Γράφει η Αλεξάνδρα Βλάχου
Η Μαρί, χρόνια χήρα πια, στεκόταν στην άκρη του λιμανιού, στον Γάιο. Ήταν μια μέρα «βαριά», από εκείνες που η υγρασία των Παξών τρυπάει τα κόκαλα και η ομίχλη σκεπάζει τα πάντα, καταπίνοντας ακόμη και τα νησάκια της Παναγιάς και του Αγίου Νικολάου. Είχε κατέβει νωρίς στο λιμάνι και κοιτούσε επίμονα τη θάλασσα, που μετά από μέρες θαλασσοταραχής παρέμενε ακόμη ανακατωμένη, αγριεμένη.
Επιτέλους φάνηκε το καΐκι που ερχόταν από την Κέρκυρα. Είχε να πατήσει σκαρί στο νησί σχεδόν μια εβδομάδα. Νοέμβρης μήνας, βλέπεις, και ο αέρας λυσσομανούσε μέρες τώρα, κόβοντας κάθε επικοινωνία. Ήταν ένα όμορφο, ξύλινο σκαρί, με σκαρμούς* γερούς και πέτσωμα* καλογυαλισμένο, η «Ευτυχία». Με τα καΐκια έφταναν στους Παξούς όλα τα βασικά αγαθά: το αλεύρι, η ζάχαρη, τα όσπρια, τα σπετσερικά*, εργαλεία και τόσα άλλα. Με αυτά ταξίδευαν για να δουν γιατρό, για χαρτιά στις δημόσιες υπηρεσίες, δικηγόρους, εμπόριο. Οι επιβάτες τους φαίνονταν από μακριά, εκτεθειμένοι στον ήλιο, στη βροχή και την αλμύρα. Το καΐκι έδεσε αργά, παλεύοντας με τα κύματα και το λιμάνι γέμισε ξαφνικά ζωή. Φάνηκαν τα πρώτα σακιά αλεύρι, κεφάλια τυρί, μια πλάκα ντόπιο βούτυρο, σαλάδο*, νούμπουλο* κι ένα μικρό κιβώτιο με σπετσερικά*, για το ιατρείο. Στην άκρη στοίβαξαν τα αδειανά βαρέλια από λάδι και τα κοφίνια από τις ελιές — τον «χρυσό» των Παξών — που γεμάτα είχαν πάει να πουληθούν στην Κέρκυρα. Σφιχτά δεμένα με σκοινί, τυλιγμένα προστατευτικά μέσα σε μια νάιλον σακούλα, ήταν τα γράμματα. Αυτά περίμενε η Μαρί.
Ο μοναχογιός της ήταν ναυτικός, χρόνια τώρα στη θάλασσα, και έστελνε νέα του όποτε έπιανε λιμάνι μακρινό. Αυτή τη χρονιά, όμως, η αγωνία της ήταν μεγαλύτερη· είχε αλλάξει εταιρεία και πλοίο, και η σιωπή του την είχε τρομάξει. Όλο και περισσότερος κόσμος μαζεύτηκε γύρω από το καΐκι. Κάποιος περίμενε με λαχτάρα τα γιατρικά, κάποιος τα τρόφιμα, κάποιος άλλος την εφημερίδα, ενώ ο δάσκαλος περίμενε ένα καινούργιο βιβλίο. Η Μαρί περίμενε μόνο έναν φάκελο.
Όταν άνοιξε ο σάκος, η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Και τότε το είδε: ο γνώριμος γραφικός χαρακτήρας, η ξένη σφραγίδα. Δεν είπε τίποτα. Μόνο κράτησε το γράμμα σφιχτά στην παλάμη της και το έβαλε ευλαβικά στην τσέπη της. Το βράδυ τη βρήκε στο μικρό της σπίτι, με τη λάμπα του πετρελαίου αναμμένη. Το γράμμα ήταν ανοιχτό πάνω στο τραπέζι. Το είχε διαβάσει ήδη αναρίθμητες φορές. Όχι γιατί δεν το καταλάβαινε — εξάλλου, τόσο ξύλο είχε φάει μικρή από
τον δάσκαλο για να μάθει να διαβάζει και να γράφει με το δεξί χέρι. Να γράφει έμαθε με το δεξί, μα το κέντημα και όλες τις δουλειές του σπιτιού τα έκανε με το αριστερό.
Τα λόγια του γιου της ήταν λιγοστά, γραμμένα βιαστικά ανάμεσα στις σκληρές βάρδιες: «Μάνα μου, ελπίζω να είσαι καλά στην υγεία σου. Το καράβι μας είναι παλιό και οι καιροί δύσκολοι. Τα εμπορεύματα είναι βαριά και ο χώρος για εμάς λιγοστός. Βαρύς χειμώνας φέτος, μάνα, με αέρηδες και φουρτούνες που κάνουν το βαπόρι να τρίζει. Κι αυτή η μυρωδιά της σκουριάς, ποτισμένης με λάδι μηχανής, δεν λέει να φύγει από πάνω μας. Μου λείπει, μάνα, η μοσχοβολιά του γιασεμιού στην αυλή μας, ο ήλιος των Παξών και ο καφές σου. Εδώ ο καφές δεν πίνεται, είναι πικρός σαν την ξενιτιά. Κάποιοι από το πλήρωμα έχουν αρρωστήσει κι έτσι κάνουμε διπλές βάρδιες. Τώρα, αυτές τις Άγιες μέρες που θα έρθουν, μου λείπει το σπίτι πιότερο από ποτέ. Μου λείπουν και οι κουραμπιέδες σου, μάνα, με το παχύ βούτυρο και τα αμύγδαλα. Ανήμερα των Χριστουγέννων, είπε ο μάγειρας πως θα κάνει αυγολέμονο. Μα δίχως Λειτουργία, τι γεύση να έχει το φαΐ; Ξέρω πως για μένα ανάβεις πάντα κερί στην εκκλησιά, μα τούτα τα Χριστούγεννα σου ζητώ μια χάρη: άναψε, να χαρείς, κι ένα για τον Παναγή, τον ναύκληρό μας. Είναι άρρωστος βαριά και δεν έχει κανέναν στον κόσμο να τον θυμηθεί. Σε φιλώ, ο γιος σου.».
Η Μαρί σκούπισε ένα δάκρυ με την άκρη του μαντιλιού της. Σηκώθηκε αργά, στάθηκε κάτω από το εικονοστάσι με το αναμμένο καντήλι και έκανε την προσευχή της στην Παναγία. Στα λόγια της πρόσθεσε τώρα και τον άγνωστο Παναγή. Ύστερα, έσβησε τη λάμπα. Μέσα στο σκοτάδι του δωματίου, έμεινε να τρεμοπαίζει μόνο το φως του καντηλιού, πέφτοντας γλυκά πάνω στην κεντημένη κάτασπρη μπορντούρα του.
Γλωσσάρι
Σκαρμός: Το ξύλινο ή μεταλλικό στήριγμα στην κουπαστή του πλοίου (ή της βάρκας), πάνω
στο οποίο στηρίζεται και περιστρέφεται το κουπί.
Πέτσωμα: Η εξωτερική επένδυση του σκελετού ενός ξύλινου σκάφους.
Σπετσερικά: Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό spezie. Στα Επτάνησα, ο «σπετσιέρης» ήταν ο φαρμακοποιός και «σπετσερικά» ονομάζονταν τα φάρμακα.
Σαλάδο: Το παραδοσιακό κερκυραϊκό σαλάμι. Νούμπουλο (ή Νούμπουλο Φουμικάδο): Το
«προσούτο των Επτανήσων». Έδεσμα υψηλής ποιότητας από χοιρινό κρέας.

























































