Γράφει ο Εμμανουήλ Μουρτζάκης
Η Αρκτική αποτελεί μία από τις πλέον ιδιαίτερες και ακραίες γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, καλύπτοντας περίπου 14,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα θαλάσσιου και ηπειρωτικού χώρου γύρω από τον Βόρειο Πόλο. Περιλαμβάνει περιοχές οκτώ συνολικά κρατών — Καναδά, Δανίας (Γροιλανδία), Φινλανδίας, Ισλανδίας, Νορβηγίας, Ρωσίας, Σουηδίας και Ηνωμένων Πολιτειών — και περιβάλλεται από πέντε κύριες θάλασσες: τη Θάλασσα του Μπάρεντς, τη Θάλασσα της Νορβηγίας, τη Θάλασσα του Μποφόρ, τη Θάλασσα του Λάπτεφ και τη Θάλασσα της Ανατολικής Σιβηρίας. Η γεωγραφική της θέση την καθιστά ένα είδος «συνοριακής ζώνης» ανάμεσα στις δύο μεγάλες ηπειρωτικές μάζες του πλανήτη, λειτουργώντας κατά μία έννοια ως φυσικός σύνδεσμος Ευρώπης, Ασίας και Βόρειας Αμερικής.
Τα τελευταία χρόνια έχει προσελκύσει έντονο ενδιαφέρον ως προς τις δυνατότητες εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της. Οι εκτιμήσεις της U.S. Geological Survey (USGS) αναφέρουν ότι η Αρκτική περιλαμβάνει ένα σημαντικό ποσοστό των μη ανακαλυφθέντων συμβατικών αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου του πλανήτη, με μερικές εκτιμήσεις να τοποθετούν το ποσοστό αυτό περίπου στο 22 % του συνολικού μη ανακαλυφθέντος πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η σημασία ενός τέτοιου αποθέματος είναι πολλαπλή: συνδέεται με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, με τις στρατηγικές επιλογές των κρατών του Βορρά και με την κλιματική μεταβολή που σταδιακά ανοίγει τις θάλασσες της περιοχής σε μεγαλύτερη προσβασιμότητα. Η γεωλογική δομή της Αρκτικής υποστηρίζει την υπόθεση ύπαρξης μεγάλου δυναμικού: σύμφωνα με τη Circum-Arctic Resource Appraisal (2008), υπολογίζεται ότι υπάρχουν 90 δισ. βαρέλια πετρελαίου, 1.669 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου και 44 δισ. βαρέλια φυσικών αερίων υγρών, εκ των οποίων το 84 % υπεράκτια. Αυτή η εκτίμηση αποδίδει στην Αρκτική χαρακτήρα «ενεργειακού μετώπου» του 21ου αιώνα, αλλά το πέρασμα από τη θεωρητική δυνατότητα στην πραγματική εκμετάλλευση απαιτεί υψηλό κόστος, προηγμένη τεχνολογία και πολιτική σταθερότητα.
«RYSSLAND ÄR HÄR», διάσημη φράση η οποία αποδίδεται στον Μεγάλο Πέτρο και μεταφράζεται ως «Η ΡΩΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ»
Τόσο η τσαρική, η σοβιετική όσο και η ρωσική ηγεσία, θεωρούσαν και θεωρούν τον Αρκτικό Κύκλο ως κοντινή τους περιφέρεια και προνομιακό χώρο εθνικών συμφερόντων. Για τους Ρώσους αποτελεί την «πίσω αυλή» τους. Συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, η Ρωσία αποτελεί αυτό με την εντονότερη στρατιωτική δραστηριότητα και τις περισσότερο ανεπτυγμένες στρατιωτικές δυνατότητες στην περιοχή.
Παράλληλα, η κατανομή του πληθυσμού είναι υπέρ της με την μεγαλύτερη έκταση αυτών των αφιλόξενων περιοχών να κατοικούνται από αυτόχθονες εντός όμως της ρωσικής κρατικής οντότητας. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η περιοχή αποτελούσε πεδίο δράσης και περιπολίας των πυρηνικών υποβρυχίων επειδή η τροχιά των διηπειρωτικών πυραύλων ήταν η συντομότερη για την εκτέλεση πυρηνικών και συμβατικών πληγμάτων εναντίον των ΗΠΑ. Αμερικανικά και σοβιετικά υποβρύχια συνυπήρχαν συχνά στην περιοχή ως αποτέλεσμα του στρατηγικού ανταγωνισμού των δύο υπερδυνάμεων. Μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου και για μια δεκαετία περίπου ακολούθησε περίοδος όπου η περιοχή δεν αποτελούσε εστία προσοχής. Τα τελευταία όμως χρόνια (μια επιθετικότερη και δυναμικότερη ρωσική στρατηγική ανάπτυξη βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτό συνδέεται άμεσα και μια άλλη περιοχή υψηλής γεωπολιτικής σημασίας, την Βαλτική.
Η απομακρυσμένη περιοχή της Αρκτικής αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της «Βαριάς Ισχύος ή Hard Power» από την πλευρά της Ρωσίας. Εδώ συνυπάρχει η πυρηνική τριάδα (χερσαία, ναυτική και αεροπορική) των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων με σημαντικότερο το υποβρύχιο σκέλος αυτής με την χρήση πυρηνικών Υ/Β βαλλιστικών πυραύλων. Τα τελευταία, καταδυόμενα κάτω από στρώμα πάγου είναι εξαιρετικά δύσκολο ή αδύνατο να εντοπισθούν, δίνοντας την δυνατότητα για την δεύτερη πυρηνική κρούση ή second strike capability στη περίπτωση μιας πυρηνικής σύρραξης ενισχύοντας την πυρηνική ρωσική αποτροπή. Αυτός είναι και ο λόγος της στάθμευσης στην Χερσόνησο Κόλα στρατηγικών πυρηνικών δυνάμεων με τον Στόλο της Βόρειας Θάλασσας να διαθέτει το 80% του συνόλου των ρωσικών πυρηνικών ναυτικών δυνάμεων.
Η ρωσική αμυντική στρατηγική θεωρεί τη συγκεκριμένη περιοχή και την ασφάλεια της πρωταρχικής εθνικής σημασίας ήδη από την δεκαετία του 1970. Τόσο η δομή δυνάμεων του Βόρειου Στόλου, όσο και των αεροπορικών μονάδων που σταθμεύουν στη περιοχή, έχουν ως κύρια αποστολή να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη των πυρηνικών Υ/Β βαλλιστικών πυραύλων (SSBN) στη Θάλασσα του Μπάρεντς, ώστε να δράσουν αυτά ανενόχλητα1Blank, S. (2011), Russia in the Arctic, Carlisle: Strategic Studies Institute, U.S. Army War College, p. 54, https://ssi.armywarcollege.edu/pdffiles/PUB1073.pdf.. Όμως, η αποστολή του Βόρειου Στόλου δεν περιορίζεται μόνο στην προστασία των πυρηνικών Υ/Β. Αντίθετα, επεκτείνεται στην προστασία σημαντικών εγκαταστάσεων εξόρυξης φυσικού αερίου και πετρελαίου, ύψιστης σημασίας για τη ρωσική οικονομία.
Επιπρόσθετα, η περιοχή αποτελεί το πεδίο εφαρμογής της σύγχρονης ρωσικής ναυτικής στρατηγικής Μη Πρόσβασης/Άρνησης Περιοχής (AntiAccess /AreaDenial, Α2/AD)2Θα χρησιμοποιείται ο διεθνής όρος Α2/AD. Αναπτύχθηκε και εφαρμόστηκε αρχικά από το πολεμικό ναυτικό και της αεροπορικές δυνάμεις της ΕΣΣΔ ενώ χρησιμοποιείται σε διάφορες παραλλαγές και από άλλες χώρες ως σήμερα (Κίνα). Για την αναλυτική περιγραφή του συγκεκριμένου δόγματος βλέπε το ένθετο στη Ναυτική Επιθεώρηση, Τ.606 «Το Πολεμικό Ναυτικό της ΕΣΣΔ μέσα από τα αρχεία της Αμερικανικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και η σύγχρονη Ρωσική Ναυτική Στρατηγική» του Πλωτάρχη Εμ.Μουρτζάκη ΠΝ, http://www.yin.mil.gr/wp-content/uploads/2016/10/606.pdf . με την εγκατάσταση ενός εκτεταμένου δικτύου μεγάλης εμβέλειας συμβατικών Κ/Β από επάκτιες συστοιχίες εναντίον πλοίων και στόχων ξηράς με τα ανάλογα συστήματα/σένσορες. Σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, το σύνολο των ρωσικών δυνάμεων στη Χερσόνησο Κόλα έχει τη δυνατότητα για άμεσο πρώτο πλήγμα με συνολικά πάνω από 300 Κ/Β διαφόρων τύπων εναντίον θαλάσσιων και αεροπορικών στόχων σε μία ριπή. Υπό αυτές τις συνθήκες, η περιοχή είναι επί της ουσίας απροσπέλαστη σε εχθρικές αεροναυτικές δυνάμεις.
Αυτός ο πυραυλικός θόλος προστασίας επεκτείνεται πέραν από τη Χερσόνησο Κόλα, στη Θάλασσα Μπάρεντς, τη Θάλασσα της Νορβηγίας και το πέρασμα GIUK3Από τα αρχικά: Greenland, Iceland, and the United Kingdom (GIUK). μέσω του οποίου συνδέεται ο Ατλαντικός Ωκεανός με τις βορειότερες θάλασσες. Στόχος των ρωσικών δυνάμεων είναι να μην επιτρέψουν στις αντίπαλες αεροναυτικές δυνάμεις να επιχειρούν ανατολικά από αυτό προκειμένου η πρόσβαση του ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στις νοτιότερες θάλασσες όπως τη Βαλτική και τον Ατλαντικό Ωκεανό να είναι απρόσκοπτή. Οι θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών με την βόρεια Ευρώπη βρίσκονται κάτω από την εμβέλεια των ρωσικών όπλων με την προϋπόθεση ότι αυτές θα μπορέσουν να επιχειρούν πλησίον του περάσματος GIUK. Ειδικά τα Κ/Β cruise (ASCM)4ASCM: Anti Ship Cruise Missile. τα οποία φέρουν οι Φ/Γ κλάσης Admiral Gorshkov (τύπου Project 22350) και τα στρατηγικά βομβαρδιστικά Τupοlev TU-95RTs Bear και Tupolev Tu-22M Backfire C αποτελούν φονικό αντίπαλο για τις νατοϊκές αεροναυτικές δυνάμεις με δεδομένη τη δυσκολία αντιμετώπισης τους. Στην περιοχή αυτή εστιάζεται και η παρουσία των ναυτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ ως αντίπαλο δέος με χρήση ΑΦΝΣ (P-8 Poseidon) και Υ/Β σε ρόλο SSK5Επιχειρήσεις Υ/Β εναντίον Υ/Β.
Επιπλέον, η εγκατάσταση μιας σειράς προσεκτικά επιλεγμένων συστημάτων σε καίρια γεωγραφικά σημεία της Αρκτικής όπως τα νησιά Kotelny και Wrangel6Τα νησιά Kotelny και Wrangel αποτελούν ένα δίκτυο «προκεχωρημένων φυλακίων» της Ρωσίας με σταθμούς Ηλεκτρονικού Πολέμου/Έγκαιρης Προειδοποίησης και Ηλεκτρονικών Υποκλοπών (διαθέτουν το Sopka-2, 3D S-band radar με εμβέλεια 350χλμ τουλάχιστον). Ταυτόχρονα, με τις λιμενικές και τις αεροπορικές εγκαταστάσεις που διαθέτουν μπορούν να εξυπηρετήσουν πλοία, Υ/Β, αεροσκάφη διαφόρων τύπων και μονάδες ειδικών επιχειρήσεων για την εκτέλεση επιθετικών επιχειρήσεων. Στην αεροπορική βάση του νησιού Kotelny μπορούν να επιχειρήσουν και τα large cargo αεροσκάφη Il-76 τα οποία χρησιμοποιούνται για εναέριο ανεφοδιασμό μαχητικών αεροσκαφών αλλά και τα θηριώδη στρατηγικά βομβαρδιστικά Τupοlev TU-95RTs Bear D (αεροσκάφη ναυτικής περιπολίας και κρούσης με ακτίνα δράσης τα 6.500 χιλιόμετρα). Στο νησί Wrangel οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις εκσυγχρονίστηκαν το 2107 ενώ από το 2018 η στρατιωτική παρουσία είναι μόνιμη. Η βασική αποστολή της βάσης είναι η έγκαιρη προειδοποίηση και όλων των ειδών οι ηλεκτρονικές υποκλοπές με χρήση πληθώρας συστημάτων. Το σημαντικότερο από αυτά είναι το P-18 Terekew/early-warning system και το Sopka-2, 3D S-band radar με εμβέλεια 350χλμ. δημιουργεί ισχυρή αμυντική φυσαλίδα στο πλαίσιο του γενικότερου δόγματος Α2/AD. Τα οπλικά συστήματα που χρησιμοποιούνται έχουν διττό ρόλο με έμφαση στην προσβολή με ακρίβεια και σε μεγάλες αποστάσεις στόχων στην ξηρά, την θάλασσα και τον αέρα. Τέτοια είναι οι τακτικοί Κ/Β Iskander-M και οι Κ/Β cruise Kalibr. Επιπλέον με χρήση ΑΑ συστημάτων μεγάλης εμβέλειας όπως S-400 και μικρότερης εμβέλειας Pantsir-SA, Tor M2-DT, επάκτιων συστοιχιών K-300P Bastion-P και SSC-3 Styx αυξάνεται δραματικά η ικανότητα επιβολής «μη πρόσβασης» από την ρωσική πλευρά καλύπτοντας περιοχές όπως την βόρεια Νορβηγία και μέρος της Φιλανδίας. Στη δύναμη του Βόρειου Στόλου ανήκουν οργανικά μαχητικά αεροσκάφη Su-33,Su-34 και Su-35 τα οποία προσφέρουν αεροπορική κάλυψη στις ναυτικές μονάδες αλλά και στις χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις. Όλα τα ανωτέρω αεροσκάφη χρησιμοποιούν αεροπορικές βάσεις της Αρκτικής ενώ δίνεται έμφαση στην εκπαίδευση των χειριστών τους στη ναυτική κρούση υπό ακραίες καιρικές συνθήκες.
Ξεχωριστό σημείο προσοχής είναι η ανάπτυξη των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων νέας τεχνολογίας (ICBM: Intercontinental Ballistic Missile) Topol-Mστην περιοχή. Τα συστήματα αυτά αποτελούν το πιο εξελιγμένο όπλο των στρατηγικών πυραυλικών δυνάμεων της Ρωσίας με δυνατότητα εκτόξευσης από σταθερά σιλό αλλά και από οχήματα με αποτέλεσμα μεγάλη τακτική ευελιξία. Φέρουν τον ICBM πύραυλο SS-27 Sickle-B μήκους 22 μέτρων και εμβέλειας 6.500 ν.μ και CEP (Circular Error Probable) μόλις 200 μέτρα και με κεφαλή πυρηνική ή συμβατική. Η εγκατάσταση τέτοιων συστημάτων στην Αρκτική θέτει ολόκληρη την περιοχή του Καναδά και των ΗΠΑ εντός της εμβέλειας της Ρωσίας.
Северный флот ή Βόρειος Στόλος
Το 2008 άρχισε να παραλαμβάνει νέα σκάφη αυξάνοντας παράλληλα και την παρουσία του στην Αρκτική και το βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό μετά από μια εικοσαετή περίοδο κάμψης. Βασική αποστολή του παραμένει η επίτευξη ναυτικής υπεροχής στη περιοχή ανάπτυξης του, μη επιτρέποντας στις δυτικές ναυτικές δυνάμεις να ασκήσουν πίεση στη Ρωσία. Σήμερα διαθέτει πληθώρα μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων αποτελώντας την ισχυρότερη ρωσική ναυτική δύναμη με συνεχή παρουσία και συμμετοχή στον εμφύλιο στη Συρία αποκτώντας πολύτιμη πολεμική εμπειρία.
Στη δύναμη του Βόρειου Στόλου ανήκουν συνολικά 37 μονάδες επιφανείας συμπεριλαμβανομένου του αεροπλανοφόρου Admiral Kuznetsov το οποίο βρίσκεται αυτή την περίοδο υπό επισκευή και αναβάθμιση. Ναυαρχίδα του Στόλου είναι το πυρηνικής πρόωσης καταδρομικό Κ/Β κλάσης Kirov, Pyotr Velikiy το οποίο αποτελεί το βαρύτερα οπλισμένο πλοίο επιφανείας παγκοσμίως και εξοπλίστηκε πρόσφατα με τους Κ/Β P-700 Granit (NATO: SS-N-19) οι οποίοι ανήκουν στη κατηγορία ASCM (anti-ship cruise missile). Σημαντικές μονάδες επιφανείας είναι το κλάσης Slava αντιτορπιλικό Κ/Β Marshal Ustinov το οποίο επανήλθε σε ενέργεια το 2017 μετά από πέντε χρόνια εκτεταμένων επισκευών. Επιπλέον, ήδη τέσσερεις Φ/Γ κλάσης Gorshkov έχουν ενταχθεί στη δύναμη του Βόρειου Στόλου. Αποτελούν σύγχρονα πλοία εξοπλισμένα με τους ASCM Κ/Β P-800 Oniks και με τους Κ/Β Kalibr-NK της κατηγορίας LACM (land-attack cruise missiles) με τους οποίους μπορούν να προσβληθούν αποτελεσματικά στόχοι βαθιά στην εχθρική ενδοχώρα.
Μεγάλο μέρος της δύναμης του Βόρειου Στόλου αποτελούν τα Υ/Β τα οποία σταθμεύουν στη Χερσόνησο Κόλα και συγκεκριμένα στο Gadzhiyevo/ Yagelnaya Bay, φθάνοντας το σύνολο των 41 μονάδων. Η σημερινή δύναμη του Βόρειου Στόλου περιλαμβάνει έξι πυρηνικά Υ/Β βαλλιστικών πυραύλων κλάσης Delta-IV τα οποία θα εκσυγχρονιστούν και θα φέρουν τους νέους Κ/Β SLBM (submarine-launched ballistic missile) R-29RMU Sineva (κωδικός NATO: SS-N-23 Skiff) με 10 πυρηνικές κεφαλές ο καθένας και εμβέλεια 8.000χλμ . Το κάθε Υ/Β Delta-IV θα φέρει συνολικά 16 Κ/Β R-29RMU Sineva. Τα Υ/Β βαλλιστικών πυραύλων κλάσης Delta-IV πρόκειται να αντικατασταθούν σταδιακά από τα κλάσης Borey τα οποία θα φέρουν 16 Κ/Β Bulava με έξι πυρηνικές κεφαλές το κάθε βλήμα.
Στη κατηγορία των πυρηνικών Υ/Β κατευθυνόμενων βλημάτων (SSGN) η κλάση Yasen θα αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά του Βόρειου Στόλου με σύνολο 8 έως 12 μονάδες. Στόχος είναι να αντικαταστήσουν τα γηραιά αλλά πολύ ικανά Υ/Β κλάσης Akula και Oscar. Ήδη δύο σκάφη του τύπου υπηρετούν στο Βόρειο Στόλο ενώ άλλα 6 βρίσκονται σε διάφορες φάσεις κατασκευής. Είναι εξοπλισμέναμετους ASCM Κ/Β P-800 Oniks και με τους Κ/Β Kalibr-NK της κατηγορίας LACM.
Νατοϊκή αντίδραση
Μετά την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ η παρουσία των συμμαχικών δυνάμεων έχει αυξηθεί στην περιοχή. Οι κοινές ασκήσεις είναι συχνές με σημαντικότερη από αυτές την Nordic Response. Αποτελούν ένα κομβικό εργαλείο στη σύγχρονη αμυντική στρατηγική του ΝΑΤΟ, καθώς αναδεικνύουν τη δυναμική της Συμμαχίας να διαχειρίζεται κρίσεις και να επιδεικνύει συλλογική αποτρεπτική ισχύ σε μια από τις πιο ευαίσθητες γεωπολιτικά περιοχές του πλανήτη.
Η μετονομασία της άσκησης από Cold Response σε Nordic Response το 2024 συνδέεται άμεσα με τη γεωπολιτική μεταβολή που προκάλεσε η ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ και η παράλληλη διαδικασία ένταξης της Σουηδίας, σηματοδοτώντας έτσι την ενοποίηση της αμυντικής αρχιτεκτονικής των σκανδιναβικών χωρών. Η άσκηση, διεξάγεται ανά διετία υπό νορβηγική διοίκηση και συγκεντρώνει περίπου 20.000 στρατιωτικό προσωπικό από δεκατέσσερα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, τα οποία συμμετέχουν σε συνδυασμένες επιχειρήσεις ξηράς, θαλάσσης και αέρα υπό ακραίες κλιματολογικές συνθήκες.
Οι επιχειρησιακές φάσεις της περιλαμβάνουν χερσαία ανάπτυξη τεθωρακισμένων δυνάμεων (όπως φινλανδικά άρματα Leopard 2 και σουηδικές μηχανοκίνητες μονάδες που κινούνται διασυνοριακά), αεροπορικές επιχειρήσεις με χρήση μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς (F-35) και μέσων αναγνώρισης (ISR), καθώς και ναυτικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας στον Βόρειο Ατλαντικό και τη Θάλασσα του Μπάρεντς, με συμμετοχή φρεγατών, υποβρυχίων και αεροπλανοφόρων ομάδων. Ο συνδυασμός αυτών των δραστηριοτήτων επιτρέπει την αξιολόγηση της διαλειτουργικότητας (interoperability) μεταξύ διαφορετικών στρατών, την ενοποίηση συστημάτων διοίκησης και επικοινωνίας, και τη βελτίωση των λογιστικών και επιχειρησιακών αλυσίδων εφοδιασμού υπό ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες.
Η στρατηγική σημασία των ασκήσεων Nordic Response εκτείνεται πέραν του επιχειρησιακού τους σκέλους και συνδέεται άρρηκτα με τις ευρύτερες εξελίξεις του διεθνούς συστήματος ασφαλείας. Πρώτον, ενισχύουν την αποτρεπτική ικανότητα του ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία, η οποία έχει αναβαθμίσει την παρουσία της στον Αρκτικό μέσω στρατιωτικών βάσεων, δορυφορικών εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων ελέγχου θαλάσσιων διαδρόμων. Δεύτερον, επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα της Συμμαχίας να ενισχύει άμεσα οποιοδήποτε μέτωπο απειληθεί, αποδεικνύοντας ότι η μετακίνηση δυνάμεων και η επιχειρησιακή ετοιμότητα δεν περιορίζονται πλέον στις κεντρικές ευρωπαϊκές περιοχές. Τρίτον, αποτελούν πολιτικό μήνυμα ενότητας, καθώς η συλλογική συμμετοχή τόσων κρατών, με διαφορετικά επίπεδα τεχνολογίας και επιχειρησιακής κουλτούρας, συμβολίζει τη σταθερή βούληση του ΝΑΤΟ να υπερασπιστεί τα μέλη του.
«Εκατό υποψίες δεν κάνουν μία απόδειξη», Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Η ρωσική υπεροχή στην Αρκτική είναι αντιπροσωπευτική του τρόπου που η ηγεσία της χώρας παραδοσιακά αντιλαμβάνεται τον ανταγωνισμό ισχύος σε μια περιοχή με ζωτικά συμφέροντα. Πρώτιστο καθήκον είναι η επίτευξη το δυνατόν στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας ώστε οι οποιεσδήποτε συνομιλίες, συνεργασίες και διαβουλεύσεις να γίνονται από θέση ισχύος. Η ύπαρξη ισχυρού στόλου είναι ένας σημαντικός πυλώνας για την επίτευξη της. Η αναβάθμιση των ρωσικών αεροναυτικών δυνατοτήτων και η παρουσία των πιο σύγχρονων οπλικών και ηλεκτρονικών συστημάτων έχει καθιερώσει νέα αμείλικτα δεδομένα που δεν μπορούν να αγνοηθούν από τις υπόλοιπες χώρες με ζωτικά συμφέροντα στη περιοχή. Η επίτευξη ισορροπίας ισχύος απαιτεί αντίστοιχες δυναμικές προσπάθειες σε βάθος χρόνου πέραν των κοινών νατοϊκών ασκήσεων. Σαφέστατα η είσοδος στη συμμαχία δύο ισχυρών χωρών της περιοχής όπως η Φιλανδία και η Σουηδία έχει μεταβάλει τα δεδομένα χωρίς όμως, προς το παρόν τουλάχιστον, σημαντικές μεταβολές στο πεδίο.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Gloria Dickie, International Accord Bans Fishing in Central Arctic Ocean, Spurs Science,Oceans Deeply, December 4, 2017.
RAND (2000), Measuring National Power in the Postindustrial Age, RAND Corporation, https://www.rand. org/pubs/monograph_reports/MR1110.html (accessed 20 March 2019).
Rowen Allport (2018), Fire and Ice: A New Maritime Strategy for NATO’s Northern Flank, Human Security Centre.
Speller, Ian (2014) Understanding Naval Warfare, London, Routledge.
Stephen J. Flanagan (2018), NATO’s Return to the North Atlantic: Implications for the Defense of Northern Europe, FIIA Briefing Paper 250.
Svein Efjestad (2018),The Nordic Region. In John Andreas Olsen , Security in Northern Europe: Deterrence, Defence and Dialogue, Rusi Whitehall Paper.






















































