Γράφει ο Θεόδωρος Μπαζίνης
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 το γόητρο και η αξιοπιστία των ΗΠΑ είχαν τρωθεί, ενώ παράλληλα η αντίπαλος τους ΕΣΣΔ είχε αυξήσει την επιρροή της στο διεθνές σύστημα. Μια σειρά γεγονότων αποτύπωνε αυτή την κατάσταση:
Η αποτυχία των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και τα οικονομικά προβλήματα στο εσωτερικό της.
Η επεμβατικότητα της ΕΣΣΔ σε παγκόσμιο επίπεδο όπως π.χ στο Αφγανιστάν, η επιτυχία της σε ανατρεπτικά κινήματα σε χώρες του τρίτου κόσμου και τέλος ο ρόλος της στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ.
Η αύξηση της πυρηνικής ισχύος της ΕΣΣΔ και η αυξανόμενη αίσθηση απειλής (για τη Δύση) των στρατηγικών βαλλιστικών της πυραύλων.
Ο μετασχηματισμός του σοβιετικού ναυτικού από το Ναύαρχο Sergey Gorshkov, ο οποίος το μετέτρεψε από μια δύναμη εστιασμένη στην παράκτια άμυνα, σε blue-water navy, γεγονός που έθετε στρατηγικά διλήμματα στις ΗΠΑ και στους δυτικούς συμμάχους τους, καθώς αμφισβητούσε τη θαλάσσια κυριαρχία τους στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό.
Την ίδια στιγμή, η στρατηγική των ΗΠΑ επικεντρωνόταν στο κεντρικό ευρωπαϊκό μέτωπο, και συνεπώς ο ρόλος του αμερικανικού ναυτικού περιοριζόταν στην εξασφάλιση της προστασίας των νηοπομπών που θα διέσχιζαν τον Ατλαντικό, προκειμένου να ενισχύσουν το χερσαίο μέτωπο της Κεντρικής Ευρώπης. Συναφώς, το αμερικανικό ναυτικό εστιαζόταν αφενός στις αμυντικές ανθυποβρυχιακές ικανότητες για να αντιμετωπίσει τη σοβιετική υποβρύχια απειλή και αφετέρου στη χρήση των υποβρυχίων του ως φορέων εκτόξευσης πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές.
Όταν ο Ronald Raegan ανέλαβε την Προεδρία των ΗΠΑ, το 1981, επιδίωξε την άρση της δυσμενούς αυτής καταστάσεως για τις ΗΠΑ και έθεσε ως προτεραιότητα την κατίσχυση της ΕΣΣΔ μέσω προβολής της υπέρτερης αμερικανικής ισχύος, με απώτερο στόχο τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου με ειρηνικό τρόπο.

Δεδομένου ότι το ναυτικό (λόγω της χαρακτηριστικής ικανότητάς του να προβάλλει ισχύ και να ασκεί επιρροή σε παγκόσμιο επίπεδο, χωρίς την καταφυγή σε πόλεμο), αποτελούσε ανέκαθεν ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία της Διπλωματίας, η ναυτική στρατηγική αποτέλεσε βασικό πυλώνα της Υψηλής Στρατηγικής και προσαρμόστηκε στις επιδιώξεις αυτής.
Για τον Πρόεδρο Raegan και το Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Richard Allen, το ναυτικό θα έπρεπε να αναβαθμιστεί σε μια δύναμη ικανή να εκπληρώσει μια επιθετική στρατηγική, έναντι της μέχρι τότε εστιασμένης στην επίτευξη αμυντικού θαλάσσιου ελέγχου (για την προστασία νηοπομπών στον Ατλαντικό).
Στο πλαίσιο αυτό, το ναυτικό θα έπρεπε:
Να επανακτήσει τη ναυτική υπεροπλία (naval supremacy), καθώς εκείνη την περίοδο το σοβιετικό υπερτερούσε αριθμητικά σε μονάδες επιφανείας (443 έναντι 196 του αμερικάνικου) και σε υποβρύχια (294 έναντι 119 του αμερικάνικου).
Να αναλάβει την πρωτοβουλία έναντι του αντιπάλου, με σκοπό να επιτύχει επιθετικό θαλάσσιο έλεγχο μέσω διεξαγωγής επιθετικών ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων.
Να δύναται να αποτρέπει την ΕΣΣΔ να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική ισχύ της, και αν αυτό δεν επιτευχθεί να υπερισχύσει σε μια (ενδεχόμενη) πολεμική αναμέτρηση.
Να μεταφέρει το πεδίο αντιπαράθεσης στην περιοχή του αντιπάλου.
Για να επιτευχθεί αυτή η στρατηγική, προσδιορίστηκαν τα επιχειρησιακά αποτελέσματα που όφειλε να επιφέρει το αμερικανικό ναυτικό:
Παγκόσμια παρουσία και προωθημένη συνεχής ανάπτυξη των μονάδων του, για προβολή ισχύος.
Διείσδυση πέραν της γραμμής Γροιλανδίας–Ισλανδίας-Ηνωμένου Βασιλείου (GIUK), προκειμένου να δημιουργήσει στρατηγικά διλήμματα στο σοβιετικό ναυτικό, απειλώντας ευθέως τις δυνάμεις του στην Χερσόνησο Kola και εμποδίζοντας / αποτρέποντας την ανάπτυξή τους στον Ατλαντικό.
Ανάπτυξη στον Ειρηνικό Ωκεανό, ώστε να καθηλώσει τις σοβιετικές μονάδες που είχαν αρχίσει, υπό το Δόγμα Gorshkov, να επιχειρούν από (τις πρώην αμερικανικές) ναυτικές βάσεις Cam Rahn Bay και Da Nang στο Βιετνάμ.
Αύξηση των συνεργασιών και συνεργειών με φίλους και συμμάχους με σκοπό να επιβεβαιώσουν τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ και να αποκαταστήσουν την τρωθείσα αξιοπιστία τους.
Η πολιτική για την υλοποίηση της ανωτέρω στρατηγικής, έμεινε γνωστή με το όνομα «πολιτική των 600 πλοίων», καθώς σύμφωνα με τους στρατηγικούς υπολογισμούς εκτιμήθηκε ότι θα απαιτούνταν η μεγέθυνση του ναυτικού από 450 σε 600 πλοία, προκειμένου να δύναται να εκπληρώσει την αποστολή του και να επιφέρει τα επιθυμητά για την Υψηλή Στρατηγική αποτελέσματα.

Η επιτυχία μιας τέτοιας φιλόδοξης πολιτικής όπως είναι προφανές απαιτούσε τη διάθεση οικονομικών πόρων. Πράγματι, στον προϋπολογισμό 1983, οι διατιθέμενες πιστώσεις για το ναυτικό αυξήθηκαν κατά 35%, ανερχόμενες στο ποσό των $268δισ εκ των οποίων τα $100δισ για τη ναυπήγηση νέων πλοίων.
Ωστόσο, τρεις ακόμα παράγοντες οι οποίοι συνήθως επισκιάζονται από τους οικονομικούς υπολογισμούς, διαδραμάτισαν ρόλο στην υλοποίηση της στρατηγικής. Πρώτον, η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών όπως ο εξοπλισμός με το σύστημα αεράμυνας Aegis και τα ραντάρ Phased Array, τα οποία συνέβαλαν στην άρση του αισθήματος τρωτότητας των πλοίων επιφανείας και των αεροπλανοφόρων έναντι των σοβιετικών βαλλιστικών πυραύλων. Δεύτερον, η στρατηγική προμηθειών η οποία βασίσθηκε στην τυποποίηση της σχεδίασης των πλοίων και στη διαδικασία ανταγωνιστικών προμηθειών (competitive procurement) και τέλος η ανάπτυξη κατάλληλου δόγματος επί του οποίου θα βασισθεί η ανάπτυξη και μετέπειτα αξιοποίηση των μέσων του πολεμικού ναυτικού.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Ναύαρχος James Holloway (Αρχηγός Ναυτικού – CNO) είχε εκπονήσει το Στρατηγικό Σχέδιο Sea Plan 2000, στο οποίο το ναυτικό θα αναλάμβανε μια επιθετική στρατηγική προβολής ισχύος προς την ξηρά και προστασίας των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνιών (SLOC).
Το σχέδιο αυτό αποτέλεσε την επόμενη δεκαετία, την εννοιολογική βάση για την οικοδόμηση του «ναυτικού των 600 πλοίων» αλλά και το ιθυντήριο επιλογής και υιοθέτησης των κατάλληλων και απαραίτητων τεχνολογιών. Παράλληλα, το κείμενο αυτό παρείχε στους Διαμορφωτές Πολιτικής (Policy Makers) το πλαίσιο κατανόησης του τρόπου αξιοποίησης και της χρησιμότητας των ναυτικών δυνάμεων, αλλά και των ωφελημάτων που δύνανται να προκύψουν από την υιοθέτηση ενός ενεργητικού / επιθετικού ρόλου.
