Γράφει ο Ηρακλής Καλογεράκης
Στην Αγγλία, σε μια εποχή που η Βρετανική Αυτοκρατορία κυριαρχούσε στις θάλασσες και είχε αποικίες σχεδόν σε όλη την υφήλιο, ίσχυε η παράδοση του κοινού Αγγλικού δικαίου (common law) με τα αδικήματα να δικάζονται από τα δικαστήρια των οποίων η σύνθεση ποίκιλε, ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατηγορίας.
Στην Αγγλία αρχικά υπήρχαν τρία ξεχωριστά Ναυτοδικεία, λεγόταν δικαστήρια του Ναυαρχείου, για τα τρία διαφορετικά τμήματα της χώρας, το καθένα με έναν ναύαρχο ως πρόεδρο, αλλά αυτά γύρω στο 1360 συγχωνεύθηκαν σε ένα Ανώτατο Δικαστήριο του Ναυαρχείου στο οποίο προέδρευε ο αναπληρωτής ναύαρχος του στόλου.
Η δικαιοδοσία του Ανώτατου Ναυτοδικείου αυτού, ιστορικά περιλάμβανε όλα τα εγκλήματα και τα αδικήματα που αφορούσαν αγγλικά πλοία ή πληρώματα και διαπράχθηκαν στη θάλασσα ή κατά μήκος των αγγλικών ακτών, εκτός των συνόρων οποιασδήποτε κομητείας.
Το Ανώτατο Ναυτοδικείο χρησιμοποιούσε την ίδια διαδικασία με αυτή που χρησιμοποιούσαν τα δικαστήρια του κοινού δικαίου. Αλλά η δικαιοδοσία του δικαστηρίου επί ναυτιλιακών και εμπορικών υποθέσεων και η επακόλουθη διεθνής φύση των υποθέσεών του, τελικά οδήγησαν στην εισαγωγή μιας διαδικασίας βασισμένης στο ρωμαϊκό αστικό δίκαιο και παρόμοιας με αυτήν που χρησιμοποιούνταν στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Από τον 16ο αιώνα, το Ναυτοδικείο (δικαστήριο του Ναυαρχείου) σταδιακά απέκτησε δικαιοδοσία επί πολλών εμπορικών και άλλων υποθέσεων που ανήκαν κανονικά στα δικαστήρια του κοινού δικαίου. Αυτό προκάλεσε πολλές δικαιοδοτικές διαφορές μεταξύ αυτού και των δικαστών των δικαστηρίων του κοινού δικαίου. Η θέση των δικαστών του κοινού δικαίου επικράτησε και το Δικαστήριο του Ναυαρχείου περιήλθε σε συγκριτική ασήμαντη θέση κατά τον 17ο αιώνα. Ωστόσο, οι μεγάλοι ναυτικοί πόλεμοι του 18ου αιώνα έδωσαν περιθώριο στην άσκηση της δικαιοδοσίας του για τα λάφυρα πολέμου και απέκτησε διεθνή σημασία ως δικαστήριο λαφύρων στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα.
Το 1834, η εξουσία εκδίκασης σοβαρών εγκλημάτων που διαπράττονταν εντός της δικαιοδοσίας του Ναυαρχείου (δηλαδή, στη θάλασσα) μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Ποινικό Δικαστήριο και το 1844, αυτή η εξουσία δόθηκε και στους δικαστές κακουργημάτων.
Έκτοτε, το Ναυτοδικείο επικεντρώθηκε σε ναυτικές υποθέσεις που αφορούσαν τους κανόνες ναυτιλίας, συγκρούσεις πλοίων και διάσωση. Η δικαιοδοσία του ναυτοδικείου διευρύνθηκε σημαντικά από δύο εξουσιοδοτικούς νόμους που ψηφίστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζονταν αυτοί οι νόμοι, η πολύτιμη βοήθεια που παρείχαν οι ναυτικοί εκτιμητές που εργάζονταν υπό την αιγίδα του δικαστηρίου, η μεγάλη αύξηση της ναυτιλίας, ιδίως της ατμοπλοΐας, και ο αριθμός και η σοβαρότητα των υποθέσεων σύγκρουσης, διάσωσης και ζημιών σε φορτίο κατέστησαν το δικαστήριο ένα από τα σημαντικότερα δικαστήρια της χώρας.
Ναυτοδικεία Αντιναυαρχείων
Στις αποικίες, για να καλυφθεί η ανάγκη εκδίκασης των αδικημάτων που διαπράττονται στη θάλασσα (ναυτικό δίκαιο), είχαν δημιουργηθεί στα λιμάνια των αποικιών της Αυτοκρατορίας, τα ναυτοδικεία των αντιναυαρχείων (Vice-Admiralty Courts) που ήταν στη:
Βόρεια Αμερική: Νέα Υόρκη, Βοστώνη (Μασαχουσέτη), Νέα Σκωτία (Χάλιφαξ), Καναδάς (Κεμπέκ).
Καραϊβική: Μπαρμπέιντος, Τζαμάικα, Μπαχάμες, Μπερμούδες, Λεϊβάρντ Νησιά.
Μεσόγειο: Γιβραλτάρ, Μάλτα.
Αφρική: Σιέρα Λεόνε (Freetown), Ακτή του Ακρωτηρίου (στη σημερινή Γκάνα) Κέιπ Τάουν
Ινδικός Ωκεανός – Ασία: Βομβάη, Καλκούτα, Μαδράς, Σρι Λάνκα (Κολόμπο)
Αυστραλία: Σίδνεϊ, Νέα Νότια Ουαλία
Τα ναυτοδικεία αυτά ήταν δικαστήρια που εξέταζαν ναυτικές εμπορικές υποθέσεις (π.χ. φορτία, συμβόλαια, διαφορές μεταξύ εμπόρων και ναυτικών κ.α), παραβιάσεις της ναυτικής νομοθεσίας και του τελωνειακού δικαίου (παραβάσεις κανόνων ναυσιπλοΐας, συγκρούσεις πλοίων, λαθρεμπόριο, κ.α) και υποθέσεις κατασχέσεων (prize cases) πλοίων σε καιρό πολέμου.
Τα ναυτοδικεία αυτά, δεν χρησιμοποιούσαν σώματα ενόρκων όπως στην Αγγλία, και για να μην υπάρχουν καθυστερήσεις λόγω μεταφοράς των κατηγορουμένων στη Μητρόπολη, όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν στα τοπικά αυτά ναυτοδικεία.
Δικαστές ή Επίτροποι (Commissioners/Judges)
Η κανονική σύνθεση του Ναυτοδικείου του Αντιναυαρχείου ήταν ένας δικαστής (Judge of the Vice-Admiralty) και ο Βασιλικός επίτροπος (King’s Advocate). Στην αίθουσα του δικαστηρίου παρίστατο ένας γραμματέας (Registrar) που κρατούσε τα πρακτικά και καταχώριζε τις υποθέσεις και ένας Δικαστικός επιμελητής (Marshal) που ήταν υπεύθυνος για την επιβολή των αποφάσεων και την κατάσχεση των πλοίων. Αυτοί δίκαζαν τις υποθέσεις, αλλά όταν εκδικαζόταν σοβαρότερα αδικήματα και κακουργήματα, στην έδρα ήταν μια 5μελής επιτροπή, τα μέλη της οποίας προέρχονταν από τον ανώτερο διοικητικό και στρατιωτικό μηχανισμό της αποικίας. Συνήθως η επιτροπή αυτή απαρτιζόταν από τον πρόεδρο, που ήταν ο Ανώτατος Ναυτικός Διοικητής της περιοχής (Αντιναύαρχος), ο ανώτατος δικαστής της αποικίας και μια ομάδα 3 ανώτερων αξιωματικών.
Αυτοί εξασφάλιζαν τη τήρηση του νόμου, καλούσαν τους μάρτυρες, έδιναν οδηγίες στους ενόρκους (όταν υπήρχαν) και στο τέλος, εφόσον οι ένορκοι έκριναν ένοχο τον κατηγορούμενο, επέβαλαν την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή.
Το κατηγορητήριο καταρτιζόταν από το Στέμμα (τον Crown Advocate) και αναγιγνώσκετο στην έδρα. Οι κατηγορούμενοι είχαν δικαίωμα υπεράσπισης και η απόφαση λαμβανόταν με πλειοψηφία των δικαστών.
Το ναυτοδικείο του Αντιναυαρχείου Μάλτας
Στην περιοχή μας, το ναυτοδικείο της Μάλτας, στο οποίο δικάστηκαν οι περισσότερες υποθέσεις Ελληνικών πλοίων και ναυτικών, ιδρύθηκε στις 5 Ιουλίου 1826 και δικαστής του διορίστηκε από το στέμμα ο Sir John Stoddart. Ο Sir John Stoddart προήχθη στις 26 March 1827 σε επικεφαλής δικαστή της κυβέρνησης της Μάλτας και από 1ης Ιανουαρίου 1828 μέχρι 4ης Ιουλίου 1832, εκτελούσε παράλληλα καθήκοντα νομικού συμβούλου της κυβέρνησης και του επιτρόπου (King’s Advocate).
Επίτροποι (Crown Advocates) ήταν οι Dr. Giovanni Vella και ο Dr. Gio. Batt. Satariano και όταν δικαζόταν σοβαρά αδικήματα (κακουργήματα) μέλη ήταν ο Ταμίας της Μάλτας Αντισυνταγματάρχης Seymour Bathurst και δύο Πλοίαρχοι του Βασιλικού Ναυτικού.
Τα δικαστήρια αρμόδια για την πειρατεία
Η πειρατεία, που αποτελούσε διαχρονικά μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου, χαρακτηριζόταν ως σοβαρότατο κακούργημα (capital felony) και ως εκ τούτου δεν δικάζονταν από το τακτικό αυτό δικαστήριο, αλλά από μια ειδική επιτροπή με επταμελή σύνθεση, για να αντισταθμίζει το θεσμό των ενόρκων και να προσδίδει κύρος στη θανατική δικαιοδοσία ή από μια πενταμελή επιτροπή και το Μικρό Σώμα Ενόρκων.
Στη Βρετανία οι δίκες των πειρατών γίνονταν στο Old Bailey ή στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ναυαρχείου στο Λονδίνο, με την πλήρη συμμετοχή ενόρκων, σύμφωνα με το κλασικό ποινικό δίκαιο. Όμως, στις αποικίες, επειδή δεν ήταν πρακτική η μεταφορά τόσων κατηγορουμένων (πλήρωμα του πειρατικού πλοίου) στην Αγγλία, συγκροτούνταν ειδικές «ad hoc» επιτροπές πειρατείας (Piracy Commissions), δυνάμει του Piracy Act του 1700 και οι επιτροπές αυτές είχαν τη δυνατότητα να δικάζουν και να καταδικάζουν επί τόπου, χωρίς τη συμμετοχή των ενόρκων.
Σε περίπτωση δε ενοχής για πειρατεία, η ποινή ήταν συνήθως, θάνατος δι’ απαγχονισμού.
Σώματα Ενόρκων
Αρχικά, λόγω της μη ύπαρξης ενόρκων στις υποθέσεις των ναυτοδικείων, υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια στους αποίκους, ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική, γεγονός που αποτέλεσε μία από τις αιτίες τριβής που οδήγησαν στην Αμερικανική Επανάσταση (1776), αφού οι έμποροι θεωρούσαν ότι στερούνταν των δικαιωμάτων της δίκης με ενόρκους όπως στην Αγγλία. Έκτοτε καθιερώθηκε για τα σοβαρά αδικήματα στη θάλασσα και κακουργήματα όπως π.χ. στη πειρατεία, να ισχύει ο θεσμός των ενόρκων με τα δύο σώματα να έχουν καθοριστικό ρόλο:
α. Το «Μεγάλο Σώμα Ενόρκων» (Grand Jury), με 2 έως 24 άτομα με κοινωνική υπόσταση ως μέλη, χωρίς την απόφαση του οποίου δεν μπορούσε να ξεκινήσει μια κανονική δίκη ενώπιον του δικαστηρίου. Το σώμα αυτό δεν έκρινε την ενοχή ή ην αθωότητα του κατηγορουμένου, αλλά εξέταζε εάν τα στοιχεία ήταν επαρκή για να δικαστεί η υπόθεση. Αν τα έκρινε επαρκή, εξέδιδε τη παραπομπή (true bill) και η υπόθεση περνούσε στο κανονικό δικαστήριο που είχε το Μικρό Σώμα ενόρκων (Petty Jury). Αν όχι, εξέδιδαν την απαλλαγή (no bill).
β. Το Μικρό Σώμα Ενόρκων (Petty Jury) με συνήθως 12 ενόρκους (το καθιερωμένο μέγεθος) εκπροσωπούσαν το «λαϊκό στοιχείο» της δίκης, οι οποίοι παρακολουθούσαν τη δίκη, άκουγαν τα επιχειρήματα της κατηγορίας και της υπεράσπισης, και αποφάσιζαν μόνο για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Η απόφαση έπρεπε να είναι ομόφωνη, και το σώμα δεν είχε καμιά αρμοδιότητα σχετικά με την ποινή ή την επιβολή της. Η απόφαση τους ήταν ενοχή ή αθωότητα και τίποτε άλλο.
Η διαδικασία της δίκης
Η δίκη για πειρατεία ακολουθούσε τα καθιερωμένα πρότυπα του αγγλικού ποινικού δικαίου και τα βήματα ήταν παρόμοια με τα ποινικά δικαστήρια της Αγγλίας:
- Ανάγνωση του κατηγορητηρίου, που συνήθως αναφερόταν ως «κακουργήματα και πειρατεία στην ανοιχτή θάλασσα» (felony and piracy upon the high seas).
- Κατάθεση μαρτύρων, κυρίως ναυτικών που επέζησαν από επιθέσεις ή αξιωματικών που συνέλαβαν τον/τους κατηγορούμενους.
- Απολογία κατηγορουμένου, η οποία στον 18ο και 19ο αιώνα γινόταν συχνά χωρίς δικηγόρο, καθώς η υπεράσπιση σε κακουργηματικές υποθέσεις ήταν περιορισμένη.
- Αγόρευση της Κατηγορούσας αρχής δηλ. του Βασιλικού Επιτρόπου ή του Εισαγγελέα (King’s Advocate ή Crown Prosecutor).
- Οδηγίες των δικαστών προς τους ενόρκους του Μικρού Σώματος σχετικά με το νομικό πλαίσιο και την εφαρμογή του νόμου.
- Ετυμηγορία των ενόρκων: που ήταν ένοχος ή αθώος.
- Απόφαση των δικαστών/Επιτρόπων για την ποινή,
Ο ένορκοι του Μικρού Σώματος είχαν την απόλυτη εξουσία να κρίνουν τα πραγματικά περιστατικά και να αποφανθούν για την ενοχή. Αν έλεγαν αθώος (not guilty) ο/οι κατηγορούμενοι αθωωνόταν και η υπόθεση τέλειωνε.
Οι Δικαστές/Επίτροποι διηύθυναν τη δίκη και επέβαλλαν την ποινή και δεν είχαν δικαίωμα να αθωώσουν, αν οι ένορκοι αποφαινόταν ότι ο/οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι (guilty).
Η ποινή για την πειρατεία
Η ποινή για την πειρατεία, δεν ήταν στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, γιατί ο νόμος προέβλεπε την ποινή του θανάτου δι’ απαγχονισμού, αφού ήταν κεφαλαιώδες κακούργημα (capital felony) και στη περίπτωση αυτή, οι δικαστές απλώς διατύπωναν την καταδίκη και εξέδιδαν το διάταγμα της εκτέλεσης. Ο απαγχονισμός γινόταν συχνά δημοσίως, σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες, ώστε να λειτουργεί παραδειγματικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα σώματα των εκτελεσμένων πειρατών τοποθετούνταν σε κλουβιά (gibbets) κοντά σε λιμάνια, ως αποτρεπτικό θέαμα.
Συμπέρασμα
Η αντιμετώπιση της πειρατείας από τα αγγλικά δικαστήρια του 19ου αιώνα συνδύαζε αυστηρότητα και τυπικότητα. Το σύστημα των ενόρκων εξασφάλιζε την παρουσία της κοινωνίας στη διαδικασία, ενώ οι δικαστές εγγυούνταν την τήρηση του νόμου. Στις αποικίες, οι επιτροπές πειρατείας (Piracy Commissions) παρείχαν ταχύτητα και αποτελεσματικότητα, αν και μερικές φορές χωρίς τις εγγυήσεις των ενόρκων (jury trials). Σε κάθε όμως περίπτωση, το μήνυμα ήταν σαφές: η πειρατεία δεν θα γινόταν ανεκτή, και οι ποινές ήταν αμείλικτες.