόριο, οι τέχνες, οι πολιτισμοί και οι παραδόσεις των λαών.
Η χρησιμότητα των φάρων ακόμα και στους αμύητους στα ναυτικά πράγματα είναι αυτονόητη, καθώς η μεγάλη δυσκολία στα ταξίδια ήταν ο πλους κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν το σκοτάδι καθιστούσε επικίνδυνη τη ναυσιπλοϊα ακόμη και για τους πιο έμπειρους ναυτικούς.

Ο φάρος λοιπόν με την οποιαδήποτε μορφή του έδειχνε με ασφάλεια το δρόμο στα πλοία, υποδεικνύοντας στους ναυτικούς που ερχόντουσαν από το ανοικτό πέλαγος σε ποιο σημείο της ακτογραμμής πλησίαζαν, προφυλάσσοντάς τους από τους κινδύνους που υπήρχαν, βράχια, ξέρες, υφάλους κ.λπ.
Η εποχή που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά φως από φωτιά που είχε ανάψει σε μια ακτογραμμή, ως μέσο διευκόλυνσης των ναυτιλλομένων, χάνεται στα βάθη της ιστορίας.
Τα χρόνια περνούσαν και η εμπειρία που είχε αποκτηθεί οδήγησε στο άναμμα της φωτιάς όχι πια στο έδαφος μιας ακτογραμμής αλλά στην κορυφή ενός υψηλού πύργου που κατασκευαζόταν ειδικά για το σκοπό αυτό.
Ιστορικός έχει μείνει ένας τέτοιος πυρσός που εγκαταστάθηκε στη νησίδα Φάρος της Αλεξάνδρειας τον 3ο αιώνα π.Χ. Ήταν ένα από τα επτά θαύματα του τότε κόσμου και από το όνομα της νησίδας καθιερώθηκε όλοι οι ναυτικοί πυρσοί να ονομάζονται «Φάροι».
Στους αιώνες που ακολούθησαν πύκνωνε η εγκατάσταση φάρων σε επίκαιρα σημεία των ακτογραμμών ενώ σταδιακά εξελίσσονταν τα εύφλεκτα υλικά που προκαλούσαν τη φωτιά.
Η μεγάλη αλλαγή ήλθε στα τέλη του 18ου αιώνα όταν Γάλλοι μηχανικοί με τις επαναστατικές εφευρέσεις τους στις λυχνίες και τα κάτοπτρα κατέστησαν τους φάρους «Τα ανύσταχτα μάτια που ξαγρυπνούσαν για να δείχνουν στα πλοία το δρόμο».
Τίποτα όμως δεν θα είχε γίνει χωρίς τους τολμηρούς φαροφύλακες, εκείνους τους ανθρώπους που έζησαν δεκαετίες ολόκληρες μακριά από τις οικογένειες τους, παρέα με τα μανιασμένα κύματα.
Οι φαροφύλακες αποτέλεσαν μια ξεχωριστή κοινωνική ομάδα, τα μέλη της οποίας ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης απομόνωσης στους ερημικούς φάρους κάτω από δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης. Άνθρωποι του καθήκοντος με μεγάλη κοινωνική προσφορά που δεν βρήκαν την αναγνώριση που τους άξιζε.

Το ελληνικό φαρικό δίκτυο είναι από τα παλιότερα και τα πιο πυκνά στον κόσμο και αυτό οφείλεται στη γεωγραφία της νησιωτικής μας χώρας.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας κανένα φωτεινό βοήθημα δεν υπήρχε για να διευκολύνεται η νυχτερινή πλοήγηση, γεγονός όμως είναι ότι για τους ριψοκίνδυνους Έλληνες ναυτικούς αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα όλο και περισσότεροι ξένοι στόλοι είχαν αρχίσει να δραστηριοποιούνται στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου και οι ανάγκες της ναυτιλίας επέβαλαν την ανάγκη δημιουργίας ενός οργανωμένου πλέον δικτύου φάρων. Πρώτοι οι Βρετανοί ξεκινούν με συστηματικό σχεδιασμό τη δημιουργία ενός φαρικού δικτύου στην Ιόνιο Επτανησιακή Πολιτεία και ο πρώτος φάρος λειτούργησε το 1822 πάνω στο κάστρο του λιμανιού της Κέρκυρας.
Στα χρόνια του Ιωάννη Καποδίστρια, το 1829, σ’ ένα κοντάρι στο μικρό εκκλησάκι του λιμανιού της Αίγινας, στον Άγιο Νικόλαο το Θαλασσινό, ανάβει ένα κινητό φανάρι. Είναι ο πρώτος ελληνικός φάρος καταγεγραμμένος στους διεθνείς καταλόγους της εποχής του. Ο πρώτος όμως ελληνικός φάρος με τη σύγχρονη σημασία του όρου είναι αυτός που χτίστηκε στη νησίδα «Γάϊδαρος» μπροστά από το λιμάνι της Ερμούπολης το 1834.
Στις αρχές του 20ου αιώνα το ελληνικό φαρικό δίκτυο περιελάμβανε 50 σημεία στο Ιόνιο και το Αιγαίο ενώ σε άλλα 35 σημεία λειτουργούσαν φάροι σε λιμάνια της Μακεδονίας, στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τις ακτές της Κρήτης που είχαν κτιστεί από τη «Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών Φάρων».
Την περίοδο 1910 – 1920 ο Στυλιανός Λυκούδης, μια εμβληματική φυσιογνωμία του Πολεμικού Ναυτικού, αναδιοργανώνει τη Φαρική Υπηρεσία και το Φαρικό δίκτυο ενοποιείται αποκτώντας τη δομή που διατηρείται μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Λυκούδης αναφερόμενος στο ελληνικό φαρικό δίκτυο έλεγε χαριτολογώντας «τα παράλια της Ελλάδας τη νύχτα μοιάζουν σαν ένας τεράστιος πολυέλαιος» και πράγματι έτσι ήταν.
Οι φάροι από αρχιτεκτονικής απόψεως αποτελούν δείγματα μιας αισθητικής που εντυπωσιάζει με την απλότητά της σε συνδυασμό με μια μνημειακή αρχιτεκτονική που αποπνέει δύναμη και αντοχή απέναντι στον άνεμο και τη θάλασσα.
Με την πάροδο του χρόνου οι περισσότεροι από τους φάρους παρουσιάζουν εμφανή σημεία εγκατάλειψης. Τα τελευταία χρόνια εκδηλώθηκε μια σημαντική ιδιωτική πρωτοβουλία από το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη το οποίο ήδη έχει ολοκληρώσει την αποκατάσταση των φάρων Ταίναρο, Μαλέας και Ντάνα Πόρου, ενώ το Πολεμικό Ναυτικό με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ 2007 – 2013 αποκατέστησε τους φάρους Μονεμβασίας και Κοκκινόπουλο Ψαρών.
Σ’ έναν υποθετικό διάλογο με τον οποιοδήποτε φάρο ας σκεφτούμε πόσα θα μπορούσε να μας πει, για τον τόπο που βρίσκεται, τους μοναχικούς ανθρώπους που μοιράστηκαν μαζί του τη ζωή τους και για όλα όσα ήταν μάρτυρας.
Ας αναλογιστούμε μόνο πόσα πλοία, πόσα φορτία και πάνω απ’ όλα πόσες ανθρώπινες ζωές σώθηκαν επειδή υπήρχε κάποιος φάρος.
Η τεχνολογία προχωρά πλέον με άλματα και ήδη ο ναυτιλόμενος διαθέτει πληθώρα τέτοιων προηγμένων τεχνολογικών μέσων, οι φάροι όμως θα συνεχίσουν να υπάρχουν, μνημεία μιας σπάνιας πολιτιστικής κληρονομιάς ενός ξεχωριστού ναυτικού λαού όπως είναι οι Έλληνες και σύντομα θα αποτελέσουν μια σημαντική θεματική ενότητα στον στρατηγικό τουριστικό σχεδιασμό της χώρας μας.